Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4001-4029 από 4029
Ο γέρως όπου 'πόθανε 'ς τη Μεσαρά γυρίζει κ' η γράν του τον ανήμενε κουκιά τονε ταϊζει
(1920)
Ταϊζω = τρέφω, σιτίζω τινα
Όποιος εξέσυρε, τον κάτη ηύρε κ΄ έφαε, κι απού δεν εξέσυρε, κάτης τον έφαε
(1920)
Εξέσυρε = Κινούμαι, περπατώ
Πόσοι οθροί δε φαίνουνται σαν μπιστεμμένοι φίλοι κ΄έχουν το διάολο ΄ς τ΄ασκί τη ζάχαρη ΄ς τ΄αχείλι !
(1920)
Ορθός = οι εχθροί, Ασκί = Ασκός (τουλούμι)
Σαν το θέλη το γουλί μου, πως θα κάμω για την ψυχή μου;
(1920)
Γουλί=η κοιλιά μου, η όρεξίς μου.
Μεγάλο μου Σαββάτο και πως θα σε περάσω, απουχεις τρία κολατσά και τρία μεσημέρια και τρία πρώτα σάββατα κι ακόμη έχεις μέρα!
(1949)
Το λένει οι λαίμαργοι, που ανυπομονούν πότε θα πασχάσουν
Άσπρη ρασε, μαύρη ρασε, δεν είν' το πάπλωμα για σε
(1920)
Ρασε= το εκ χονδρού μαλλίου κατασκευαζόμενον υπό χωρικών ύφασμα όπερ λευκαινόμενων χρησιμεύει προς κατασκευήν Κρητικήν καπότων (χλαινών) ή κουβερτών
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)
Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί
Αναβάστα γρά το γέρο να τον έχωμε το θέρος, κι' απής αποθερίσωμε, θένά τόνε τσουρήσωμε
(1920)
Αναβατώ=υποβοηθώ δια των χειρών, ανακουφίζω, Τσουρώ=κατρακυλώ, κυλινδώ
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
(1920)
Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά
Ο κλέφτης οντέ δε δα βρη πράμα να κλέψη, βγάνει το σκούφο ντου, και τονε βάνει στην αμασκάλη ντου
(1949)
Για να καταδείξη πόσο το ελάττωμα της κλοπής είναι βαθύ
Τσ' ώμορφης, δος τση ριζικό, μα η γι άσχημη βαστά το, 'ς το έμβα της, 'ς το έβγα της, 'ς τη φτέρνα τσ' αποκάτω
(1893)
Μη κρίνων ορών το κάλλος, αλλά τον τρόπον
Στσι 14 του Νοέμπρη, τ΄άγιου Φιλίππου φιλεί η Πηλιά το πέλαγος κι΄ο ζευγάς την έχερη κι΄ο βοσκός την βέργαν του
Γιατί ο ζευγάς έχει πια χορτάσει τη σπορά, λίγος καιρός κι΄το χειμώνα του μένει, ο δε βοσκός είναι υποχρεωμένος να φύγη τα οζάν τον από τα βουνά και να παή στη γιαλιά, στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουν
Απ' τ' αυγό πάει στην όρνιθα
(1949)
Λέγεται μάλλον επί κακού, και δηλοί ότι από το μικρό κακό καταλήγει τις να κάμη το μεγάλο. Εχει μείνει από τον μύθον: Μια φορά ήτανε μια χήρα και είχε ένα αγόρι....έκλεψε αυγό...έπειτα όρνιθα....εμεγάλωσε κλεφτης....τον ...
Που πάρη χίλια πύρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν 'ς τ' ανάθεμα κ' η κακουδιά 'πομένει
(1893)
Λευκώλενον λίνον κερδογαμείς (Diogenia Cent. Vi 22)
Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούϊ μας. - Ντά που 'ν' το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία επαίρονται, πρίν ακόμη ιδούν το αποτέλεμα
Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Η παροιμία αυτή ήτο εν χρήσει παρά τους αρχαίους ως φαίνεται εκ της ομηρικής φράσεως:
"Όστις δ' ομιλόν ήδεται κακοίς κνήρ τοιύτος έστιν ώσπερ ήδεται ξυνών"
Εκφέρεται δε η ανωτέρω παροιμία και κατ' άλλον τύπον: "Όμοιος ...
Δήξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Ήτο εν χρήσει κα παρά τοις αρχαίοις όστις δ' ομιλών ήδιται κακοίς ανεία τοιούτος έστιν οίσπερ ήδεται, ξυνών. Εκφέρεται δε κια αλλιώς η παροιμία "όμοιος τον όμοιον αγαπά" πρβλ. αρχ. "όμοιος ομοίω αεί πελάζει και τέτιξ τέττιγι ...