Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1401-1500 από 4029
Άϊ μου Γεώργη μου, βοήθα μου. Μα σειέ και συ τα πόδια σου!
(1892)
Εις δήλωσιν ότι πρέπει να επικαλώμεθα την αντίληψιν των Αγίων, αλλά και να μη αδρανώμεν
Ότι καιρός κι' αν σηκωθή το μονοδέντρι δέρνει
(1888)
Μονοδέντρι = δέντρον απομεμομωμένον, άνω γειτόνων
Γρήγορος σαν τον κάτω χειρόμυλο
(1914)
Σαν τη κατώπετρα του μύλου
Η θάλασσα στην ανυδριά γλυκειά ναι σαν το μέλι
(1930)
Γεράνι
Σία κι' αράξαμε
(1892)
Σημείωση: Σίγια = το κωπηλατείν επί ετύμναν, φράσις ναυτική όταν προσαράξη το σκάφος
Έλυωσε 'σαν τον καλό χριστιανό
(1892)
Ερμηνεία: Φέρετε επί των υφασμάτων, τα οποία εκ της παλαιότητος ακτέστησαν πλέον άχρηστα ράκη. Εκ μεταφοράς από της προλήψεως, ότι οι καλοί χριστιανοί λυώνουν μετά θάνατον, οι δε κακοί μένουν άλυτοι και παράλυτοι
Από κακόν αργόχειρο, δουλειά δεν απομένει
Ερμηνεία: Η εργασία δεν είναι δυνατόν να καθυστερήση διά την κακήν ποιότητα του αναγκαίου εργαλείου, αλλ' αν δεν γίνη, έχει άλλον λόγον, αμέλειαν ή οκνηρίαν
Ο Νάχας και ο Νάβρας ήσαν αδέρφια
(1919)
Περί ματαίων ευχών νάχα, νάβρισκα
Ηύρε τον μπότσο του
(1892)
Σημείωση: Polso (ιταλική) = σφυγμός
Άρον , άρον σταύρωσον αυτόν
(1914)
Σαν τούμαθε ο νοικοκύρς μου θύμωσε άρατα πύλατα, επι μεγάλου θυμού
Αν μαγαρίσω ναν λαρδί κι' αν κλέψω ναν λογάρι κι΄αν πάρω και γυναίκα μου, ναναι παπαδοπουλα
(1936)
Σημείωση: Για να παντρευτή κανένας πρέπει ν' αξίζει τον κόπο η σύντροφος
Μοναχή τση η γαϊδούρα επελέκα το σαμάρι, μα καλό – κακό τση τύχη η γαϊδούρα θα το βάλη
(1926)
Προς τινα όστις μόνος του είναι αϊτιος μιας συμφοράς του
Όσο θέλεις δούλευγε κι όσο θέλει ο Θεός θα σου δώση
Επί των προσπαθούντων να επιτυχώσι τι και μη κατορθούντων τούτο ένεκα υπερτέρας ανάγκης
Εμπήχτηκε μ' όλα του τα δεκοχτώ
(1892)
Εις ένδειξιν αναπτύξεως δραστηριότητος και αφοσιώσεως
Εις το Δόξα Πατρί
(1914)
Του την έδωκεν εις το Δόξα Πατρί, δηλ εις καίριον μέρος, εις την κεφαλήν
Αν θές να δής τόν άνθρωπο την αθιβολή του φέρε
(1888)
Αθιβολή = υπόθεσις, ομιλία, ανάμνησις
Οντέ δειπνάς και δε με δης, καθάρια λίγωσή 'νε
(1918)
Το φεγγάρι
Η γυναίκα που δε πουτανίζει, και ο άντρας που δε πουστίζει, πέψε τσι στο διάολο
Ότι αναγκαια και δόσις φιλαρεσκείας
Αλλά ρύσαι ημάς
(1888)
Ερμηνεία: Το εκφέρουσι επί της αντιθέτου διαγωγής τινεί (θεωροίντες αυτό ως μιαν λέξιν)
Από που κρατεί η σκούφια σου;
(1892)
Ερμηνεία: Φέρετ επί ανθρώπου αγνώστου ποιού και προελεύσεως
Λίγο πράμα και πολλή αγάπη
(1949)
Λέγεται όταν στείλη τις δώρον
Έκαμε μιαν τρύπα 'ς το νερό
(1920)
Ο μουφλούσης και ο ταμασκιάρης ογλήγορα κάνουνε συντροφιά
(1949)
Ταμασκιάρης = αχόρταγος, πλεονέκτης
Κρυγιός αέρας εμπήκε στην καρδιά μου
(1949)
Απογοήτευση
Το λαγό πιάνει στ' αγλάκι
(1949)
Ειρωνικώς επί βραδυκινήτων
Ακριβός θαρρεί κερδαίνει και φυρά και δε το νοιώθει
(1920)
Φυρώ και φυράσσω=ελαλλούμαι, μειούμαι
Αμαρτία ξομολοημένη, αμαρτία δέ λογάται
(1920)
Λογάται = λογαριάζεται
Όσω αρά τα σκόρδα χοντραίνουνε
(1920)
Αρά = αραιά
Κάλλια νύφη προυκοκάμουσα, παρά προυκοφέρουσα
(1893)
Κάλλια = άμεινων καλλίτερος
Οι γερανοί επήραν οψές την κούνια τζη
(1949)
Γερανού ή αγερανοί
Ωσάν την κατώπετρα του μύλου
(1949)
Δηλαδή αδράνεια
Μη πας να κουρτελάς ποθές να μη σου κουρταλούνε
(1920)
Κουρταλώ = χειροκροτώ, κροταλίζω, βροντώ
Απού χώνει το κακόν του μετά 'κείνο δα ποθαίνει
(1920)
Χώνω = κρυώνω
Αν δε πλησιάνη το κακό, δε κόβγιεται
(1920)
Πλησιαίνω = αυξάνω, πληθύνω-ομαι
Καλό και κακό, είναι τση μοίρας του καθανούς
(1940)
Πιστεύουν, πως δε μπορούνε να γλυτώσουνε απ' αυτή
Τα κακά νοικοκεράτα τρώγει ο σκύλος, τρώγ' η κάτα
(1893)
Εν λεξικ. σελ. 157
Χάρι σούχω 'γω καβρέ να πηδάς στα κάρβουνα, κι ανε μπηδάς σοτ μποταμό, πηδώ ρονε κι εγώ
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη