Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1301-1400 από 4029
Τό ένα έπεσε καί πλάκωσε τά δυό
(1935)
Κατά που συνήθιζε νά λέη γιά τις ορμές του, σάν τύχαινε κανένας νά τονέ πειράξη, γιά τέτοιας λογής υποθέσεις
Να μη το πήτε ούτε του παπά
(1935)
Ακριβός θαρρεί κερδαίνει και φυρά και δεν το νοιώθει
(1919)
Ακριβός = φιλάργυρος
Κάλλια χαρρούπια και μέσα ο κώλος, παρά τυρί κι' αθότυρο και έξω ο κώλος
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μέρα μεσημέρι κ' άφτει κ' ο λύχνος
(1892)
Ερμηνεία: Αντί οφθαλμοφανώς
Έχ' ασπάλαθος αθό; Έχ' η πέδικα αυγό. Έχ' ασπάλαθος λουβί; Έχ' η πέρδικα πουλί
(1892)
Σημείωση: Λουβί = η θήκη, εν η εμπεριέχονται οι σπόροι πολλών φυτών, ιδίως των κναμων
Νερό κ' αλάτσι και ο,τ' αρτύ τ' αλάτσι
(1892)
Φέρεται εις δήλωσιν εις εν της οίκω υπάρξεως όλων των χρειωδών
Ανακατώνεται σαν τον Οβραίο στο κουμέρκι
(1892)
Ερμηνεία: Επί του αναμιγνομένου εις πάσαν περίπτωσιν
Η αλήθεια είναι μαλωσάρα!
(1888)
Όστις λέγει την αλήθειαν είναι ηναγκασμένος τα υφίσταται τα αποτελέσματα αυτής, Δηλαδή: Φιλονικίας και μαώματα
Η αλεπού 'χε εργαθιά κι αλλού εργα
(1930)
Γεράνι
Τουτη παληά κ' άλλη καινούργια
(1892)
Ερμηνεία: Αυτή η περίπτωσις παρήλθεν ας αναμένωμεν την ακόλουθον, Περιφρονιτικώς
Ο λωλός τα όρη πιάνει και ο φρόνιμος τους κάμπους
(1892)
Ερμηνεία: Ο ανόητος ζητεί τα αδύνατα και ο φρόνιμος τα δυνατά
Κάθε Αγίου είναι μιαν ημέρα
(1920)
Είναι γλήγωρος σαν τον κάτω χειρόμυλο
(1892)
Ερμηνεία: Ο χειρόμυλος σύγκειται από σύο πέτρας ων η κάτω μένει ακίνητος, η δε άνω περιφερομένη δια της χειρός αλέθει
Εβγήκεν του τού θεριστή θερίζει δε θερίζει
(1919)
Αρκεί να βγάλη κανείς όνομα καλό να φημισθεί
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1891)
Όργο = νήμα
Απ' αγαπούντ' αληθινά, τη μοίρα την ορίζουν, μουδ' από χάρου θέλημα ποτέ δεν ξεχωρίζουν
(1949)
Το λένε και στον κλήδονα
Τον έφερε στο λογαριασμό
(1892)
Ερμηνεία: Όταν κατορθωθή τις να φέρει τινά εις ομαλήν οδόν
Είναι κουνέλι απ' το μεθύσι
(1924)
Κουνέλι ή κουνάλι ή κνιάδ'
Ο ξεμιστευτής τρώει πάντα τσ΄ εμισές
Ξεμιστευτής = ο λυτρώνων, ο διαχωρίζων τοις μαχομένους ή διαπλητιζομένους (ρήμα ξεμιστεύγω)
Και με του μποντικού το κατουρημα πληθαίνει η θάλασσα
Φασούλλι το φασούλλι γεμίζει το σακκούλλι
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1888)
Ερμηνεία: Ως ούτως της κλωστικής της κυρίας και κάτ' εξοχήν εργασίας των κορασίων
Απόυ πεινα θωρεί ψωμιά κι' απου διψά πηγάϊδα
Ό,τι κάθε εις έχει εις την σκέψιν του, τουτου την επιτυχίαν και τα αγαθά συνεχώς οραματίζεται
Δυό κεφαλές δε γκάνουνε 'ς ένα γκαρναβά
Το αυτό πράγμα δεν δύνανται να το διευθύνουν πολλοί. Καρναβάς, ο και καρναβάδι, το = δοχείον όμοιονπρος τον κουβάν
Αγάλια - γάλια κ' όντεν πάμε
(1892)
Ερμηνεία: Επί των λίαν υπομονητικών και εις δήλωσιν ότι δεν υπάρχει χρεία σπουδής
(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
(1925)
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα
Από κλώτσο κι από μπάτσο
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται αντί του κατατρέχεται υπό του ενός και του άλλου
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1919)
Πρός γυναίκα. Σημ. Όργο (το) = νήμα το χειροποίητον
Απού θέλει να κλάψη, να πάη το Μάη στο λιόφυτον του
Διότι μετά την πτώσιν του ανθού δεν φαίνεται ο καρπός του
Θέλει κανείς ν' αγιάση μα δεν αφίνουν οι διαόλοι
(1892)
Ερμηνεία: Δηλοί τον βαθμόν της επιδράσεως της επί κακώ παρακινήσεως
Το μπαμπουνιάρικο κερί αγαπούν οι άγιοι
(1888)
μπαμπουνιάρικος=οζώδης
Ορθογραφία μην γυρεύεις αφ' του μυλωνά τον κώλο
(1892)
Ερμηνεία: Από άνθρωπον αισχρόν μην περιμένης λόγους σωστούς
Όπου δης πολλή αγάπη, κάτεχε μεγάλη μάχη
(1888)
Μάχη και μάχητα = έχθρα, μίσος, πάθος
Ο Νάχας κι' ο Νάβρας ήσαν αδέρφια
(1918)
Περί των κενών ευχών
Τον επέρασεν από την ψιλή κνησάρα
(1892)
Ερμηνεία: Τον Ζωροπηλάκισε δια των χυδαιοτέρων ύβρεων
Τα 'πε με το νι και με το σίγμα
(1892)
Ερμηνεία: Λεπτομερώς
Τα 'πε με το νι και με το ξι
(1892)
Ερμηνεία: Ακριβείς με λεπτομέρειες
Απού θέλει νά κλάψη, νά πάη τό Μάη στό λιόφυτόν του
Διότι τότε, μετά τήν πτώσιν τού ανθού, δέν φαίνεται ακόμη ο καρπός, καί ο άπειρος υποθέτει ότι δέν υπάρχει τοιούτος, αλλά κατέπεσε μετά τόν ανθό
Δεν περνά ο μπογιάς του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις εκδήλωσιν κατανοήσεως της πραγματικής αξίας του υποκρινομένου τον ευφυή, πλούσιον, αριστοκράτην