Αναζήτηση
Αποτελέσματα 211-220 από 254
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
(1931)
Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά εσύ ο ίδιος αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά
Μουjωννο τημ μουτσούναμ μου
(1930)
Μουjωνο = μαυρίζω
Ότι καμμύσω ταμμάδκια μου, πέτρα πάνω ΄σ πέτραν ας μην μείνει
(1930)
Δηλαδή όταν αποθάνω, ο κόσμος όλος ας χαλάσει
Εβυζύνισά του έναμ πάτσον τ εστράψαν ταμμάδικά του λαμπρόν
(1930)
Σημείωση: Βυζινίζω πεποιημ. Λέξις εκ του ήχου βυζιβυζ = κάμνω συριγμόν, σκρίζω, βοϊζω
Τ' αμμάτιν πύργκους καταλλυεί
(1930)
Η βασκανία
Άσπορος να μεμ μείνω, όξα εν να κλάψω το θέρος;
(1930)
Το δύσκολον και το κακόν είναι το να μη δυνηθεί τις να σπείρη. Όταν σπείρη, το θέρος είναι εύκολον να το κάμη όσον πολύ και αν είναι. Παροιμία επί περιστάσεων, καθ΄ ας επιχειρών να κάμη τι εύκολον συναντά εμπόδια και ...
Ο κάττος τζι αν εγέρασεν, τα νύσα πούσεν έσει
(1931)
Ο γάτος κι αν εγέρασε τα νύχια πούχε τάχει. Δηλαδή, και στα γεράματα θάχη τες κακίες ο άνθρωπος, που τες είχε στα νιάτα του
Η ρκά 'τσι κατασείμωνα τ' αγγούριν εθθυμήθην
(1931)
Ερμηνεία: Μέσ' στον χειμώνα η γριά θυμήθηκε τ' αγγούρι. Για κείνους που ορέγοντ' ένα πράμα παράκαιρα
Το γλήορον τζαι το καλόν εμ πάμ μαζίν τα δκυο
(1931)
Παρεμφερής βία