Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 1885
Όλοι τη μάννα μου ρωτουν, το κόρη μου κανείς 'κε (δεν) ρωτάν τον
(1931)
Ερμηνεία: Επί των ζητουντων να ωφεληθούν ουχί δε και να ωφελήσουν
Οι πολλοί θέλουν πολλά και οι ελίοι απ' όλα
(1931)
Ίνεπ. Επί περιστάσεως, καθ' ην απαιτουνται μέσα θεραπείας των βιοτικών αναγκών και των ολίγων ατόμων όσα και δια τους πολλούς
Επήρε το μήλο, ας ξερώση η μηλέα
(1929)
Ας ξεραθή η μηλιά
Όπου κ' ιδή ο τσύλλος 'κε 'λάει
(1931)
Όπου δεν ιδή ο σκύλλος δεν υλάζει = γαυγίζει
Επαρεδάβες α, Μάρουλα
(1929)
Ερμηνεία: Το παραπέρασες, Μαρούλα
Εκεί που πατεί χορτάρει 'κε φυτρώνει
(1929)
Κε = δεν
Ο μαθεμένος αμάθετος κ' ίνεται
(1931)
Ο μαθημένος δε γίνεται αμάθητος
Ο Μάης όποτε 'κ' έχει Πέφτη
(1931)
Ποτέ
Ο πεινασμένος φούρνοι θωρεί 'ς σον ύπνο του κι ο διψασμένος βρύσες
(1929)
Ερμηνεία: Επί του διαρκώς εχόντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί
Η κόρ' έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα 'ντρέπεται
(1929)
Η κόρη συνήθισε ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται
Η Πόλ' επαίρκουτουν και η γραία ξεροχτενίουτουν
(1929)
Η Πόλη εκυριεύετο κ' η γραία ξεροχτενίζετο
Η νύφε 'μουν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται
(1929)
Η νύφη μας έμαθε ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται
Ίσαμε να πετάξη το πουλλί από κλαδί σε κλαδί το μωρό πεινα
(1929)
Ερμηνεία: Επί της συχνής απαιτήσεως τροφής υπό του βρέφους
Η όρνιθα εποίκε κώλο κι αναγέλασε τον κόσμο όλο
(1929)
Ερμηνεία: Επί μωρού καταγελώντος άλλους δι' απόκτημα δήθεν πολύτιμον
Καλά που είχαμε τον τσύλλο και βόθιανε τον λύκο
(1929)
Ερμηνεία: Επί του παρουσιαζομένου ως συνηγόρου του επιπλητομένου
Εφτά σάβανα έγρασεν
(1929)
Εφτά σάβανα πάλιωσε
Η Πόλ' πέρκεται
(1929)
Η Πόλη παίρνεται
Καθείς τον Παύλον ατ' κλαίει
(1929)
Ο κύρη μ' κλαίει τον γάϊδαρον κ' η μάννα μ' τα κοκκία
(1931)
Ο πατέρας μου κλαίει το γάϊδαρο κ' η μάννα μου το σιτάρι
Οσήμερον κ' έκλεψα και πουρνά να φοούμαι
(1918)
ΠΜ 83: Φογούμαι
Χοντρόν βούκαν φα και χοντρόν λόγον μη λες
(1931)
Μεγάλη μπουκιά φάε και μεγάλο λόγο μη λες
Κανείνος κερίν ους να εμέρωσεν κ' επίασεν
(1918)
Κανενός κερί ώσπου να ξημερώση δεν έμεινε αναμμένο
Ο λόγος φέρ το λόγον
(1918)
ΠΜ 82: το λ. ανοί, Τραπεζούντα ΑΠ. 281: ανοίει
Τα λόγια 'ς σον άθρωπο και το ξύλο 'ς σο γαϊδούρι
(1931)
Ο άνθρωπος πρέπει να πείθεται δια λόγων και ουχί δια δαρμών προσφόρων δια τα άλογα ζώα
Τα ξένα ξύλα 'κε άφτουνε κι αν άψουν ζέστα 'κε δίουν
(1931)
Τα ξένα ξύλα, δεν ανάβουν κι αν ανάψουν δε δίνουν ζέστη
Ο Κλέφτες πάντα μέφτες γίνεται
(1931)
Ο κλέφτης γίνεται πάντοτε μέφτης, ήτοι μέμφεται τους άλλους, διότι τους υποψιάζεται
Σ σ' όνειρον ατ' πα 'κ' είδεν άτο
(1931)
Και 'ς τ' όνειρό του δεν το είδε
Αν να πάγω κ' επορώ και κα να πάγω φούρκα
(1929)
Απάνω να πάγω δεν μπορώ, κάτψ να πάγω φούρκα
Με ξένα φτερά πετά
(1929)
Ερμηνεία: Επί του προκόποντος δια της υποστηρίξεως άλλου
Ποπά όνεμαν και διάκ' φαείν
(1931)
Διάκ' φαείν = διάκου φαγεί
Η κουλία με το 'κ' εχ' κέρατα πασκείντο εν' κατσίκα;
(1929)
Πως δεν έχει κέρατα η κουλία μήπως πάντοτε είναι κατσίκα;
Κλέφτης κι απανύτερος
(1929)
Ανώτερος όλων
Το μωρόν αν κι κλαίη, τζιτζίν κι δίγ'ν άτο
(1931)
Αν δεν κλάψη το μωρό, βυζί δεν του δίνουν
Θαγατερίτσα μ', λέγω σε, εσύ, νυφίτσα μ', άκ' σον
(1929)
Θυγατέρα μου, εσένα το λέγω, εσύ, νυφίτσα μου, άκουσε
Χολέσκεται η νύφε; τρώει τα ξυλέας, χολέσκεται η πεθερά; ξαν η νύφη τρώει τα ξυλέας
(1929)
Θυμώνει η νύφη; Τρώγει τοις ξυλιές. Θυμώνει η πεθερά; Πάλιν η νύφη τρώγει τοις ξυλιές
Κρίμαν 'ς σ' αμέκια μ' τα πολλά, 'ς σ' αργατικά μ' τα πλέα
(1929)
Κρίμα 'ς τους κόπους μου τους πολλούς, 'ς τα μεροδούλια μου τα πιοπολλά. Χαλδ. Επί ελπίδος διαψευσθείσης
Εκάε το κερί, εκόπε η συντεκνία
(1929)
Ερμηνεία: Επί φιλίας διαλυθείσης ένεκα της μη υπάρξεως κοινού συμφέροντος
Έδεσεν το νερόν 'ς αυλάκ'
(1929)
Έδεσε το νερό 'ς τ' αυλάκι
Εποίκεν την κοσσάραν “ξἰ !” κ' επέρεν-άτεν ας στην καρδίαν
(1929)
Έκανε η κόττα ''ξι!'' και πιάστηκε η καρδιά της
Φέρ'ς σ' ομμάτα
(1931)
Φέρνει 'ς τα μάτια, ήτοι του μένει 'ς το μάτι
Τα βρίσκω μπαστούνια
(1950)
Εις ένα είδος χαρτοπαιγνίου τα λεγόμενα μπαστούνια έχουν αριθμητικήν αξίαν κατωτέραν των άλλων χαρτιών και ο κατά τύχην αναλαμβάνων εις ωρισμένην περίπτωσιν αυτού δύο τοιάυτα χάνει. Εντεύθεν η φράσις τα βρίσκω μπαστούνια ...
Γίνεται κουρκούτι το μυαλό
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τον παίρνω ΄ς το μεζέ
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Του σκάβει τον λάκκο
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η εγκλεσία όσον θέλτς τρανόν ας εν; ο ποπάς ντ΄ εξέρ΄ δαβάζ΄
(1929)
Ας είναι η εκκλησία όσο θέλεις μεγάλη, ο παπάς διαβάζει εκείνα που ξέρει. Η αλλαγή του περιβάλλοντος δεν μεταβάλλει παλαιάς συνηθείας
Καλεμέντσα κοσσάρα 'ς σην αυλή μ' κι αν 'κί ωβάζ' πα μ' ωβάζ'
(1929)
Όμορφη η κόττα 'ς την αυλή μου κιαν δεν κάνει αβγά ας μην κάνη
Κενάζομε το ψύλλον και καίομε το χαλίν
(1929)
Ερμηνεία: Επί ζημίας σοβαράς προκαλουμένης εκ γελοίας αιτίας
Όλ' π' άφτ'νε 'κι μαερεύ'νε
(1931)
Όλοι που ανάβουν φωτιά δε μαγειρεύουν
Ποιος βάλλ' το χέρ΄ν ατ' 'ς σο μέλ' και 'κι λείχ' τα δάχτυλα 'τ'
(1931)
Ποιος βάζει το χέρι του ΄ς το μέλι και δε γλείφει το δάχτυλά του;
Σαν που με τιμούν τα ρούχα, η μάννα μου 'κε τιμά με
(1931)
Σαν που με τιμούν τα ρούχα, η μάννα μου δε με τιμά
Τ' ομμάτ'ν άτ' ας σην κοιλίαν ατ' τρανόν έν'
(1931)
Το μάτι του είναι μεγαλύτερο από την κοιλιά του
Ούς να κρύφκεται η κοτύλα σ'
(1931)
Ώσπου να κρυφτή ο σβέρκος σου
Ο πεντικόν ετζίλτεψε 'ς σή θάλασσαν κ' εποίκεν μερτικό
(1931)
Παραλλαγή
Ούμπαν πας η οκά τετρακόσα τράμα έν΄
(1931)
Όπου πας η οκά τετρακόσια δράμια είναι
Ο μουναχός μουδέ 'ς τον παράδεισο
(1931)
Παανταχού αναγκαία η συντροφιά
Ο καλός ο μύλος ό,τι εύρη αλέθει
(1931)
Ερμηνεία: Επί υγιούς στομάχου
Έρθεν ο Χάρον' ς σην πόρταν κι όλ' τη νύφεν ετέρεσαν
(1929)
Ήρθε ο Χάρος 'ς την πόρτα κι όλοι τη νύφη κοίταξαν
Σ σα χείλα 'του εν πρόβατον κι ας σην καρδίαν λύκος
(1929)
Σ τα χείλη του είναι πρόβατο και 'ς την καρδιά λύκος
Ετόν και παντέμορφος, έρθεν κι όνταν έβρεχεν
(1929)
Ήτο και πανώρια, ήρθε κι όταν έβρεχε. Επί συμβάντος δυσαρέστου γενομένου εν ακαταλλήλω ώρα
Να, λύκο, φα την Σουμαδίαν
(1931)
Να λύκε, φάγε την Σουμαδίαν
Εμουρτάτσεν τη μεσοδίαν
(1929)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όπου κι αν εν' λαγγεύ'
(1931)
Όπου να 'ναι πηδά
Ο πεντικόν εκατούρεσεν 'ς σή θάλασσαν κ' εποίκεν μερτικόν
(1918)
Π.Μ. 75: Έκλασεν η κάτα. Κατούρησε ο ποντικός 'ς τη θάλασσα κ' εκανε μερτικό
Στείλε τον τρελλό και πέανε αποπίσω του
(1931)
Πέανε = πήγαινε
Το κρέας δίχως στούδι 'κ' ίνεται
(1931)
Το κρέας δε γίνεται χωρίς κόκκαλο
Της νύχτας η δουλεία της ημέρας τάναγέλασμα
(1931)
Ερμηνεία: Επί ελαττώματος έργου γενομένου εν καιρώ νυκτός
Το θα λες άτο κουτ μουτ, πε άτο αρμούτ
(1931)
Εκεί που θα το πης κουτ μουτ, πες το αρμούτ
Βρήκε το δάσκαλό του
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο νους του 'ς το ψητό
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δανεικά κι αγύριστα
(1929)
Επί δανείου μη επιστρεφομένου
Όποιος έχει πολύ βούτυρο βάζει και 'ς τα λάχανα
(1931)
Παραλλαγή: Πολλά βούτορον π' έχ' βάλλ' και 'ς σα κιντέατα ('ς τοις τζουκνίδες)
Η κορώνα 'κι φτάει πάντα το μαύρον το χαβγιάριν
(1929)
Ο κόρακας δεν φτειάνει πάντοτε το μαύρο χαβγιάρι
Ζαντού ψωμίν 'ς ση φρόνιμου κοιλίαν
(1929)
Τρελλού ψωμί 'ς του γνωστικού την κοιλιά. Την περιουσίαν του τρελλού καρπούται ο γνωστικός
Και τη μυρμήκαν καταγλαθάζει
(1929)
Και το μυρμήγκι καταγλαθάζει = εξετάζει λεπτομερώς τα διάφορα μέρη του σώματος μέχρι και των σπλάγχνων
Απέσ' 'ς ση θάλασσαν πα αν κάθεσαι, όσον το συγκείται σε νερόν
(1929)
Και μέσα 'ς θάλασσα αν κάθεσαι, όσο σου χρειάζεται νερό ξόδευε
Για λάμψον για θα λάμπω (ή λάμψε ή θα λάμψω)
(1929)
Ερμηνεία: Επί κόρης εξαισίου κάλλους, ήτις παριστάνεται ως αμιλλωμένη προς τον ήλιον
Λύσον και κουβαρία
(1929)
Ξετύλιξε και κουβάριαζε
Μαύρος κι άχαρος
(1929)
Ερμηνεία: Επί του ζώντος εν αθλιότητι
Ο παλαλόν κωδών' 'κ' έχ'
(1931)
Ο παλαβός δεν έχει κουδούνι
Ο λύκον ας σα μετρεμένα πα τρώει
(1931)
Ο λύκος τρώγει κι από τα μετρημένα
Ολίγον και τζουμουρόπον
(1931)
Προτιμότερον το ολίγον και καλόν από το πολύ και ευτελές
Ο,τ΄ς κι αν ΄κι τερή όνταν κάθεται, θαμάζει όταν εσ΄κούται
(1931)
Ερμηνεία: Όποιος δεν κοιτάζει όταν κάθεται, θαυμάζει όταν σηκώνεται
Ποίσον καλόν και σύρον ατο 'ς σο γιαλόν
(1931)
Ερμηνεία: Ο ευεργετών δεν πρέπει να σκεφθή αν ο ευεργετούμενος είναι άξιος ευεργεσίας
Πη καίεται 'ς σο γάλαν φυσά και το ξύγαλαν
(1931)
Ερμηνεία: Ο άπαξ παθών φοβείται και όθεν ουδείς υπάρχει φόβος
Τα βουμπάκια 'τ' αρέα είν'
(1931)
Τα μπαμπάκια του είναι αριά
Σ σ' όλα 'ς σα μαύρα 'ς σα νερά
(1931)
Ερμηνεία: Επί του βαρέως μοχθούντος
Όλος κι όλος
(1950)
Χαριτολόγος καταφατική απάντησις εις την ερώτησιν εσύ είσαι; αυτός είναι; Το όλος σημαίνει ολόκληρος, η δε επανάληψις επιτείνει την έννοιαν. Το όλον νόημα ενέχει και απόχωσιν λεπτής ειρωνίας, ότι δηλαδή δεν είναι ο μισός, ...
Πήρε τα μούτρα του κ' ήρθε
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κοντά 'ς το νου κ' η γνώσι
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Με τα κοσσάρας κείται κα
(1929)
Με τις κόττες πλαγιάζει
Όσα οτσάκια καπνίζουν μη θαρρής πως έχουν φαγείν απάν'
(1931)
Όσα τζάκια καπνίζουν μη νομίζης πως έχουν απάνω φαγεί
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος
(1931)
Ερμηνεία: Επί της ασταθείας του καιρού κατά Μάρτιον
Σιδερένα χέρα θα δουλεύ' νε και μαλαματένα θα κρατούνε
(1931)
Σιδερένια χέρια θα δουλεύουν και μαλαματένια θα βαστάνε. Σάντ. Δεν αρκεί η εργατικότης, αλλά χρειάζεται και η οικονομία
Πασκείντο κ' εχ' να ομάζ!
(1931)
Ερμηνεία: Μήπως δεν έχει να μοιάζη!
Το κορίτσιν, ντ' απραγιών' 'ς ση πεθερού στείλλουν ατό 'ς ση κυρού
(1931)
Το κορίτσι, που φαίνεται νωθρό 'ς του πεθερού, το στέλνουν 'ς του πατέρα του
Τη μωρού το χατίρ' π' ετέρεσεν τ' εκεινού επελέστεν
(1931)
Όποιος κοίταξε, ήτοι έκανε, το χατίρι του μωρού, δεν έκανε το δικό του
Το καλόν θέλ' κι αντίκαλον
(1931)
Πρέπει ν' ανταποδίδεται η ευεργεσία
Το κρίμαν 'ς ση γούλα μ'!
(1931)
Το κρίμα 'ς το λαιμό μου!