Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 1885
Τ' Αβραάμ τ' αγαθά
(1931)
Επί πλησμονής αγαθών
Εγάπ' 'ς σο κουσκούρ' κρατεί
(1929)
Η αγάπη 'ς την κοπριά κρατειέται
Ηύρεν ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ
(1929)
Επί του επιτυχόντος φίλον όμοιον εαυτώ
Της Αγίας Κερεκής τ' άψιμον
(1931)
Η φωτιά
Τον άγιον τηνάν έχω την δύναμιν ατ' εξέρω
(1929)
Τον άγιο που έχω ξέρω τη δύναμή του
Ακόμαν κ' επέθανα κ' έψαν τα κερία μ'
(1929)
Ερμηνεία : Ακόμη δεν πέθανα κι άναψαν τα κεριά μου
Αΐκον άγιον αΐκον κερίν πρέπ' άτον
(1929)
Τέτοιου αγίου τέτοιο κερί του πρέπει
Τον αγά άντσετζο, το σκαμνί έτοιμο ποίσο
(1931)
Ανάφερε τον αγά, ετοίμασε το σκαμνί του (Οφ. Ιδέ 1611)
Καλώς τον άγιον του Θεού τον παξιμαδοκλέφταν!
(1929)
Ειρωνική και χαριτολόγος προσφώνησις προς γνωστόν
Κρίμαν 'ς σο πρώτον την φιλιάν, 'ς σο πρώτον την αγάπην
(1929)
Επί προσώπου μη φερομένου προς ημάς αναλόγως της ανέκαθεν υπαρχούσης μεταξύ μας φιλίας.
Αρκού μαλλίν μετάξ' κι γίνεται
(1929)
Επί ανθρώπου παρά του οποίου κανέν αγαθόν δεν δύναται να προέλθη
Αγίας Κερεκής άψιμον
(1929)
Της Αγίας Κυριακής η φωτιά. Χαλδ. Επί ατάκτου και κακοτρόπου παιδιού. Εις την παροιμίαν υπόκειται άγνωστος μύθος περί της Αγίας Κυριακής
Πολλά αγαπώ σε, άμα ας σην κεσέ μ' και πλέον ΄κι αγαπώ σε
(1931)
Πολύ σε αγαπώ, μα πιο πολύ από το βαλάντιό μου δε σε αγαπώ. Σαντ. Υπεράνω πάντων το συμφέρον
Α βάλλω το χόρι σ' 'ς σο μελοκούτ'
(1928)
Θα βάλω το χέρι σου 'ς το δοχείο του μελιού
Τα μετρώ, τα ξέρω 'ς τα δάχτυλα
(1950)
επί πράγματος γνωστοτάτου εις τινα ή προς ο ούτος είναι επιδεξιώτατος (1) Νικολάου Πολίτου, Παροιμ. 4,312...
Του άλλαξα τον αδόξαστο κτλ.
(1950)
Ερμηνεία: Διά να δλώσωμεν ότι εδείραμεν τινά ανηλέως λέγομεν του άλλαξα την πίστι, το σταυρό, το Χριστό, την Παναγία, όπου σταυρός, Παναγία, Χριστός είναι ταυτόσημα προς την πίστι. Αι φράσεις νοούνται μεταφορικώς εκ του βιαίου διά πολλών μαρτυρίων εξαναγκασμού των Χριστιανών προς εξωμοσίαν. Αλλά λέγεται και του άλλαξα τον αδόξαστο 'ς το ξύλο ή τον αντίθετο. Ταύτα φαίνονται περίεργα, διότι ο αδόξαστος και ο αντίθετος=διάβολος δεν εποτελούν θρησκείαν, την οποίαν ν' αναγκασθή τις δια ξυλοδαρμών ν' αλλάξη. Έχουν λοιπόν ανάγκην άλλης ερμηνείας. Είναι γνωστόν ότι ένας από τους παράγοντες της γλωσσικής δημιουργίας είναι και η ειρωνεία, ταύτης δε ο τελεταίος εξελικτικός βαθμός είναι η λεγόμενη αντίφρασις, καθ' ην μία έννοια εκφράζεται διά της όλως αντιθέτου έννοιας. Λέγομεν π.χ. Αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρω από την καλή ενν. Μεριά και εννοούμεν το όλως αντίθετον, δηλαδή όχι τας αρετάς του, αλλά την φαυλότητα του. Είναι γνωστόν επίσης ότι οι χυδαίοι εις τας βλασφήμους ύβρεις των αποφεύγοντες τα ιερά ονόματα μεταχειρίζονται επί το ευφημότερον το αντίθεος, οιόν τον αντίθεό σου. Λοιπόν κατά ένα είδος αντιφράσεως ευφημητικώς ελέχθη και του άλλαξα τον αντίθεο και κατά τούτο του άλλαξα τον αδόξαστο...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Άκουσον και ύστερον κρίνον
(1928)
Προς τον εκφέροντα γνώμην προτού ακούση τους λόγους του άλλου
Αν 'κε πάθης, 'κε γνωστεύεις
(1929)
Ερμηνεία: Αν δεν πάθης, δε βάζεις γνώση
Κρίμα, φόνος!
(1929)
Ερμηνεία: Επί δυστυχήματος
Μέλ' και γάλαν
(1929)
Ερμηνεία: Επί των αγαπωμένων
Ετζέρτσεν το σάβανον
(1929)
Το ξέσκισε το σάβανο
Κύριε, νεστεύω σε! Κ' έεις και νεστεύ'ς με
(1929)
Κύριε, σου νηστεύω! = Δεν έχεις και μου νηστεύεις
Ανέργιον κοσκίν, που κρεμάνω σε;
(1929)
Ερμηνεία: Επί του περιποιουμένου νέον πρόσωπον ή πράγμα, δια το οποίον αργότερον θ' αδιαφορήση
Η καλατζή χωρία εχάλασεν κ' εγώ κ' η πεθερά μ' άλλ' έναν κι άλλο
(1929)
Καλατζή = λόγος
Δεν τον αφίνουν σε χλωρό κλαρί
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τον Μάρτ' ς σην έμπαν ατ' κι τερούν άτον, 'ς σην έβγαν ατ' τερούν άτον
(1931)
Ερμηνεία: Το Μάρτη δεν τον κοιτάζουν όταν μπη όταν βγη τον κοιτάζουν
Απ' έναν ξύλον σταυρόν πα γίνεται κ' ιφτάρ' πα γίνεται
(1929)
Από ένα ξύλο και σταυρός γίνεται και φτυάρι γίνεται
Έπρεπεν την κάταν κάγια και τον πεντικόν τουράδιν
(1929)
Έπρεπε της γάτας κάγια και του ποντικού ουρά
Ερρούξεν το σπαρτζίν κ' ετζάκωθεν τα μέσα 'τ'ς
(1929)
Σπαρτσί = σχοινί;
Το 'να μου το χέρι ΄ς σο μέλι και τ΄ άλλο ΄ς σο βούτυρο
(1931)
Ερμηνεία: Επί ευμαρείας και χλιδής
Τον θάνατο μ' ενούνιζα κι ατό κ' ενούνιζα
(1931)
Το θάνατό μου συλλογιζόμουνα κι αυτό δε συλλογιζόμουνα
Απάν' ατ' μυίαν 'κι κοντουρεύ'
(1929)
Δεν αφήνει μυίγα να καθήση απάνω του
Άρ' πα έχ', ναμούσι' πα έχ'
(1929)
Ναμούσι = Υπόληψη
Μέγαν βούκαν φα και μέγαν λόγον μη λες
(1918)
ΠΜ 81: βουκού, Τραπεζούντα ΑΠ. 421: τρανόν
Το κλαμένο το πουλλί τρώει το γελασούμενο
(1931)
Ερμηνεία: Επί του μεμψιμοιρούντος περισσότερον του δυστυχεστέρου
Το κατζίν ατ' τσαρούχ' στέκ'
(1931)
Το πρόσωπο του τσαρούχι στέκει, ήτοι είναι
Το μανίκ μακρύν εν
(1918)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ελάδ' αν εν' ανοίεται, νερόν αν εν' τζουρούται
(1929)
Αν είναι λάδι ανοίγει, αν είναι νερό στερεύει|Επί φήμης αμφιβόλου
Του κάνω πλάτη
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κάμε, Δόξα – Αδράχτιν 'κ' έχω. Κάμε, Δόξα Σποντύλιν 'κ' έχω
(1929)
Ερμηνεία: Επί του αέργου ή ημελούς διαρκώς προσιζομένου
Άμον ελάδιν πάντα απαγκέσ' στέκει
(1929)
Σαν λάδι πάντοτε απάν' απάνω στέκεται
Αδά που (ή πη) κάμ' τρώει
(1929)
Εδώ όποιος δουλεύει τρώγει
Εσύ πες, κυρά μου, εγώ 'κε πλήτσω
(1929)
Δεν στενοχωρούμαι
Κακόν σκυλλίν 'κι ψοφά
(1929)
Ερμηνεία: Κακό σκυλλί δεν ψοφά
Με το μήλο μήλο κρεμίζει
(1929)
Ερμηνεία: Επί του επιτηδείου γκρεμίζει
Α θήκωμε κουτούνα 'ς ση γούλα
(1929)
Θα θέσωμε βούλλωμα 'ς το λαιμό. Κουτούνα = η κεφαλή του αραβοσίτου μετά την αφαίρεσιν του καρπού. Ειρωνικώς επί περιστάσεως, καθ' ήν τελειώνουν αι τροφαί ή παρουσιάζεται δυσχέρεια οικονομική δυσυπέρβλητος
Το κοινόν τ' άλογον μέσα κ' έχ'
(1931)
Δεν έχει μέση
Επέθανέν – ι το μωρόν, 'κόπεν η συντεκνία
(1929)
Πέθανε το μωρό, κόπηκε η κουμπαριά
Επέθανες και ντ΄ έποικες; Τηγ γην χαράν εποίκες
(1929)
Πέθανες και τι έκανες; έκανες τη γη να χαρή. Προς τον παθόντα εξ ιδίας απρονοησίας
Όποιος πονεί πολλά γίνεται τη πονεμάτ'
(1931)
Άξιος πόνου
Όποιος γίνεται πρόγατον τρώει άτον ο λύκον
(1931)
Όποιος γίνη πρόβατο τον τρώγει ο λύκος
Ό,τι πέτρα κυλίσης απουκά ευρίτσεις τον
(1931)
Σημείωση: Αποκάτω τον βρίσκεις
Ο σιγερός ο ποταμός τα βάθη κατεβάει
(1931)
Κατεβάζει
Επέμεινε πουλλίν 'ς σο κλαδίν
(1929)
Απόμεινε πουλλί 'ς το κλαδί
Όπου πόρτα κ' εσύ μαντάλι
(1931)
Ινεπ. Επί του πολυπράγμονος
Εσεν, μουλάρ', πουλώ σε, ας κλαίη που θ' αγοράη σε
(1929)
Εσενα, μουλάρι, σε πουλώ, ας κλάψη που θα σε αγοράση
Όπ' εβγαίν' τσαι πορπατεί για κάτ' ευρίσ' τσαί τρώει για κάτ' ευρίσ' τσαι τρώει άτονα
(1931)
Όποιος βγη έξω και περπατήση ή κάτι βρίσκει και τρώγει ή κάτι βρίσκει και τον τρώγει
Οπέρυσ' εκάεν κι οφέτος εμύριξεν
(1931)
Πέρυσι κάηκε και φέτο μύρισε
Ολίγον φα κ' είναν παραγιόν πίασον
(1931)
Ερμηνεία: Φάγε λίγο και πάρε παραγιό, ήτοι υπηρέτη
Ο σκύλλον ας σο πολλά το ύλαγμαν εγέρασεν
(1931)
Ο σκύλλος γέρασε από το πολύ γαύγισμα
Ήντσαν έχ' πολλά βούτερον βάλλ' και 'ς σα λάχανα
(1929)
Όποιος έχει πολύ βούτυρο βάζει και 'ς τα λάχανα
Ήντσαν γίνεται πρόβατον τρώει άτον ο λύκον
(1929)
Όποιος γίνεται πρόβατον τον τρώγει ο λύκος
Με τα παράδας ας σον ουρανόν άστρα πα κατηβαίν'νε
(1929)
Ερμηνεία: Με τους παράδες και άστρα κατεβαίνουν από τον ουρανό
Ήνταν μαθάντς εκείνο πα κρατείς
(1929)
Ό,τι μαθαίνεις εκείνο και βαστάς
Παιδί παίδεμα
(1929)
Ερμηνεία: Επί τέκνου οχληρού εις τους γονείς
Το πολύξερον το πολλίν ας σα ποδάρα πιάσκεται
(1931)
Το πολύ έξυπνο πολλί από τα πόδια πιάνεται
Τ' ανθρωπόπουλλα πριν πεινασείν 'μαγερεύουν
(1931)
Τα παιδιά των ανθρώπων προτου πεινασουν μαγειρεύουν
Ευτάει δουλείας, ο σκύλλον να τρώη άτα κι χορτάζ'
(1929)
Κάνει δουλειές που ο σκύλλος να τοις φάγη δε χορταίνει
Τα περηφανεμένα τα χωράφα βασιλεύουν
(1931)
Τα περιφρονημένα χωράφια ευδοκιμούν
Σ σ' οσπίτ' ν αρ' πεντικός 'κι αλευρούται
(1931)
Σ το σπίτι του ποντικός δεν αλευρώνεται
Είναι πρώτης
(1950)
Η φράσις κατ' έλλειψιν της γενικής “ποιότητος” είναι της λογίας χρήσεως γενομένη ήδη κοινή και λεγομένη δια παν πράγμα εκλεκτής ποιότητος, οίον κρασί πρώτης, λάδι πρώτης
Φυσά και πορπατεί
(1918)
Ερμηνεία: Επί του κομψευομένου, ο οποίος πορευόμενος οιονεί φυσά διά να απομακρύνη τον κονιορτον από τα ενδύματά του
Μωρόν έφαγεν έναν ψωμίν, μωρός έτον π' εφάισεν ατό 'κει
(1929)
Μωρό παιδί έφαγε ένα ψωμί, μωρός ήτο εκείνος που του το έδωσε να το φάγη
Θίγως τη πετιενού πα μερών
(1929)
Ερμηνεία: Και δίχως τον πετεινό ξημερώνει
Πέντε παιδιών μάννα του φέρονος η καλομάννα
(1929)
Του ζητιάνου η γιαγιά
Αΐκον κουτίν αΐκον γούλαν πρέπ' άτο
(1929)
Τέτοιου κουτιού τέτοιος λαιμός του πρέπει
Αλοτίζ' σκυλλία
(1929)
Δίνει αλάτσι σε κυλλιά
Τα περασμένα συχωρεμένα
(1929)
Ερμηνεία: Επί λήθης των παρελθόντων
Ο σκύλλον ντο μαθάν' κι απομαθάν'
(1931)
Ό,τι μαθαίνει ο σκύλλος δεν το ξεχνα
Έναν Παρασκευήν εξούκ' εν'
(1929)
Ερμηνεία: Μια Παρασκευή λειψός είναι
Τα παννία 'ς σην Τάμζαραν κι απαδά πιθαμάζ'νε
(1931)
Τα παννιά 'ς την Τ. Κι απεδώ μετρούν με την πιθαμή. Τάμζαρα, πολίχνη παρά την Νεοκαισάρειαν εξάγουσα παν. νικά//Επί των συζητουντων περί εκτελέσεως έργου, ενώ τα μέσα ευρίσκονται αλλαχού
Χωρίς να σείση η τζούνα το 'ράδι της ο τσύλλος κουντά της κε πάει
(1931)
Χωρίς να κινήση η σκύλλα την ουρά της ο σκύλλος κοντά της δεν πηγαίνει
Το πουλλίν το καλόν ας τ' ωβόν κιάν κελαηδεί
(1931)
Το καλό πουλλί μέσ' από τ' αβγό κελαηδεί
Τσύλλου φωνή 'ς σον ουρανό 'κε σώνει
(1931)
Σκύλλου φωνή 'ς τον ουρανό δε φτάνει
Το πολύ το Κύριε ελέησον τον παπά βαρύνειν τον
(1931)
Ίνεπ. Επί οχληράς βαττολογίας
Το σίδερον ζεστον κοπανίεται
(1931)
Κοπανίζεται
Σε δύο ποτάμια μέσα επόμεινε
(1931)
Ινεπ. Επί του ευρισκομένου μεταξύ δύο κακών
Ταρατρίνκαλτα τα ραχία!
(1931)
Βρόντησαν τα βουνα!
Τα παιδία παίδεψιν είν'
(1931)
Τα παιδιά είναι παιδεμός
Σιλτουρ', 'ς σα ξύλα, 'ς σο νερόν, Σιλτουρ', 'ς ση χαμαιλέτεν
(1931)
Κουρελή, 'ς τα ξύλα, 'ς το νερό, κουρελή, 'ς το μήλο
Σ έναν παράν απάν' κρούει δέκα τακλάδας
(1931)
Ερμηνεία: Για ένα παρά κάνει δέκα τουμπες
Πρώτα ώβγασον κ' επεκεί κακάντσον
(1931)
Πρώτα γέννησε αβγό και κατόπιν κακάρισε
Σ σο ράμμαν, 'ς σο βελόν' μεχτάτσ' ς
(1931)
Κατήντησε να έχη αναγκη από μια οτρά, από μια βελόνα
Τα σπαθιά στέν' λαο δαβαίν'
(1931)
Τα σπαθιά στήνει και περνα
Πριν πεινας να μαερεύ'ς
(1931)
Προτου πεινασης να μαγειρέψης
Σκυλλί μασίδας έχ'
(1931)
Σκυλλιού σουσσούμια έχει
Σ σο κόκκινον την Πέφτην
(1931)
Σ τη κόκκινη Πέφτη
Σκύλλ' υιός
(1931)
Σκύλλου γιος!
Ο σκύλλον αν αλλάζ' το μαλλίν ατ' αλλάζ' το ταπιέτ'ν ατ' κι αλλάζ'
(1931)
Ο σκύλλος κι αν αλλάζη, το μαλλί του αλλάζει, τη γνώμη του δεν αλλάζει