Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 118
Το αστρί του πουνέντε ρώτα που πρέπει να βάλης ρότα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Το αστρί του πουνέντε ρώτα ή την αγάπη που 'χα πρώτα
(1957)
Άστρο του Πουνέντε αυτό θα σε οδηγήση
Κουβέντες του κληδόνου!
(1957)
Είναι καλά, αγκουράδος!
(1957)
Καλά αποκαταστημένος, τα βολεύει καλά
Όσο σκάφτεις, τόσο βρίσκεις
(1957)
Δώδεκα Ζερνάτες, δεκατρείς σπιούνοι
(1957)
Από τα Ζερνάτικα Παξών
Σ' έχει ο κόσμος θέατρο!
(1957)
Εβγήκε λάδι, εβγήκε λαμπάντε
(1957)
Λαμπάντε = κατακάθαρο
Είναι Καπαντριόλαινα!
(1957)
Είναι γυναίκα εγωΐστρια, του καβγά
Δέκα μέτρα, μια κόβε
(1957)
Πάω αυτού πο κείθε
(1957)
Κείθε = εκεί
Μάρτη κάφτη, παλουκοκάφτη
(1957)
Όθεν κατρεγάρης, καλόγερος
(1957)
Άδειος και κουνιάμενος
(1957)
Εγύρισε
Καλός κι απόκοτος!
(1957)
Δηλαδή, χωρίς να με ρωτήσης ήρτες ή έκαμες κάτι
Έρχονται τα πρόβατα και πίσω είν' ο τσομπάνης
(1957)
Στην φουρτουνα που εκδηλώνεται με φουσκωτά κύματα κι ύστερα βάνει τη δυνατή φουρτουνα ή το επόμενο 3ο ή 4ο κύμα είναι το μεγαλύτερο...
Πολλές φορές πα' η κανάτα στο πηγάδι, αλλά θα φάη τα μούτρα της
(1957)
Κανάτα = πήλινη ή ξέστα
Τα κλωνιά σωθήκανε τα μούτρα κατεβήκανε!
(1957)
Όταν σωθούν, τελειώσουν οι ελιές
Α βγάλης πέρκα ψάρεψε, α βγάλης πετρολίθαρο δώστου τον ανήφορο
(1957)
Ψάρεψε = συνέχισε, δώστου τον ανήφορο = φύγε, έχεις αναψαριά
Νικολίτσι, Βαρβαρίτσι, Σάββα τ΄ήθελες στη μέση;
(1957)
Οι μικροί τι γυρεύουν ανάμεσα στους μεγάλους
Τι γυρίζει όξω ξεβράκωτο και ξεντούρλωτο!
(1957)
Με την κωλάρα σου να κρέμεται
Το κέντημα είναι γλέντημα η ρόκκα είναι σιργιάνι κι ο καημένος αργαλειός είναι σκλάβα μεγάλη
(1957)
Η ρόκκα είναι σιργιάνι = περπατάει η γυναίκα, κι ο καημένος αργαλειός = στους Παξούς λένε τ΄ αργαλειό
Όσο σκύφτεις, τόσο μπαίνει
(1957)
Όταν είναι κανείς αμπάσας (μαλακός) κι' όλο υποχωρεί, του λένε την παροιμία
Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα
(1957)
Τρούβειο = τον καιρό που τα Ντρουβειά (=ελαιοτριβεία) δουλεύανε μέ μονολίθαρο πού τά τραβούσαν οι γυναίκες καί κουραζόντανε
Των καλωναύτων οι γυναίκες το Μαγιάπριλο χηρεύουν
(1957)
Έρχονται απότομα οι αγέρηδες κι οι ναύτες δε φυλάονται
Δώδέκα Αποστόλοι ήτανε κι ο καθένας έκλαιε τον πόνο τυ
(1957)
Επειδή βρέχει κι εστενοχωριόντανε για τις ελιές κι εγώ τους έλεγα για τις σταφίδες της Κεφαλονιάς
Δευτέρα – Τρίτη μία Τετράδη – Πέφτη δύο Παρασκευή – Σάββατο τρεις.
(1957)
Για βιαστικούς ή εκμεταλλευτικούς λογαριασμούς
Του Παντοκρατόρου ψάρια και σκορδαλιά
(1957)
Παντοκρατόρου = 6 Αυγούστου που γιορτάζει στην Κέρκυρα ο Παντοκράτορας
Ο βασιλεύς διέταξε να βασιλέψη η πουλια και όλα τα στρατεύματα να πιάσουνε την Κούλια
(1957)
Ο βασιλεύς ή η Κατερίνα
Άδης, αδήλιας και βρωμάει τυρίλας
(1957)
Για δές μωρέ Θωμά, (πρόκειται για κάποιον θεόκουτο) φέγγει όξω; Αυτός άνοιξε τ' αρμάρι του φαγητού, του μύρισε το τυρί και λέει (την ανωτέρω)
Τι καλά μας έφερες; Κεραμίδια κι έναν παπά
(1957)
Σχετικό ανέκδοτο βλ. σελ. 11 του ιδίου χειρ/φου
Άλφα κάπα αντιδαύλι, δικά σου και δικά σου
(1957)
Σχετικό ανέκδοτο, βλ. στην ίδια σελίδα του ίδιου χειρογράφου
Πρώτο Σιρόκο αρμένιζε και δεύτερο μαΐστρο
(1957)
Ο ένας δυναμώνει και ο δεύτερος εξασθενίζει όσο πάει
Έκλασ' η νύφη, εσκόλασε το πανηγύρι!
(1957)
Μόλις έρθη το Ρουσάλι στο ξεκέντι (στο τέλος) πάμε, γιέ μου, να φύγωμε!
Ό,τι θα κάμεις το βραδύ ναν το φυλάξεις το πρωΐ
(1957)
Όταν είσαι στεναχωριμένος και παίρνεις μίαν απόφασι, στάσου λίγο περίμενε ίσια μ' αύριο να σου περάση
Ένας μοναχός καί στό φαΐ κακός
(1957)
Ένα, πάντα δυσάρεστο
Τίς ελιές τί μασάμε, τά μούτρα κατεβάσαμε καί τά μπόκολα στ' αφτιά, στάλα λάδι στή φωτιά!
(1957)
Μπόκολα = στολίδια σάν σκουλαρίκια στ' αφτιά
Θαυματουργούν τα κόσκινα και πέφτουν οι πυκνάδες
(1957)
Οι πυκνάδες ή τα ρουμπίνια
Του καϊκι του Κοντάρη θάλασσα δεν το τρομάζει το καϊκι του Χατζή (άλλος αυτός – είχε καϊκι) θάλασσα δεν το πατεί
(1957)
Ερμηνεία: Ο πατέρας του Κ. Κοτάρη, ήτανε καπετάνιος. Είχε καϊκι τραμπάκουλο κι ελέγανε στους Παξούς
Από πίττα που δεν φας, μη σε μέλει κι αν καή!
(1957)
Ερμηνεία: Τι σε μέλει αν καίεται
Όρτσα, καπετάν Λολή, γιατ' ο κάρλακας λαλεί. Όλο όρτσα εγώ πάω και τον κάρλακ' αγρικάω
(1957)
Το γνωστό ανέκδοτο βλ. σελ. 17 του ίδιου χειρογράφου
Δεν κουτσαίνει η γίδα από τ' αφτί
(1957)
Για μια δαπάνη πχ που δε θα επιβαρύνη τα μεγάλα έξοδα
Δε βαριέσαι συ που το λες και θα βαρεθώ εγώ που τ' ακούω!
(1957)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ξέρ΄ ο βλάχος τ΄ έχει ο στράϊστος;
(1957)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο
(1957)
Σαν η Τούσα του Φρούμα, που δεν είχε μεγαλύτερο
(1957)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Την πάθαμε χειρότερα από κείνου με τον κάρλακα
(1957)
Το γνωστό ανέκδοτο βλ. σελ. 11 του ίδιου χειρογράφου
Κουράζετ' όλη μέρα από την κουβέντα
(1957)
Κουράζετ' όλη μέρα από την κουβέντα αυτή
Ντύσου, γδύσου, φάε, κοιμήσου, δεν είναι δουλειά αυτή!
(1957)
Το 'παν όταν δυο αδέρφια με την αδερφή τους ξενύχτησαν στη γωνιά χωρίς να πάνε να κοιμηθούν γιατί έκανε κρύο. Στο μεταξύ έφαγαν ένα ψωμί και το λάδι από ένα ροΐ