Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1801-1900 από 3101
Όλα τά 'χ' η Μαργιορίτσα μόν' ο φερετζές τσή λείπει
(1934)
Ειρωνικώς επί των στερουμένων των βασικών και επιζητούντων τα επουσιώδη
Άμα 'χης δουλειά, δεν είναι φά' και κοιμήσου, μόνου 'ναι φά' και ξεκουbίσου
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς δουλειά, δεν πρέπει να ραχατεύη
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'υρεύγαμε
(1963)
Λέγεται, όταν δημιουργούμεν εργασίες ή ζητήματα, πού θά μπορούσαν και να λείπουν
Τά δόσα το χριστόν επαραδώσα
(1963)
Δηλαδή με τα χρήματα επιτυγχάνει κανείς τα πάντα, με τα χρήματα διαφθείρονται τα πάντα
Μήτε συ παπά στο Φώτα μήτε την στον αϊασμό
(1928)
Δεν θέλω ν'αρθώ μαζί σου, ας υποθέσωμε μα και γω δε σ' αφληνω να πας
Να κάτσωμε δεν είχαμε gαί να πέσωμεν εϋρεύγαμε
(1963)
Δηλαδή : ζητάμε πράγματα υπερβολικά, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη
Όπου τόνε ΄γράψενε ο Θεός έτσι θα πάη
(1924)
Όπως έχει προορίσει ο Θεός τιούτο τρόπως θα αποθάνη
Η δουλειά δεν έχει dροπή
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να ντρέπεται κανείς, οποιδήποτε εργασία κι' άν κάνη
Μάθια σφαλούν και μάθια 'νοίουνε
(1928)
Τώρα πεθαίνω γω πούμαι πλούσιος και αδελφός μου που ναι φτωχός με κληρονομά
Ο ένας ξίζει εκατό κι' οι εκατό δέ ξίζουν ένα
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος φανή ικανώτερος σέ μιά περίπτωση από άλλους
Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέdα και μη σβουρίζης
(1934)
Αν πράγματι είσαι άξιος, πρόβαινε εις έργα και μη απείλει μόνη διά λόγων
Ο λωλός είδε dο μεθυσμένο κι εδούλιασε
(1934)
Εφοβήθη
Μαζώματα, μαζώματα βουλού dα δώματα
(1934)
Δια της επισωρεύσεως κακών επέρχεται η καταστροφή
Μάζωνε κι ας εί' gαι ρώες
(1934)
Συγκέντρωνε έστω και τα ελάχιστα
Ότι να μήν έχη ο διάολος δουλειά, σκοτώνει τα παιδιά dου
(1963)
Λέγονται, όταν δημιουργή κανείς απασχόληση, πού δεν ήτανε απαραίτητη, και καταλήγει να γίνεται ενοχλητική ή αφορμή γκρίνιας
Εφοβήθη bλιά το μάτι μου
(1930)
Φοβήθηκα, φοβερίστηκα
Επέτα κι εμένα το μάτι μου
(1928)
Όταν δούμε κανένα που έχομεν πολύν καιρό να τον δούμε κι' ας μην είναι και ξεινός, το λέμε. Μπορεί δε να μην πετούσε και το μάτι μας και το λέμε ψέμα. Μπορεί όμως και να πετούσε
Δε φεύγει απού μέσ' στα μάθια μου
(1928)
Δεν ξεχνώ. Όλο θαρρώ πως βλέπω
Τα μάθια σου τέσσερα
(1928)
Πρόσεχε, μην παραδεχτής ή τα μάθια σου δεκατέσσερα
Δεν επέρασεν α το μάτι μου
(1928)
Δεν είδα
Πιάνει το μάτι μου
(1928)
Έχω την ιδιότητα να ματιάζω
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά
(1928)
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά δεν ήπηρεν απού το σπίτι dωνε
Άσπρες μυίες (θωρεί)
(1928)
Έτσι λένε στ' αστεία και τα χιόνια
Πόχει τη μυία σκιάζεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί των ενόχων
Πέ μου, μέ ποιό συναναστρέφεσαι, νά σού πώ ποιός είσαι
(1963)
Δηλαδή η ποιότης ενός ανθρώπου φαίνεται από τούς φίλους πού έχει
Του σηκώνει τη ζαβάργα τέσσερα τσουβάλια κάργα
(1924)
Ζαβάγρα=κουταμάρα
Σε μιά bερέττα δυό κεφαλές δε χωρούσι
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια
(1963)
Με παρατάτε ήσυχο και βγάνετε τα μάθια σας
(1928)
Υδώ δεν έχει κακή σημασία
Τα μάθια δα χάσαμε γκαι τα φρύδια πάλι!
(1928)
Όταν έχη κάτι μεγάλο κανείς πάθη και του τύχη κάτι πιο ελαφρό
Ετουνού έχει κι ο κώλος του μάθια
(1928)
Είναι σα να βλέπη κι' από πίσω
Ήβγαλε τζη τα μάθια τζη
(1928)
Έχει άσχημη σημασία, την εξαπάτησε
Όλον απάνω μου ντό μάτι τζη
(1928)
Μου ζηλεύει
Το έξυπνο bουλί πιάνετ' α' τη μύτη
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν ένας έξυπνος πέση σε μεγάλο λάθος, σε παγίδα
Κάθα εις κι η έγνοια dου
(1963)
Το λύσαι και το δέσαι ήτανε ετότες οι Χιώτες 'ς τη Σύρα
(1924)
Ήσαν οι διευθύνοντες, έκαναν ό,τι ήθελαν
Του σηκώνει τη ζαβάργα τέσσερα τσουβάλια κάργα
(1924)
Ζαβάγρα=κουταμάρα
Ξημερώνει και βραδιάζει κι η ζωή μας δεν αλλάζει
(1963)
Είναι πρόσφατο κοτσάκι, που λέγεται πια και ως παροιμία
Που στέκει απόξω στο χορό, πολλά τραούδια ξέρει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν κατακρίνωμε μια ενέργεια, που δεν ξέρομε τα βαθύτερα αίτια της
Το καλόν αραθάκι από μικρό του δείχνει
(1930)
Αντίστοιχη προς το: η καλή μέρα φαίνετ' απού το πρωΐ
Πότ' ο Ιάννης δε bορεί, πότ' ο κώλος του πονεί
(1930)
Για τους συχνά αδιαθετούντας
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη
(1930)
Θέλοντας να παραστήσωμε το απόλυτα τίποτε
Εμαρτύρησα το 'άλα που με πότισεν η μάννα μου, ώσπου να σώσω να ξεμπλέξω
(1928)
Ερμηνεία: Επαιδεύτηκα πολύ
Που ταχυνοφάην και μικροπαντρευτή ποτέ δε χάνει
(1928)
Ταχυνοτρώω = τρώω πρωΐ
Μια ζωή την έχομε
(1963)
Λέγεται και σαν παρηγοριά, σα συμβουλή καρτερίας, αλλά και σα δικαιολογία αμεριμνησίας
Άμα σου πούνε δυό νομάτοι πως είσαι μεθυσμένος, έπαρε τη στράτα και φεύγα
(1963)
Δηλαδή όταν η κοινή γνώμη υποστηρίζη κάτι, είναι μάταιη κάθε προσπάθεια αντιστάσεως
Όχι 'Ιάννης, μόνου Ιαννάκης
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν, ενώ δύο άνθρωποι υποστηρίζουν την ίδια άποψη, νομίζουν ότι υποστηρίζουν διαφορετική, ή το νομίζει ο ένας από αυτούς και τότε μπορεί να του το πη ο άλλος
Ότι πάθης, δε dο ξεπαθαίνεις
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όταν πάθης κάτι κακό, άδικα πια στενοχωρείσαι, γιατί δεν είναι δυνατή η διόρθωση
Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι η φουρτούνα τ΄ανεβάζει
(1934)
Ερμηνεία: Αι περιστάσεις συμβάλλουν εις την πώλησιν των εμπορευμάτων και εις την ισχύν ωρισμένων ατόμων
Γνωρίζουνται τα μάουλα που τζ' αλειχήνες
(1928)
Μη μου κατηγοράς κάποιονανε που είναι καλός ή πάλι μη μου λες πως είναι καλός αφού δεν είναι. Μη μου λες ποτέ κάτι που φαίνεται και το ξέρουν όλοι.
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Θαρρεί κι εφτός πως θα κάμη τα ζα λιβάδι
(1924)
Ερμηνεία: Επί φιλέργου
Θα κάμη το Ζά λειβάδι
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αλατσωμένες είν' οι κουβέντες του
(1925)
Σωστές όμορφες
Σ' ένα νήλιο 'πλώθαν οι λαλάδες μας, τα ρούχα dώνε
(1926)
Ειρωνία. Λαλάδες = (γιαγιάδες). Π.χ. Συγγενείς είμεστα ξέρεις το ; Ναι , σ' ένα νήλιο κλπ.
Όποιος έχει πανωθεό και κατωθεό δεν έχει, είντα τότε θέλει και τον πανωθεό;
(1928)
Πανωθεός =ο Θεός μόνο στην παροιμία λέγεται. Κατωθεός = ο άνθρωπος που σε υπερασπίζεται, τα μέσα, ένας βουλευτής, ένας δήμαρχος
Ηφάες με στο ζύϊ, βρε κατεργάρη
(1928)
Όταν κατεργαρέψη ο ένας τον άλλον
Στο ζύϊ μ' εφάανε
(1928)
Όταν κατεργαρέψη ο ένας τον άλλον
Βρωμεί ο βριός βρωμούν και τα καλα dου
(1928)
Βριός = Εβραίος
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1928)
Ινάτι=πείσμα
Ηύρες παλιοπάπουτσο σε κανένα ρυάκια; Πάρ' το ρυάκα – ρυάκα, σε χωριό θα πέσης
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς βρίσκεται πια επί τα ίχνη ενός πράγματος
Του Παπαdώνη τα πρόβατα...
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν μιλής σε κάποιον και δεν σε προσεχει
Το ράσο δε gάνει το bαπά
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή η εξωτερική εμφάνιση δεν εκφράζει τον εσωτερικόν άνθρωπο
Ούτε οι σκύλλοι τω ρυμνώ να μη bεράσου τζαι πόνοι τζη
(1931)
Δηλαδή τόσο δυνατοί πόνοι λυπάται κι ένα σκύλλο του δρόμου να τους υποφέρη
Ποιός σε πάθιε στο αστράαλα;
(1930)
Φράσις που λέγεται, όταν μαρτυρήσωμε κάτι μυστικό, κάτι που δεν ήτανε αναγκη να ειπωθή
Τα σκυλλάκια με βαστουνε
(1930)
Το λέμε όταν περπατήσουμε και κουραστουνε τα πόδια μας, οι γάμπες μας και δεν μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα την άλλην ημέρα
Ετσά κι ετσά, 'φάαν οι σκύλοι τα πετσά
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που κακά λοά, κακός λοάται
(1925)
Ήρθε dου σα dου έρου στην Αϊά
(1928)
Αϊά = Αγιά, Ερμ : Είναι κάποιο πανηγύρι, μακρυά από δω στο Β.Δ. Μέρος της Νάξου, στην θάλασσα κοντά. Πάνε και κάνουν δεκαπέντε μέρες εκεί, τον Δεκαπενταύγουστο. Το πανηγύρι είναι στας 15 Αυγούστου ως φαίνεται συνέβηκε ...
Και το κατσουλάκι dωνε με θέλει
(1928)
Φράσι που την λέμε όταν θέμε ν' αποδείξωμεπόσο μας αγαπάνε στο σπίτι του αγαπητικού ή της αγαπητικιάς μας
Αφού γράψει δε ξεγράψει
(1928)
Ερμηνεία: Παροιμία επί του τυχερού
Η 'ης ήσκισε κι ήπιε dόνε
(1928)
Τα καθαρά μαντήλια κάνου γκι' εφτές
(1929)
Κάνουνε δηλαδή τις τίμιες και το σόϊ τους είναι τίμιο
Ούτσι, ούτσι, να σε βάλω στο σακκί!
(1926)
Αυτό θάταν κομμάτι από καμμία ιστορία κι έχει μείνει ως είδος παροιμίας
Εσπάσεν τα τσικαλούδια
(1928)
Φράση που λένε όταν δυό φίλοι, ένα αντρόγυνο, μαλλώσουν. Δυό τέλος πάντων, συνδεδεμένοι άνθρωποι
Εκεί πού d' όνα πάει καί τάλλο
(1930)
D' όνα = είναι τό ένα
Ο ήλιος βγαίνει στο κουτελό dου
(1928)
Φράση που λέγεται για τους όμορφους. Περισσότερο όμως λέγεται ειρωνικά για τους άσχημους