Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1301-1400 από 3101
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα κεραμίδια σ' αξεκάρφωτα!
(1963)
Λέγεται προς ένδειξη δυσφορίας, αγανακτήσεως, δυσπιστίας για μια υπερβολή, μια απρέπεια, μια αταξία, μια ψευδολογία
Καλύτερα 'ναι, λέει, νάβγη το μάτι σου παρά τόνομά σου
(1963)
Δηλαδή η ηθική μείωση είναι βαρύτερη και από σοβαρό ακόμη σωματικό ατύχημα
Ο λωλός με τ' όνειρό dου, ήβλεπε dο ριζικό dου
(1934)
Ερμηνεία: Επί των παραλογιζομένων δια την μέλλουσαν τύχην των
Οι μοίρες τω μοιράδω τήνε μοιράζασι
(1934)
Ερμηνεία: Επί της τυχερής
Μοναχός σου χόρευγε κι όσο θέλεις bήδα
(1934)
Αρκεί να είσαι μόνος και δεν ενδιαφέρει αν κάμνης ότι θέλεις, εφ' όσον δεν βλάπτεις
Η δουλειά δεν εφοβήθη dό bροκομμένο, μόνο' 'κείνο bού τή gυνηά
(1963)
Δηλαδή γιά να έχη αποτέλεσμα η δουλειά, δεν θέλει τόσο ταχύτητα και προκοπή, όσο συνέχεια και επιμονή
Δουλειά καμωμένη ακάμωτη δέ 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ό,τι γίνει, δεν ξεγίνεται. Λέγεται σάν παρηγοριά
Όποιος δουλεύγει, δε χάνει
(1963)
Δηλ. Όταν δουλεύης, έστω και χωρίς πρόθεση αμοιβής, δεν βγαίνει ζημιωμένος, κάτι θα κερδίσης
Δυό κεφαλές σε μια bερέττα δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Ένα σμπάρο, δυό τρυόνια
(1963)
Λέγεται, όταν με μια ενέργεια, με μιά προσπάθεια ή από μια σύμπτωση, πρόκυψη διπλό αποτέλεσμα
Στσή λεύτερης τή bόρτα εκατό κι' ο άδαρος
(1963)
Δηλαδή όποιοςδήποτε έχει δικαίωμα νά κάνη πρόταση γάμου σέ μιά κόρη καί εκείνη δέν πρέπει νά θίγεται, άν τύχη καί είναι κατώτερός της
Ά δέν dή σφίξης τήν ελιά, δέ βγάνει τό λάδι
(1963)
Δηλαδή γιά νά αποδώση η δουλειά, θέλει συνέχεια καί ένταση
Ο λωλός βάνει το γνωστικό να βγάλη το φίδ' απού τη dρύπα
(1934)
Ερμηνεία: Επί του αναμειγνύοντος άλλον εις τι περιπεπλεγμένον ζήτημα, δια να αποφύγη αυτός τας συνεπείας
Δεν ήρθαμε σ' ένα λόο
(1930)
Δεν λογοφέραμε, δεν μαλώσαμε
Θωρώντας τη 'ειτόνισσα τα κάν' η μια στην άλλη
(1934)
Διά της μιμήσεως
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1934)
Αναλόγως δηλαδή των αναγκών
Ο ποdικός εκατούρησε στη θάλασσα κι επόλυνε
(1963)
Επόλυνε = Έγινε πολλή, επλήθυνε
Αλλοίς του που λείπει από τον γάμον του
Δεν λοίπει κανείς από τον γάμον του αλλά από το τς (π)ότά ντου
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Ο καλόερος κοιμάται, κι ο Θεός του μαερέβγει
(1925)
Το λέμε σαν έρθη σε κανέναν άνθρωπο, κανένα καλό χωρίς να το καρτερή
Απίσω κόβγει το κοπίδι
(1925)
Ύστερα θα μετανοιώσης μα θαν αργά τότες
Έχει μανάδες και πονού gι αδέρφια και λυπούdαι gι αdρόϋνα ξεχωριστά, που δεν αλησμονιούdαι
(1963)
Δηλαδή άλλοι στεναχωρούνται κι άλλοι είναι εντελώς αδιάφοροι
Τα δικά σ΄αbέλια φράξε, και τα άστα κι ας ρημάξουνε
(1963)
Άστα = άφησέ τα
Όμορφή μου, τί θα φάμε; Κι άσκημή μου, κάτσε να φάμε
(1963)
Δηλαδή είναι προτιμώτερο, ασφαλέστερο να παντρευτή κανείς άνθρωπο εύπορο παρά όμορφο
Δυο 'αδουράκια bλέκουdαι σε ξένον αχεριώνα
(1963)
Λέγεται, όταν μαλώνουν δυο ή περισσότεροι μεταξύ των, διεκδικούντες κάτι, που ανήκει σε τρίτον
Τα ξένα ανεπαύγουνε, μα δε θεραπεύγουνε
(1963)
Δηλαδή όταν δεν κάμης ο ίδιος την εργασία σου, δεν γίνεται καλά
Στ' απάνω bινάκι θα σε κάτσω
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αραθυμώ και κρεμούνται τ' άντερα μου
(1924)
Αραθυρώ = επιθυμώ σφόδρα. Τόσο πολύ επιθυμώ ώστε …
Που ζει μεταζώνεται
(1928)
Όσο ζει κανένας δεν ξέρει τι θα του τύχη
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1928)
Όταν βγει κάποια μόδα π.χ. Και την κάμουνε κι όσοι ακόμα δεν τους ταιριάζει
Όπκοιος δε γξέρει να γδάροι, χάνει κι τα κριάς, χάνει και το τομάρι
(1934)
Επί των επιδιδομένων εις έργα, τα οποία αγνοούν και δια τούτο χάνουν ου μόνον τα αναμενόμενα κέρδη και τα κεφάλαια και τους κόπους αυτών
Ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει
(1934)
Ο Θεός άλλους μεν καθιστά ευτυχείς, άλλους δε δυστυχείς ή άλλους μεν αναδεικνύει, άλλους δε καταβιβάζει
Και τα καλά δεχόμενα και τα κακά δεχόμενα
(1934)
Επί συγκρατημένης υποδοχής ευτυχίας ή δυστυχίας
Δυό μαλώνουνε, δυό φταίνε
(1963)
Δηλαδή πάντοτε σε κάθε διένεξη ΄δινουν αφορμή και τα δυό μέρη, επομένως, δεν πρέπει να υποστηρίζωμε το ένα
Χίλια λόια έναν άσπρο
(1963)
Το gαλομαθημένον άθρωπο 'ουλιάρη μη dονε πης
(1963)
Δηλαδή ο καλομαθημένος άνθρωπος δεν είναι φαγάς, θέλει απλώς λίγο φαγητό και καλό
Ο άdρας είναι bάσταρδος
(1963)
Είdα να κάμη ο βρεμένος του κρυωμένου
(1963)
Δηλαδή ο ένας φτωχός δεν μπορεί να βοηθήση τον άλλο
Στο ΄υροφούστανο τζη ΄υναίκας γίνεται το ΄ουρούνι
(1963)
υροφούστανο=στο γύρο του φορέματος, κοντά της δηλαδή. Δηλαδή το γουρούνι για να μεγαλώση δεν πρέπει να είναι μακρυά από το σπιτικό , επειδή εκεί το φροντίζουν περισσότερο. Λέγεται και μεταφορικώς
Η λίη 'ης έθρεψε κι η πολλή σ' εξολόθρεψε
(1934)
Το ολίγον του πολλού προτιμότερον
Πραματευτής π' αργεί να φανή σκατένια πραμάτεια φέρνει
(1934)
Ερμηνεία: Επί του μη τηρούντος τον λόγον του και μη εμφανιζομένου εις το συμφωνηθέν μέρος ακριβώς κατά την ορισθείσαν ώραν
Οπού κοπελομάθει, δεν 'εροdοξεχνά
(1934)
Ότι συνηθίσει τις παιδιόθεν, διατηρεί μέχρι βαθυτάτου γήρατος
Δυο 'αδάρ' εμάλωναν σε ξένον αχεριώνα
(1934)
Ερμηνεία: Επί των εριζόντων εντός ξένου κτήματος
τα θρέφ΄ ο κόσμος λιμός δεν είναι
(1963)
Λέγεται για τους παχείς ή για τους καλοφαγάδες, όταν ζουν άνετα εις βάρος των άλλων
Πόχει, θα χάση
(1963)
Δηλαδή : όταν έχη κανείς κάτι, φυσικόν είναι να παθαίνη και ζημιές. Εκείνος που δεν έχει τίποτα, τι να χάση;
Να δουλεύω να πεινώ; ας κοιμούμαι κι ας περνώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση χαμηλής αμοιβής εργασίας
Δυό κεφαλές σε μιά σκούφκια δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό
Δεν έχει bαρότση
(1963)
Να 'δα 'κείνη bου τσ' ήφαεν η σκύλα το παιδί τζη
(1963)
Λέγεται για εκδίκηση, που θεωρείται αυστηρή, ενώ είναι ασήμαντη. σκύλα( ή : η σκρόφα)
Όποιος μάθη γδυμνός dρέπεται dυμένος
(1963)
Δηλαδή όταν συνηθίση κανείς σε μια κατάσταση, δύσκολα προσαρμόζεται σε μια καλύτερη
Μαθημένα 'ναι τα βουνα τα χιόνια
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς υφίσταται συχνα ταλαιπωρίες ή στεναχώριες και πόνους, σιγά σιγά εξοικειώνεται
Ο Θεός να σε βλέπ' ά' την άδικην ώρα
(1963)
Άδικη ώρα = τυχαίο κακό
Όπκοιος σπέρνει χάλαρα κι ανηφοροκατήφορα και πααίνει με γριές, χάνει και το σπόρο, χάνει και τσι ζευγαριές
(1934)
Ο άγονον γην εργαζόμενος ή επισφαλή επιχείρησιν απιδιώκων ματαιοπονεί
Το πολύ περίσσο το χαλά το ίσο
(1934)
Κακόν το υπερβολικόν ως φέρον την ανισότητα και την αδικίαν
Το Μάη βρέχει στον έρημο dόπο
(1934)
Θεωρείται επιβλαβής εις την γεωργίαν η βροχή κατά Μάιον
Ως πόχει το μάτι μου νερό
(1928)
Όσο ζω, σε όλη μου τη ζωή
Θα βουλώσω τα μάθια μου
(1928)
Θ' αποφασίσω να τον πάρω
Φωθιά εί΄ ντο μάτι ντου
(1928)
Βλέπει πολύ, δε γελιέται
Στο μάτι μ' έβαλε
(1928)
Λέει για μένα, μ' έβαλε στόχο και με θέλει
Το διάολο ή με το λιβάνι τόνε θυμιάζεις ή με τη βουδιά το ίδιο κάνει
(1934)
Ερμηνεία: Ο δύσροπος κ' φίχερις παραμένει ο ίδιος, όπως και αν του συμπεριφερθής
Σα δε δε θέλει το χωριό μην αρωτάς που dου παπά το σπίτι
(1934)
Λέγεται δι όσους χάνουν την αγάπην του συνόλου ενώ διατηρούν μεμονωμένους φίλους
Η ελιά το λάδι κι η άγκυρα σκουριάζει
(1934)
Τό κάθε τί εκτελεί τόν προορισμό του
Όλ' ήθελα ράβγουσι 'ούνες μόνου το μαλλί bοδίζει
(1934)
Πάντες αρέσκονται εις την επιδίωξιν των σπουδαίων αλλ' αποτυγχάνουν λόγω ελλείψεως των απαιτουμένων ικανοτήτων
Έχ' εδικοί κι ας τσι τρών οι ποdικοί
(1934)
Καλόν να έχης ιδικούς σου έστω κι αν είναι μακρυά και τους έχουν άλλοι
Οπού δώνει και δε bαίρνει θα 'ρθ' ένας καιρός να πάρη
(1934)
Ο ελεών αμειφθήσεται
Ως εκεί καί μή (παρακεί)
(1934)
Δηλαδή αρκετά μέ εστενοχώρησες, αρκετά κακά μού επροξένησες
Άη Νικόλα, βοήθα με – Λέει, κούνιε κι΄εσύ τα χέρια σου
(1963)
Ή Άη μου Νικόλα, ή τα χεράκια
Ακριβός στη στάχτη και φτενός στ' αλεύρι
(1963)
Ακριβός = ανοιχτοχέρης, φτενός = φθηνός
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλος στή δουλειά
(1963)
Δηλαδή πρέπει να τρώη κανείς άνετα, σάν αφέντης, και να εργάζεται με ένταση
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Δηλαδή η κακή γλώσσα μπορεί να γίνη αφορμή καταστροφής
Το 'οργό και χάρην έχει
(1963)
Δηλαδή η ταχεία ενέργεια είναι ασφαλής.
Ακριβοπούλιε και σωστοζύαζε (ή σωστοζύαζε κι ακριβοπούλιε)
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς
Πόχει αbέλια βάνει αργάτες και καράβια καλαφάτες
(1963)
Δηλαδή : ο καθένας πρέπει να φροντίζη τις δουλειές του και να μη ζητά βοήθεια άλλων
Έρημος είν' ο ζευγάς, έρημο τ' αλώνι dου
(1963)
Δηλαδή ο ανίκανος άνθρωπος δεν επιτυγχάνει
Ν' ανεμένης α' τη bείνα μερέdι
(1963)
Λέγεται, όταν ζητά κανείς την ενίσχυση ενός περισσότερο στερημένου από αυτον
Στή bλύση βγαίνουν οι λαδιές
(1963)
Δηλαδή η αλήθεια, η αθωότης, τό δίκαιον αποδεικνύονται ύστερα από έρευνα