Αναζήτηση
Αποτελέσματα 701-800 από 3010
Σόϊ σόϊ...
(1963)
Απ' ακουής αλεθ' ο μύλος
(1963)
Τ' άρματα νικού dον αdρειωμένο
(1963)
Λέγεται για την υπεροχή του ωπλισμένου ή του επιτηδείου έναντι του άοπλου ή του απονήρευτου, έστω και δυνατού
Είχαμε gαι του αδάρου μας τα νιάμερα
(1963)
Λέγεται όταν αδιαφορούμε για μια απειλή, για μια μικρουπόθεση
Σε ξερή βρύση να πάω θα χλωράνη
(1963)
Λέγεται για τυχερούς
Άμα δής εγραίο 'ύρευγε σπίτι στερέο
(1963)
Ο γραίγος είναι καιρός ορμητικών και μικρής διάρκειας βροχών που συνεχώς επαναλαμβάνονται. Εγραίο = γραίγος Β – Α άνεμος, 'ύρευγε = γύρευε, στέρεο = ασφαλές. Το επίθετο είναι στέρεος – η – ο. Κατεβαίνει ο τόνος για την ...
Έχεις δίκιο, μα που να τόβρης;
(1963)
Λέγεται σε άνθρωπο, που διατυπώνει παράπονα. Είναι παρηγορητικό κάποτε και ειρωνικό
Αλίς που τόχει η σγούρδα dου να κατεβάζη ψείρες
(1963)
Δηλαδή : τα ελαττώματά μας δεν διορθώνονται
Ζήσε, μαύρε μου, να φας τριφύλλι και τον Άουστο σταφύλι
(1963)
Λέγεται όταν παραπέμπη κανείς σε μακρυνό μέλλον
Όλος ο καυγάς ήτονε 'ια το πάπλωμα
(1963)
Λέγεται, όταν συμβή κάτι, που απολήγει σε ζημιά, σε στενοχώρια κ.τ.λ.
Ήρθανε τ' Απολάκια
(1963)
Το λένε οι βοσκοί, σαν αστείο, επειδή την περίοδο αυτή αρχίζει να λιγοστεύη το γάλα και επομένως και το ειδόδημά τους. Την ημέρα των Αγίων Αποστόλων διακόπτουν το συνεταιρισμό τους, ακολουθεί λοιπόν ξεκούραση. πχ. Ήρθα d' ...
Είdα του πλερώνεις; Τη τσόχα ή τα ραφτικά;
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος δεν έχη δίκιο και επιμένει σε μιά άποψή του ή όταν έχη άδικο και ζητάει και ρέστα
Άδικον άλεσμα σ' άδικο μύλο
(1963)
Ήβαλές με κι ήβγαλά σε
(1963)
Λέγεται επί αγνωμοσύνης, που καταλήγει σε παραγκωνισμό του ευεργετήσαντος
Εγάπα' gόρη το χορό κι ηύρε gι άdρα χορευτή
(1963)
Λέγεται όταν ταιριάζη ένα ζευγάρι, δυο άνθρωποι, που συνεταιρίζονται, που συνδέονται
Η πάστρα θρέφει το παιδί κι η κιούδεψη τον άdρα
(1963)
Κιούδεψη = η στοργική φροντίδα, η περιποίηση
Θα κάμης τάχερα κομμάθια
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τίποτα δεν θα κάμης
Εώ 'εννήθηκα σ' αξεσκέπαστο gαλύβι
(1963)
Δηλαδή, είμαι ευθύς, ειλικρινή, λέω την αλήθεια, αδιαφορώντας, αν θα γίνω κακός
Αφού 'εράση το δεdρό, ξεράδι δε dου λείπει
(1963)
Δηλαδή, όταν γεράσωμε, ποτέ δε μας λείπουν οι αδιαθεσίες
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Δεν έχει bάζαιο
(1963)
Δηλαδή : δεν χωρεί συζήτηση. Π.χ. “Θέτε, δε θέτε, θα την bάρω (= θα την παντρευτώ). Δεν έχει bαζίο – bαρότση”
Ο θυμός σου στη gουτσούνα κι΄ η αγάπη σου σ΄ εμένα
(1963)
Λέγεται σαν χαριεντισμός, όταν θέλης να κατευνάσης οικείο σου πρόσωπο
Τα ίδια τση συχωρεμένης
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση επαναλήψεως του ίδιου πράγματος. Π.χ. “Ένα δϊάστεμμα 'δα ήτονε μια 'υχιά μαϊναρισμένος, μα τώρα πάλι ήρχεψε dα ίδια τση συχωρεμένης-όλο γρίνα, όλα φαούδα ναι!”
Στραβά πας, κάβουρα, μα 'ιά 'κείνο κιόλα
(1963)
Λέγεται στον ανυπάκουο, τον άτακτο, τον τεμπέλη και σημαίνει ότι δεν κάνει εκείνο, που πρέπει, και γι' αυτό πηγαίνει ή θα πάη άσχημα
Τα ίδια Παdελάκο μου, τα ίδια Παdελή μου
(1963)
Λέγεται, όταν επιμένη κανείς στο ίδιο πράγμα ή όταν λέη συνεχώς το ίδιο πράγμα. Επίσης λέγεται αντί του απλού “Τα ίδια”
Στσί τρϊάdα τ' Αdρϊά και στσ' εξε του Νικόλα
(1963)
Δηλαδή είναι πια τόσο κρύο, ώστε κρυώνουν και τα άχυρα που είναι συνήθως ζεστά
Καθ' αγίου κι η μνήμη dου
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Δε με ευκολύνεις τώρα πόχω τόσην ανάgη, μα δε σε κόφτει, καθ΄ =κάθα=κάθε, δε σε κόφτει=δε σε μέλει
Ίδιο πρόσωπο, ίδιο μαdάτο
(1963)
Δηλαδή η αυτοπρόσωπη ενέργεια είναι η ασφαλέστερη
Αουροφάς ήφαε gιόλα, μα ο υαλιστής μήτε καθόλου
(1963)
Ή δεν πρόλαβε
Αλίς του που δεν έχει νύχια να ξυστή, κι' ανεμένει να τονε ξύσουν άλλοι
(1963)
Δηλαδή, αλίμονο σε όποιον περιμένει βοήθεια από άλλον
Αν έχη ψιμοβροχές
(1963)
Ψιμοβροχές=όψιμες βροχές
Άdρας κι' ας εί' gαί κούτσουρο
(1963)
Δηλαδή όσο και άν είναι ανίκανος ένας άντρας, είναι ικανώτερος από μιά, έστω και ικανή, γυναίκα. Λέγεται κάποτε και λίγο ειρωνικά
Πρέπει και το κοπελάκι νάχη αθρωπιά
(1963)
Δηλαδή πρέπει να έχη κανείς συναίσθηση, ως ποιό σημείο επιτρέπεται να κάμη χρήση της προσφοράς, εκμετάλλευση της καλωσύνης ενός άλλου. Π.χ. “Ό,τι τση χρειαστή θάρθ' επά να το ζητήξη, πρέπ' εδά λέει, και το κοπελάκι...”
Άνθρωπος από 'ενιά και σκύλος από μάdρα
(1963)
Εξαίρει την αξία της οικογενειακής καταγωγής του αντίχειρα ως την άκρη του δείκτη
Αρνί gαι ρίφι τρήμερο, 'ουρνάκι (ή ουρούνι) δωδεκάμερο, δαμάλι σαραdάμερο
(1963)
Από τόσων ημερών και κάτω δεν τρώγονται, δεν έχουν σάρκα
Ιός ο αbρός δε 'ίνεται κι η νύφη θυατέρα
(1963)
Δηλ. ούτε ο γαμπρός μας ούτε η νύφη μας είναι δυνατό να μας αγαπούν, όπως τα παιδιά μας
Άμαν αγαπά ο Θεός τον άdρα, του πέbει gαστρωμένη 'υναίκα
(1963)
Λέγεται, ειρωνικά σε μικροεύνοια της τύχης. Κατά κυριολεξία είναι καθαρώς ειρωνική
Δικέβρης, δίκια κι' αν επόσπειρες, κι' αν έχης κι' άλλο, σπείρε
(1963)
Δηλαδή υπάρχει περιθώριο και το Δεκέμβρη ακόμη για σπορά
Όποιος δέση καλά, θα λύση και καλά
(1963)
Δηλαδή όταν αρχίσης καλά μια δουλειά, θα την τελειώσεις και καλά
Βρωμής δε βρωμής, δάχτυλά μου, δικός μου 'σαι
(1963)
Δηλαδή, ό,τι δικό μας. Αναγκαστικώς το ανεχόμεθα
Ευκή ονιού αόραζε και μη βουδί αλοάρι
(1963)
Βουδί = βοδιού, αλοάρι = μη αγοράζης βοδιού λογάρι, θυσαυρό
Η αγάπ' είναι μισάρικη
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "Το τραουδάκι λέει: Αγάπα με να σ' αγαπώ...Μεθαύριο θα παdρευτή και θα το μετανοιώσης"
Η αγάπ' είναι στραβή
(1963)
Δηλαδή, αμοιβαία
Πολλήν αγάπη, πολλήν αμάχη
(1963)
Όπ' ακούς πολλά κεράσα βάστα και μικρά καλάθια
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να μη δίνωμε πίστη στα πολλά λόγια
Βασιλικός ορισμός και τα σκυλιά δεμένα
(1963)
Λέγεται όταν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούσωμε σε προσταγή ή να εκτελέσωμε παράκληση κάποιου
Κάλλια που βαστά παρά π' ανεμένει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “-Μα δεν ήτονε dοπής να το πλερωθής αbρουστά το μεροκάματο; -Χμ! Κάλλια που βαστά, λέ' ένας λόος, παρά π' ανεμένει!”
Παροιμία
(1963)
Άλλος και δεν εέννησε μόνου 'Μαριά το Ιάννη
(1963)
Λέγεται για τους ανθρώπους, που υπερτιμούν και επαινούν ό,τι δικό τους και κυρίως τα παιδιά τους
Εώ 'εννήθηκα σ' αξεσκέπαστο gρεβάτι
(1963)
Δηλαδή, είμαι ευθύς, ειλικρινή, λέω την αλήθεια, αδιαφορώντας, αν θα γίνω κακός
Άμα 'εράση το δεdρί, ξεράδι δε dου λείπει
(1963)
Δηλαδή, όταν γεράσωμε, ποτέ δε μας λείπουν οι αδιαθεσίες
Ιάννης κερνά (και) 'Ιάννης πίνει
(1963)
Λέγεται όταν μια ενέργεια, που υποτίθεται ότι γίνεται υπέρ κάποιου προσώπου ή ότι είναι γενικού συμφέροντος, γίνεται προς όφελος του ενεργούντος
Όποιος πονεί, παέι στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Που πονεί, πάει στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.
Να ΄υρίση ο τρόχος...
(1963)
Δηλαδή υπάρχει και για μας ελπίδα ν΄αλλάξουν τα πράγματα σοτ καλύτερο
Με την σοφία βρήκα dη θεότη
(1928)
Να δα ή (ή σα dήν) αλεπού, όdεν είπεν bώς θάναι συκοχρονιά
(1963)
Λέγεται όταν επιθυμή κανείς κάτι και γι΄αυτό θεωρεί βέβαιη την πραγματοποίηση του...
Η αλεπού, λε 3), ήλεε gαμμιά βόλα 4) πως εφέτι θάναι συκοχρονιά, κι ερώτηξε dηνε κανείς, που το ξέρει; ιάdα 5),; Λέει 'ιατί τ΄αγαπώ 6) βλ. Πραγματευτής , τρώγω 11, σώνω 3, 4) = μία φορά, κάποτε, 5) = γιατί; πώς το κατάλαβε;, 6)= εννοείται τα σύκα...
Η αλεπού, λε 3), ήλεε gαμμιά βόλα 4) πως εφέτι θάναι συκοχρονιά, κι ερώτηξε dηνε κανείς, που το ξέρει; ιάdα 5),; Λέει 'ιατί τ΄αγαπώ 6) βλ. Πραγματευτής , τρώγω 11, σώνω 3, 4) = μία φορά, κάποτε, 5) = γιατί; πώς το κατάλαβε;, 6)= εννοείται τα σύκα...
Τίνος είν' ευτο d' αβγό; -Ευτεινού dου πετεινού
(1963)
Δηλαδή το παιδί μοιάζει με τους γονείς του. Λέγεται κυρίως για την ομοιότητα ελαττωμάτων. Ευτό=αυτό. Ευτεινού=αυτού. Ο δεύτερος στίχος κάποτε παραλείπεται.
Η νύφ' απόdις γεννηθή (ή αποdε έννηθή) τση πεθεράς τση μοιάζει
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα νύφης ή γαμπρού με τα πεθερικά τους, αλλά και γενικώς για την ομοιότητα των συγγενών
Έχει κι' αθρώποι φολεροί έχει και δυό στη φόλα έχει και κάποιοι μερδικοί, που δε dη ξίζου gιόλαΦολεροί=που αξίζει να θυσιάση κανείς, Φόλα=αυτοί που δεν αξίζουν και οι δύο παρά μόνο μία φόλα, Μερδικοί=μερικοί
(1963)
Περιφρονητική έκφραση για ανάξιους ανθρώπους
Αύρι' ακούς
(1963)
Από τον Ναστραδίν Χότζα. Δηλαδή οι συνέπειες μίας πράξεως θα αντιληπτές αργότερα. Ήγδυνε 3) λέει ο Στρατηχότζας κανένα 4) σπίτι κι ήκοβγε dα σίδερα ΄νους παραθυριού, ναbη μέσα, κι επέρασε gανείς 5) και τον είδε, λέει, μα είdα κανείς, λέ΄ ετού ; 6...
Οπ' αγαπά το gρέβατο και τη dροσοπεζούλα, πόσα καλά στερεύγεται η έρημή dου 'ούλα
(1963)
Dροσοπεζούλα = δροσερή πεζούλα, δροσερό κρεβάτι
Τ' Αϊ Αdρϊα και τα τάχερα κρϋα
(1963)
Δηλαδή η πρώτη εντύπωση επηρεάζει αποφασιστικά το σχηματισμό καλής ή κακής γνώμης για έναν άνθρωπο. Καμμία λέ, ήλεε d' αdρούς τση πώς κουράζετ' εκείνη πιο πολύ παρά κείνο είdα κάνει, λέει και καλά; “Ωώώώώώ τα βουδάκια ...
Μαζί μιλούμε gαι χώρια συνεννοιόμεστα
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ασυνεννοησίας
Α σου δώσω καμμιά θα δης τον νήλι ανάσκελα
(1926)
Νήλι = τον ήλιον
Πόχου dα ένεια 'χου gαι τα χτένια
(1930)
Ένεια=γένια
Η ανάγκη κάνει τ' άρματα
(1934)
Εξαίρεται η δύναμις της ανάγκης
Πολύ βαρύς είν' αέρας του
(1931)
Δυσκίνητος
Όποιος φυλάει το νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους
Όχι εδά ψόματα 'ν' εκείνη bούλεε, bως, αν είχε νερό, ήθελε να λυοθυμήση
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όχι εδά, λε', εσώθησαν οι ζαβοί!
(1963)
Εσώθησαν = τέλειωσαν
Η φουρτούνα φέρνει bονάτσα
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς, αλλά και μεταφορικώς
Μύκονος
(1963)
Στάσου μυία, μη dου gίγης
(1930)
Φράση για τους χαδεμένους, για τους αδύνατους, για τους παράξενους
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύγεις τσι παπουδολαλάδες σου
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς κάνη τον γενναιόδωρο προσφέροντας ξένα πράγματα
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύγεις το bάππο σου
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς κάνη τον γενναιόδωρο προσφέροντας ξένα πράγματα
Όdε σέκαμεν η μάνα σου αργιά ήτονε
(1963)
Αργιά = χωρίς γάλα
Δεν βάσταξεν α τα σύκα ως τα σταφύλια
(1928)
Πολύ κοινή φράση . Τα σύκα γίνονται πάντα λίγες μέρες πριν απ' τα σταφύλια. Στις 17 Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας γίνονται τα πρωτογυάλιστα σύκα και στας εξ Αυγούστου, του Σωτήρος, τα πρωτογυάλιστα σταφύλια.
Η κουκουμάβλα δε gανει περδικάκια, κουκουμαβλάκια θα κάμη
(1963)
Δηλαδή αναλόγα προς τους γονείς είναι και τα παιδιά
Το κουβέdο ρημάζει δυό σπίθια
(1963)
Λέγεται όταν συζητούν πολλή ώρα δυο γυναίκες
Κρίμας τα δώδεκα ψωμιά και τσι σαράdα τσίροι...
(1963)
Λέγεται όταν κάμης έξοδα χωρίς απόδοση
Ποιός είδεν ένα, να κρίνη δυό;
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να δεν μπορεί να αποφαίνεται κανείς, πριν ακούση και τα δυό μέρη
Πάω να πω και λέσι μου
(1963)
Λέγεται όταν διηγείσαι τα βάσανά σου σε κάποιον, που κι' εκείνος σου λέει τα δικά του κατά πολύ βαρύτερα
Έρημα νιάτα, κακά 'εράματα
(1963)
Λέγεται σε ώρα απαισιοδοξίας, δηλαδή και τα νιάτα μας και τα γεράματά μας είναι βασανισμένα
Νοέμβρης, νόα κι' έσπερνε
(1963)
Δηλαδή το Νοέμβρη πρέπει να ξέρη κανείς καλά, σε ποιά κατάσταση βρίσκεται το έδαφος ώστε να σπείρη ή όχι