Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 3010
Βγάνει απού τη μυία αξόgι
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που προσπαθεί να κερδίση από το κάθε τι, έστω και από το πιο ασήμαντο
Ας αλέθ' ο μύλος κι' ας μουgρίζ' ο χοίρος
(1963)
Αφού αλέθει ο μύλος, θα φάη συνεχώς ο χοίρος
Ηπιανέ σου, κασσιδιάρη, μαργαριταρένιο σκιαδί
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν ικανοποιείτε με κάτι, ενώ αυτό είναι ανώτερο από ό,τι του άξιζε
Απού (ή α) την gεφαλή βρωμίζει το ψάρι
(1963)
Δηλαδή η φθορά ενός τόπου αρχίζει από την ηγεσία
Α δε gλάψη το παιδί, η μάνα dου βυζί δε dου δώνει
(1963)
Δηλαδή, όποιος δεν ζητά, δεν του δίνει κανείς τίποτε
Δε gάνου dα λεφτά τόν άθρωπο
(1963)
Το μοναστήρι να' gαλά...
(1963)
Μίλιε του κοράκου να σου λέη “κρα”
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος επιμένει σε κάτι, λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ίδια, ενώ ένας άλλος του αποδεικνύει ότι αυτό που λέει δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθή
Έbα, αμολόχα μου, κι' έβγα, ατσικνούδα μου
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση συχνής αλλαγής ή επιπολαίας τοποθετήσεώς μας μπροστά σε σοβαρά πράγματα
Ηκάμε gι' η ψείρα κώλο κι' ήχεσε dο gόσμον όλο
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος περηφανεύεται για μια σήμαντη βελτίωση της θέσεώς του
Κι' εσύ κακό χειρόβολο κι' εω κακό δεμάτι
(1963)
Λέγεται όταν δύο άνθρωποι δεν συμφωνούν και αναγνωρίζει καθένας την υπαιτιότητά του
Μεγάλο gαράβι, μεγάλη φουρτούνα
(1963)
Δηλαδή όσο μεγαλύτερο, όσο πιο εκτεταμένο και πολύπλοκο είναι κάτι είναι και ανάλογα δυσκολοκυβέρνητο
Η κόρη, κι΄ αν εχάλασε, dα μαύρα μάθια τάχει
(1963)
Δηλαδή κι αν υποστή κανείς μια φθορά, μια αλλαγή, το καλό, που τυχόν είχε, το διατηρεί κάπως
Άμα δε μάθης μικρός, μεγάλος δε μαθαίνεις
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος μαθαίνει εύκολα, όταν είναι ακόμη νέος
Ας μυρίζη τση bουάδας κι' ας βρωμή του λοgού
(1963)
Λέγεται για τα ρούχα. Να είναι δηλ. μπουγαδιασμένα και δεν πειράζει, αν το ξεβγάλημά τους δεν είναι και τέλειο
Ας μυρίζη του λοgού κι' ας βρωμή τσ' ανηπλυσάς
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ας μυρίζη του νερού
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ξενοθερίζω και τραουδώ, κακό χειμώνα πόχω
(1963)
Λέγεται για ένα φτωχό, που είναι ξέγνοιαστος και γενικώς για ένα, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες της ξεγνοιασιάς του
Και το λϊο τση γρϊάς καλό τση κάνει
(1963)
Δηλαδή παρά το τίποτε καλό είναι και το λίγο
Νηστικός εχάφτη μυία κάλλια τίοτα
(1963)
Κάλλια τίοτα = παρά τίοτα, τίοτα = κάτι, τίοτα = τίποτα
Άσκεφτος ο νους, διπλός ο κόπος
(1963)
Δηλαδή όποιος δεν έχει μυαλό να σκεφθή ή να θυμηθεί εκείνο, που πρέπει να κάμη, κουράζεται διπλά
Κάλλια ξέρ' ο λωλός νοικοκιούρης παρά το φρένιμο 'είτονα
(1963)
Ο κάθε άνθρωπος, όσο ανόητος κι' αν είναι, ακόμα και τρελός, ξέρει να διευθύνη τις υποθέσεις του καλύτερα από οποιονδήποτε τρίτον
Όσα ξέρ' ο νοικοκιούρης, δε dα ξέρ' ο κόσμος όλος
(1963)
Δηλαδή ο καθένας γνωρίζει καλά, ποιο είναι το συμφέρον του
Βάνου dο λωλό να βγάλη το φίδ' απού τη dρύπα
(1963)
Λέγεται όταν αναθέτουν σε κάποιον μαλακό, πρόθυμον άνθρωπο μια επικίνδυνη, δυσάρεστη αποστολή
Ο Νάχας κι' ο Νάβρας ήτον' αδέρφια, κι' ο Καμενάχης (ήτονε) πρώτος αξάδερφος
(1963)
Λέγεται όταν κανείς στηρίζεται σε υποθέσεις και κυρίως, όταν λέη Νάχα... Νάβρησκα...
Σιχαίνομαι το dο νεκρό να κοίτεται να κλάνη
(1963)
Λέγεται για να εκφράση δυσφορία για μια υπερβολή, για μιαν εξεζητημένη πράξη
Αλίς στο νιο που ξαγρυπνά, στο 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή ο νέος που ξενυχτά φθείρεται, καταστρέφεται, ο γέρος πάλι που δεν έχει πια ύπνο σημαίνει πως βρίσκεται προς το τέλος του
Ας μυρίζη του λοgού
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Και το νερό θέλει οικονομία
(1963)
Δηλαδή και το νερό ακόμα πρέπει να το οικονομούμε, γιατί είναι κόπος να το φέρνωμε από τη βρύση με το σταμνί
Τση dεbέλας η κλωστή είναι πάdα μακρϋά
(1963)
Λέγεται, όταν δούμε μεγάλη κλωστή σε βελόνα. Είναι κυρίως διδακτική σε κοπέλα, ώστε να μη συνηθίση να βάζη κλωστή μεγάλη, γιατί αυτή δυσχεραίνει το ράψιμο
Εδιάηκα 'ια μαλλί κι ήβγηκα κουρεμένος
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς κάτι αποβλέποντας εις κέρδος και τελικώς ζημιώνεται ηθικώς ή υλικώς
Όμοιος τον όμοιον αγαπά κι η κουπρϊά τα λάχανα
(1963)
Λέγεται, όταν συμφωνούν δυο άνθρωποι λόγω ομοιότητος ελαττωμάτων
Ήπιασά σε, φασολά μου;
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Α δε gουνήση η 'υναίκα τη νοριά τζη, δε bάει ο άdρασ κοdά τζη
(1963)
Δηλαδή η γυναίκα είναι που προκαλεί
Τ' αβγό, λέει, πάει στη bάρο ζεστό
(1963)
Ρίχτει = πηγαίνει
Δέσε κόbο, να μη χάσης κεδιά
(1963)
Κεδιά = βελονιά
Είκοσι λοιώ φαΐ, όλο gολοκύθια
(1963)
Λοιώ = λογιών, ειδών
Ένα gοπελάκι έναν αγϊάκι. Δυο κοπελάκια, δυο διαολάκια
(1963)
Δηλαδή ένα παιδάκι μόνο είναι ήσυχο, όταν είναι δυο μαζί κάνουν αταξίες
Ετσά δε θέλω κάβουρα, να dριbηδάς στα κάρβουνα
(1963)
Dριbηδάς = να πηδάς πολύ, να ασπαίρης
Τον αgελό μου 'δα ώσπου να ξημερώση!
(1926)
Φράση που λέμε όταν έχομεν αυπνοία, όταν είναι μεγάλη η νύχτα
Αν έχης τζουλούφι, κατάλαβε
(1963)
Δηλαδή αν είσαι έξυπνος, κατάλαβε. Ξέρεις τί σημαίνει αυτό; Λέγεται και όταν μιλή κανείς κεκαλυμμένα ή ακατάληπτα και όταν μιλή απειλητικά
Κάθα πρώτο δύσκολο
(1963)
Δηλαδή, κάθε αρχή είναι δύσκολη, όμως σιγά – σιγά συνηθίζονται όλα και αποκτάται πείρα
Ήbε μου, σα dου κερατά
(1963)
Ήbε μου = μου μπήκε, με τριβελίζει
Η πέτρα 'κει που κοίτετ', εκεί μαλλιάζει
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς μένη αφοσιωμένος σε μια εργασία, θα βγη ικανοποιημένος
Α δε gαρδιωθή κανείς το διάολο δε gανει κακό στο gόσμο
(1963)
Ο κακός άνθρωπος δηλαδή είναι παραδομένος στο σατανά
Δίκια κι άδικα μη gάνης όρκο
(1963)
Δηλαδή οπωσδήποτε πρέπει να αποφεύγη κανείς τους όρκους επί του Ευαγγελίου
Μακάρι ναγάπα και τη gοιλιά τζ' ετσά
(1928)
Φράση πολύ συνηθισμέμη που λέγεται όταν ξέρωμε πως δεν μας αγαπά κάποιος που μας λέει πως μας αγαπά). "Αγάπα σε, λέει, μα συ δε do καταλαβαίνεις.- Ναι, η καμένη. Το νου τζη χάνει. Μακάρι ν' αγάπα και τη gοιλιά τζ' ετσά".
Καθ' αρνάκι κρεμιέτ' α' το ποδαράκι dου
(1963)
Κάθ' = κάθε, dου = Α.Κ
Λαός πιπέριν ήτριβγε, gακό τση κεφαλής του
(1963)
Λέγεται όταν κάνης κάτι, που θα αποβή εις βάρος σου
Έλα, πάπο μου, να σου πω τα 'ονικά σου
(1963)
Λέγεται όταν μας λένε κάτι άγνωστο, ενώ το ξέρομεν εμείς καλύτερα από εκείνους, που μας το λένε
Όποιος έχει πολύ bιπέρι βάνει και στα λάχανα
(1963)
Λάχανα = στα λάχανα βάζουν πιπεριά, όχι πιπέρι
Αλίς του που πεινα και βούλεται χορτάση
(1963)
Δηλαδή, είναι δύσκολο να βρίσκει τροφή πολλή ο φτωχός πεινασμένος
Κάρκα ένα, κάρκα δυό
(1963)
Βάστα bόζα
(1963)
Bόζα = πόζα
Ανέθρεψε το bοντικό να φάη το σακκί σου
(1928)
Παροιμία επί της αχαριστίας
Απ' ακουής αλεθ' ο μύλος
(1928)
Λέγεται για την καλή φήμη
Ο σορόκος κι ο γαρbής να βραδιάξη και να δης!
(1963)
Δηλαδή ο σορόκος κι ο γαρμπής, όταν βραδιάση, δυναμώνουν
Να δουλεύγης και να πάσκης, 'ια να μη θωρής να χάσκης
(1963)
Πάσκης = Πάσχης
Δέν είναι 'ιά 'να gαλοκαίρι τό σκιάδι
(1963)
Δηλαδή: πρέπει νά ξέρωμε πώς καί οι άνθρωποι καί τά πράγματα μάς εξυπηρετούν πολλές φορές
Αbρός gρεμνός κι' απίσω ρέμα
(1963)
Επί διλήμματος
Άμα δε gλάψη το παιδί, δε dου δώνει η μάνα dου βυζί
(1963)
Δηλαδή, όποιος δεν ζητά, δεν του δίνει κανείς τίποτε
Α δε gλάψη το παιδί, δε dου δώνει η μάνα dου βυζί
(1963)
Δηλαδή, όποιος δεν ζητά, δεν του δίνει κανείς τίποτε
Κι αν ήκλασε, gαλά 'κλασε
(1963)
Λέγεται όταν δικαιολογούμε και καλύπτωμε τις πράξεις ενός προσώπου
Ο κακός βοριάς το βράδυ μαϊνάρει
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και σε περίπτωση, που κάποιος ξεθυμώνει
Απού την έγνοια που σουχ', άνdρα μο', ξέχασα τόνομά σου
(1963)
Λέγεται σαν παράπονο σε κάποιο, που αδιαφόρησε για μιαν υπόθεση μας ή ξέχασε μια παραγγελιά μας
Απού την αγάπη που σοχ', άνdρα μο', ξέχασα πως σε λένε
(1963)
Λέγεται σαν παράπονο σε κάποιο, που αδιαφόρησε για μιαν υπόθεση μας ή ξέχασε μια παραγγελιά μας
Παροιμία
(1963)
Δόξα σοι ο θεός κι΄ήρθε gι ο παπάς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται ειρωνικά, όταν περιμένη κανείς κάποιον ή κάτι πολλήν ώρα κι΄επί τέλους έρχεται
Το δουλευτή σ' ανάπαψε και ψυχικό μη gάμης
(1963)
Δηλ. Η καλομεταχείριση του ανθρώπου, που μας εργάζεται, είναι μεγάλο ψυχικό.
Η ζημιά 'ίνεται στο βουνό, μα ξεσπά στο μαgούφι
(1963)
μαgούφι=βακούφι. Είναι κατάρα. Εννοείται στο σπίτι. Καταριέται δηλ. να γίνη το σπίτι μαgούφι
Κακά' dα ψόματα
(1963)
Κακά 'dα = είναι τα, ψόματα = δηλαδή αυτό που δεν είναι αλήθεια, δεν το θέλεις να πεθάνης
Πον επέθαινα, να ησυχάσψ!
(1963)
Πον = ας, ας ήτανε δυνατό να ...
Η ζωή είναι γλυκειά
(1963)
Ο Θεός του ζωdοβόλου 'ν' ο άθρωπος
(1963)
Δηλαδή όπως ο άνθρωπος εξαρτάται από το Θεό, έτσι και το ζώο εξαρτάται από τον άνθρωπο, επομένως πρέπει να το φροντίζη
Αλησμονιόdαιν οι φιλιές, ξεχνιόdαιν οι αγάπες, συναπαδιόdαι gαι μιλού σα ξένοι, σα διαβάτες
(1963)
Για όλα τα πράγματα χρειάζεται υπομονή
Αγάλι' αγάλια 'ίνεται η αγουρίδα μέλι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "Μικρός είν' ακόμα. Να δήτε πως θα γνωστέψη σιά-σιά. Μετά καιρόν εφύτεψε, λέεει..."
Πότ' επρόκοψες, καμένη; Το Σαββάτο, που σηbαίνει; (ή σημαίνει)
(1963)
Λέγεται για καθυστερημένη φιλεργία, δραστηριότητα κ.τ.λ.
Κάθου, πράμα μο', 'κεί, που κάθεσαι, και λόια μη μου φέρης
(1963)
Δηλαδή, πάντοτε η συναλλαγή δημιουργεί κινδύνους διενέξεων, συνεπώς, όσο μπορεί κανείς, πρέπει να την αποφεύγη
Απ' αgάθι βγαίνει ρόδο κι' από ρόδο βγαίνει αgάθι
(1963)
Κρίμας τη μάνα τζη, πούτονε η καλύτερη ΄υναίκα dου χωριού κι΄εφτή ει dου πεταματού. Μ΄απ΄αgάθι, λέει...
Τ' ανάθεμα 'ναι σαράdα βλαστημιές
(1963)
Το ανάθεμα είναι πολύ βαρύτερο από τη βλαστήμια. Π.χ. “Μωρή, μα το μικρό bαιδ' αναθεματάς; Δεν έχεις ακουστά πως τανάθεμα 'ναι σαράdα βλαστημιές;
Του παπά τα 'ένεια ξίζει (ή κάνει)
(1963)
Λέγεται, όταν θέλωμε την αξία ενός πενιχρού μάλλον πράγματος. Π.χ Με παλιόφάδα τόκαμα το bερτάκι ετούτο, μα ξίζει του παπά τα ένεια . Είναι ζεστό και βολετικό
Απόψε με τα τούρτουρα κι αύριο με τον άουρο
(1963)
Άουρο = τον νέο
Ο βλάχος, άρχων κι α ενή, πάλι βλαχιάς μυρίζει
(1963)
Δηλαδή ο αγενής ο κατώτερος δεν αλλάζει κι αν πλουτίση.
Παροιμία
(1963)
Ο Ενάρης κι' α 'εννά του καλοκαιριού μηνά
(1963)
Δηλαδή, βρέχει, αλλά κάνει και καλωσύνες, πλησιάζει κάπως η άνοιξη
Έλα, πάπο μου, να σου δείξω τ' αbελοχώραφά σου
(1963)
Λέγεται, όταν δείχνης γνώση για ένα πράγμα, που ο άλλος το ξέρει καλύτερα
Άενος ζευγάς, έρημό 'd' αλώνι
(1963)
Δηλαδή ο νέος άνθρωπος είναι άπειρος
Αγαπώ σ΄εδά, ν'απε, ναπεθάνω;
(1963)
Πηδούν Δηλαδή: από τη χαρά τους, επειδή αρχίζουν τα ζώα να γεννούν και θα έχουν γάλα να πίνουν.
Από παλιό χρειασίδι δεν επόμεινε bοτές δουλειά ακάμωτη
(1963)
Δηλαδή και το πιο ασήμαντο πράγμα, το πιο παλιό, έρχεται ώρα, που είναι χρήσιμο, και συνεπώς πρέπει να φυλάγεται//Χρειασίδι = Σκεύος
Κάποιον επανdρέβγασι, λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)
Λέγεται, όταν συζητείται κάτι για ένα πρόσωπο κι' εκείνο δεν έχει ιδέα του πράγματος
Είδα 'ω πολλοί σπανοί, μάχα gαι κάπου τρίχα
(1963)
Λέγεται για κάτι υπερβολικό, κάτι που ξεπερνα κάθε όριο