Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2201-2300 από 3010
Νάρθης κι΄αύριο κουbάρε Να με χ ...... κι΄α ξανάρθω
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται με οικειότητα, όταν θέλης να δείξης ότι δεν είσαι και τόσο ευχαριστημένος
Ήρθα d΄άγρια πουλιά κι΄έδιωξα dα ήμερα
(1963)
Έδιωξα ή έβγαλα. Ερμ : Λέγεται, όταν κάποιος πάρη τη θέση του άλλου, που έχει περισσότερα δικαιώματα σ΄αυτή
Ήρθε dου, σα dου έρου στην Αϊά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν ξαφνικά θελήση κανείς κάτι και επιμένει να το κάμη ή βρίσκεται σε διέγερση, σε υπερβολική ευδιαθεσία κ.τ.λ.
Με το έργος, που κάνει κανείς, μετά 'κείνο θα πάη
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σε περίπτωση ατυχήματος, που συνδέεται με το επάγγελμα
Κι' έτσα έρμα κι αλλοιώς σκοτεινά
(1963)
Ερμηνεία: Όπως κι αν τα κάμη κανείς, στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει
Κάθα εις κατά τα έργα dου πλερώνεται
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Ο καλός αμείβεται, ο κακός τιμωρείται
Ιάννης εδιάης και Ιάννης ήρθες
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν γυρίση κανείς από κάπου άπρακτος
Έχει επά μάλι, που δε dόχου gι άλλοι
(1963)
Λέγεται σαν εκδήλωση θαυμασμού ή δυσφορίας για μεγάλη ποσότητα
Στσι δυό τ' Αούστου κι οι πέτρες τσόdαι (η τσι τρείς)
(1963)
Δηλαδή, αυτή την εποχή κάνει πολλή ζέστη.
Μιά δουλειά πού δέ gατέχω έδε βάσανο την έχω
(1963)
Έδε = ώ πόσο! Λέγεται, όταν καταπιανόμαστε με μιά δουλειά, πού δεν την κατέχομε και ταλαιπωρούμεθα
Ένας κούκκος δέ φέρνει τήν άνοιξη
(1963)
Δηλαδή: η μεμονωμένη ενέργεια, όταν χρειάζεται ομαδική, μένει χωρίς αποτέλεσμα
Πιάνουν και τω αδάρων κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια
(1925)
Πιάνουν = ταιριάζουν
Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλούνε
(1925)
Σα λένε αταίριαστο τίποτα, που μοιάζει πως είναι ψευτιά
Χίλια λόϊα έναν άσπρο
(1925)
Λόϊα = λόγια, άσπρο = παράς λεφτό
Λόϊα σου 'παν οι φκιωέρες του Χατζή οι θυατέρες
(1928)
Θυατέρες = αυτές είναι ακατάστατες, βρώμικες γι αυτό τις λέγανε έτσι
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι
(1963)
Δηλαδή άλλοι είναι δυστυχισμένοι, άλλοι ευτυχισμένοι, άλλοι χορτάτοι, άλλοι πεινασμένοι
Άλλα dων αλλώ
(1963)
Άλλοτες εψωμοζήτου gαί τώρα ψωμοπουλώ
(1963)
Λέγεται όταν ένας φτωχός αποκτήση οικονομικήν άνεση
Αλλού σ' επέψα gι' ήσφαλες
(1963)
Επέψα = έστειλαν, ήσφαλες = έκανες λάθος. Το λέει σαν απάντηση ένας που επιχειρούν να τον γελάσουν, δηλ. δεν γελιέμαι
Το δουλευτή σου πλέρωνε, ία να τον έχης πάdα
(1963)
Δηλ. Πρέπει να πληρώνης και να περιποιείσαι τον άνθρωπο, που σου εργάζεται, ώστε να είναι πρόθυμος να σου προσφέρη την εργασία του
Το δουλευτή σου τάϊζε, ία να τον έχης πάdα
(1963)
Δηλ. Πρέπει να πληρώνης και να περιποιείσαι τον άνθρωπο, που σου εργάζεται, ώστε να είναι πρόθυμος να σου προσφέρη την εργασία του
Η μιάν ελιά κι' η άλλη τό βγάνουσι dό λάδι
(1963)
Δηλαδή πρέπει νά συγκεντρώνωμε καί τήν πιό μικρή ποσότητα ενός πράγματος
Ή νάναι τό τίοτα ή νά μήν είναι
(1963)
Τίοτα = κάτι. Δηλαδή όταν έχης, όταν κάνης, όταν σού δίνουν κάτι, πρέπει νά είναι καλό, διαφορετικά είναι περιττό
Ο ποdικός στη dρύπα dου μεγάλος άρχος είναι
(1934)
Ο ιδιοκτήτης οικίας, η περιουσία, έστω μικρά, θεωρεί εαυτόν άρχοντα
Αλοίς που το ΄χ η κούτρα σου να κατεβάζη ψείρες
(1934)
Επί των αμεταβλήτων ελαττωμάτων
Τό σκιάδι δέν είναι 'ιά ΄να gαλοκαίρι
(1934)
Επί οιουδήποτε πράγματος, τό οποίον πρέπει νά διατηρήται επ' αρκετόν
Στα σαράdα του πισίτη ήτον' άλλος μέσ' στο σπίτι
(1963)
Πισίτη = του αναθεμένου
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο
(1963)
Λαοί = λαγούς
Όλοι οι χοιρ΄εφαασί μας κι ήρθε gι΄ο παdέρημος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν
Ετσά κι΄ ετσά ΄φάαν οι σκύλοι τα πετσά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν πιά έχωμε φθάσει στο σημείο να μη μας κάνη τίποτα εντύπωση, να τα αποδεχώμεθα όλα, να τα παίζωμε όλα για όλα
Η ζωή περνά και φεύγει και μασε κοροϊδεύγει
(1963)
Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες
Όποιος χτυπά του ζωdοβόλου dου, χτυπ' απάνω στη gεφαλή dου
(1963)
Δηλαδή η κακομεταχείρηση του ζώου σου, αποβαίνει σε δική σου ζημιά
Σα βάλη ο νήλιος φράgικα
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο.
Όποιος δε θέλει χαρχαλοχτυπήματα, 'είτονα χαρθιά δε gάνει
(1963)
Κι αυτή παρεφθαρμένη
Όπου δε θέλει ο τσικαλάς, κολλά τ' αφτί
(1963)
Δηλαδή ο δυνατός, εκείνος που έχει εξουσία κάνει ό,τι θέλει
Που προλάβη (ή που προφτάξη) και στο μύλο
(1963)
Δηλαδή, όποιος προφθάση, όποιος προηγηθή ή από τύχη ή από ικανότητα, δικαιούται να κάμη πρώτος τη δουλειά του
Το ραβδί έχει δίυο άκρϊες
(1963)
Δηλαδή, αν με χτυπήσης, θα σε χτυπήσω. Π.χ. “Ά σηκώσω το ραβδί και σου κατεβάσω καμμιά....-Ά σε συφέρη,βάρα,μα το ραβδί έχει δυο ακριές”
Ο Θεός να σε φυλάη απου το σϊανό boταμό
(1963)
Απου το σϊανό boταμό ή απου το σϊανοbόταμο
Αουροφάς επρόλαβε μα ο 'υαλιστής μήτε καθόλου
(1963)
Δηλαδή, ο κλέφτης τρώει τους καρπούς ανώριμους, για να προφτάση το νοικοκύρη κι΄έτσι ο νοικοκύρης, που τους περιμένει να ωριμάσουν, δεν τους δοκιμάζει
Ήκουα τα κουδούνια σου κι εθάρρου gαί τα ζά σου
(1963)
Λέγεται για κάτι, που αποδεικνύεται υπερβολικά φημισμένο. Π.χ.”Ήκουα 'δα,λέει, τα...” Άρχοdας ελέουdα gι' αυτός και πουλεί τη bεριουσία dου, ιατί χρωστεί,λέει.
Των ακριβώ τα πράματα τα τρων οι χαροκόποι
(1963)
Ή οι χαράμηδες τρώ da. Δηλαδή: Την περιουσία, που κάνει ή έχει και συντηρεί ο τσιγκούνης, θα τη σπαταλήση κάποιος γλεντζές κληρονόμος
Ακριβός στην ώρα dου κι ο φαάς μήτε καθόλου
(1963)
Δηλαδή, ο τσιγκούνης μπορεί και κάποτε να σου προσφέρει κάτι, ενώ ο φαγάς ποτέ, γιατί τα θέλει όλα για τον εαυτό του
Ακριβός για το καρφί χάνει και το πέταλο
(1963)
Ακριβός = ο ακριβός
Εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή εξ ανάγκης γίνονται και πράγματα, που δεν τα θέμε
Αμύγδαλα μά πέτρες
(1963)
Δηλαδή, αμύγδαλα να έχωμε, πέτρες για να τα σπάμε υπάρχουν πολλές. Η δυσκολία δηλ. Είναι αλλού απ' όπου την τοποθετούμε
Κάτσε, κιουρά μ', ανέμενε να κάμω 'ιο να πάρης
(1963)
Ιό=γιό, υιόν
Λε', απόθεν είσαι; λε' από 'κει πουν' άdρας μου
(1963)
Απόθεν= από που;
Ο άdρας είναι καβαλλάρης
(1963)
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Το καλύτερο μας εμάς είναι που δε χρωστούμε, gαί το λακριδί λέει, πως φτωχός αξεχρέωτος...” αξεχρέωτος = χωρίς χρέη
Ένα bρώτο 'δα ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Δηλαδή, όταν εγκαίρως δεν επιβληθής ύστερα πια δεν μπορείς να το επιτύχης
Όσο βαρεί, ξίζει
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που η αξία του, η ικανότης του είναι ανώτερες από την εμφάνισή του
Απόψε με το dούρτουρο κι αύριο με τον άρbουρο
(1963)
Λέγεται όταν κάνη κανεις υπομονή με την ελπίδα να χαρή αργότερα κάτι
Όλα θα τ΄αφίσωμεν επά
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Όλα θ΄απομείνουν
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Όλ' απομείνουν επά
(1963)
Δηλαδή, τα πάντα είναι μάταια, κακώς αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα υλικά αγαθά
Πάει ν' αθίση το δεdρί κι' η μοίρα δε d' αφίνει
(1963)
Λέγεται, όταν για μια στιγμή διαφανή κάποια ελπίδα, που κι' αυτή διαψεύδεται
Νάσαι καλά τον Άουστο, πούναι παχειές οι μυίες
(1963)
Λέγεται, σαν αστείο για αβέβαιη υπόσχεση
Παροιμία
(1963)
Όποιος διάζεται (ή: βιάζεται) σκουdάβγει
(1963)
Η βία δέν έχει ποτέ καλό αποτέλεσμα
Πέdε βούδια δυό ζευγάρια
(1963)
Ηύρες πούλουδο να πάρης μέλι
(1963)
Δηλαδή, το πρόσωπο που νόμιζες πως μπορείς να απατήσης, να ειρωνευθής, δεν προσφέρεται γι αυτό, είναι έξυπνο, ικανό
Μήτε στα μονά σε βρίσκει κανείς μήτε στα ζυά
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που δεν μπορείς να συννενοηθής μαζί του
Όχι σα bο' ξέραμε, σα bο 'βρήκαμε
(1963)
Δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται με τις περιστάσεις
Που άδαρο δώση και άδαρο πάρη, άδαρος λοάται
(1963)
Δηλαδή: είναι άσκοπη η ανταλλαγή ομοίων περίπου πραγμάτων
Όπου άδαρος κι εμείς σομάρι
(1963)
Λέγεται όταν ένας άνθρωπος είναι παντού ανακατεμένος ή όταν είναι διαρκώς στα πράγματα
Στο 'άμο πο' 'dύχαμε τσάτρα πάτρα
(1963)
Λέγεται, όταν αποδεχώμεθα ως κάπως ικανοποιητική, μια κατάσταση
Ο παπάς ευλόησε bρώτα τα 'ένάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν φροντίζωμε πρώτα – πρώτα τον εαυτό μας. Π.χ. “-Μα μες στο δικό σου πιάτο θα πρωτοβάλης φαΐ; - Ο παπάς λέ', ευλόησε bρώτα τα 'ενάκια doυ”
Ο παπάς ευλόησε bρώτα τα 'ένεια dου
(1963)
Λέγεται, όταν φροντίζωμε πρώτα – πρώτα τον εαυτό μας. Π.χ. “-Μα μες στο δικό σου πιάτο θα πρωτοβάλης φαΐ; - Ο παπάς λέ', ευλόησε bρώτα τα 'ενάκια doυ”
Το Ενάρη κόβγε κλήμα και καιρό μην αρωτάς
(1963)
Δηλαδή, ο Γενάρης είναι το τελευταίο χρονικό όριο του κλαδέματος των αμπελιών, δεν υπάρχει πια περιθώριο να διαλέγης τον κατάλληλο για κλάδεμα καιρό
Δε gαϊdώ δυο πράματα, φτώχεια και 'εροdάματα
(1963)
Είναι κοτσάκι, αλλά λέγεται και ως παροιμία
Η σκρόφ' απ' όdεν εέννησε, χλωρό σκατό δεν ήφαε
(1963)
Δηλαδή, η μητέρα προσφέρει τα πάντα στα παιδιά της
Λίη 'ης σε θεραπέψη και πολλή σε ξελοθρέψη
(1963)
Λίη 'ης = λίγη γη
Του γλήορου πουλιού η ούλα ώρα 'σκόλασε, μα μερα δεν εσκόλασε
(1963)
Δηλαδή ο επιμέλης, ο εργατικός δεν στερείται, κι αν κάποτε στερηθή, είναι πρόσκαιρη η στέρηση
Η γλυκειά γλώσσα 'βγαλε, λέει, το φίδ' απού την dρύπα
(1963)
Δηλαδή ο απαλός τρόπος έχει καλό αποτέλεσμα
Όλα 'ίνουdαι μόνου του σπανού τα 'ένεια δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή όλα είναι δυνατά
Ο ΄ουρσούζης άθρωπος είναι ουρσούζης παdου
(1963)
Ουρσούζης=ο άτυχος
Η ΄υναίκα ΄βαλε dο διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Προέρχεται από παραμύθι. Δηλ. Η γυναίκα είναι ικανή να καταφέρη τα πάντα
Η υναίκα ΄ναι σάστρα
(1963)
Σάστρα= τα σιάζει, τα βολεύει, τα καλύπτει όλα. Έχει μάλλον μειωτική έννοια
Ευλογώ
(1963)
Με τ΄ αχείλια πόχω μετά ΄κείνα σε φιλώ
(1963)
Δηλαδή : σου προσφέρω ό,τι μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου
Τάχες Γιάννη, τάχες πάdα
(1963)
Δηλαδή : τα ίδια και τα ίδια
Οι λαλάδες μας επλώθανε σ' ένα νήλιο τα ρούχα dωνε
(1963)
Λαλάδες = γιαγιάδες