Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1501-1600 από 3010
Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν γελάμε πολύ την Παρασκευή
Μάθημα ξεμάθημα δυό καλά μαθήματα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο λεύτερος προξενητής για λόου dου 'υρεύγει (ή: d' αξανοίει)
(1963)
Dου = για τον ευατό του
Παρηοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγη η ψυχή dου
(1963)
Λέγεται σε μάταιη παρηγοριά
Επά πλερώνουdαιν όλα
(1963)
Επά = εδώ
Πρωτογιούλης
(1963)
Έλα, μα ο σκύλος άμα (αφού) μααριστή...
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς για το σκύλο, όταν συνηθίση να σκοτώνη ζώα στο κοπάδι να τα τρώη, και μεταφορικώς Λέγεται για κάθε κακή αρχή
Όποιος σουλατσάρει σουλατσάρει το νεαυτό dου
(1963)
Δηλαδή όποιος κοροϊδεύει άλλον, ουσιαστικά κοροϊδεύει τον εαυτό του, γιατό δείχνει ότι είναι άνθρωπος ταπεινός ο ίδιος, αναγωγος, ανόητος, επομένως άξιος κοροϊδείας
Τη σούβλη τη λένε ζεστασά
(1963)
Δηλαδή για να πετύχη κάτι πρέπει να γίνεται εγκαιρως, αμέσως όταν δοθή η ευκαιρία
Ο ποdικός στη θάλασσα 'κατούρησε, βοήθεια το gι εκείνο
(1963)
Δηλαδή και το ελάχιστο είναι άξιο υπολογισμού
Προς τα να κλαί' η μάνα μου, ας κλαί' η εδικιά σου
(1963)
Δηλαδή προκειμένου να μου κάμης εσύ κακό, προφταίνω και σου το κάνω εγώ
Πως να τα πάμε. Κουτσά τυφλά περάσαμε γκι' εμείς
(1928)
Κουτσά στραβά το ίδιο με το κούτσα τύφλα
Ω κι εφτός θαρρεί πως θα κάμη το σκόρδο ρεμεστέλλο
(1924)
Λέγεται επί προκομένου
Θαρρεί κι εφτός πως θα κάμη τα ζα λιβάδι
(1924)
Λέγεται επί προκομένου
Μωρέ έλεϊκο του ελεϊκού δεν του ΄καμα
(1924)
Ερμηνεία: Τίποτε απολύτως
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Κουκουλοσίταρο τόκαμα
(1928)
Κουκουλοσίταρο = καλομπόκι
Λέει το η καρδιά dου
(1928)
Ερμηνεία: Είναι παλληκάρι
Όποιος πορπατεί κατ΄ηύρε gι έφα κι όποιος κάθεται γάτες που έφα
(1934)
Ερμηνεία: Εξαίρεται η εργατικότης
Κάθα καρυδιάς καρύδι και το κακό συνεπάdημα
(1934)
Ερμηνεία: Επί ανομοιογενούς συγκεντρώσεως
Το σκόρδο ρεμεστέλο κάνει κι' εαυτός
(1928)
Τον καλό; Ή προσπαθούσε να παρουσιάση το σκόρδο κάτι καλύτερο. Ίσως το ρεμεστέλο να 'ναι τίποτα όμορφο. Το άκουσα μόνο από τη γιαγία μου που έχει πεθάνει
Τη χοιριά κάνεις λουκούμι
(1928)
Τα παραστήνεις τόσα όμορφα που και οι ακαθαρσίες του χοίρου μπορείς να μας κάμης να πιστέψουμε πως είναι λουκούμια
Βάλε και το χέρι σου στην γκαρδιά σου
(1928)
Λυπήσου
Η καρδιά μου μου λέει
(1930)
Προνοώ
Όλος ο κόσμος είναι κερατάς
(1928)
Αυτό έχομε ένα γείτονα όπου το δημιούργησε, είναι βλάκας και δε μιλεί και καθαρά, γιαυτό το λέει, όλοι ο κόσμος είναι κερατάς και σχεδόν έτσι το λένε όλοι, έμεινε πια ως παροιμία μες στο χωριό και μάλιστα τη μεταχειρίζεται ...
Μήτ' ο λόος μου φελά μήτε τ' άσπρο μου περνά
(1925)
Φελά = είναι καλός
Μπήει ο κλέφτης τσι φωνές να φύη ο νοικοκιούρης
(1925)
Μπήει = βάζει
Τόσο ομορφοκαμωμένος είναι που θαρρείς πως ήβγε από το μάγγανο
(1924)
Ο συλλογεύς δεν σημειώνει την σημασίαν της λέξης μάγγανα παρά την παροιμίαν, αλλ' αναφέρει μόνον μάγγανα του πατητηριού, μπαμπακιού
Το κάλλιον κάλλιον είναι
(1928)
Ερμηνεία: Το καλύτερον είναι πάντα το καλύτερο
Εσύ κακό χερόβολο κι εσύ κακό δεμάτι
(1934)
Ερμηνεία: Και οι δυο κακοί ο δεύτερος χειρότερος
Λόος π' ακουστά ψομμαθιανός δεν είναι
(1934)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Έλα πάππο μου, να σου πω τα 'ονικά σου
(1934)
Ερμηνεία: Επί των ανετοίμως επεμβαινόντων εις ζητήματα, τα οποία άλλος κατέχει καλύτερον παντός άλλου, λόγω φυσικής ή σκοπίμου αναστροφής μετ' αυτών
Όλα τα' χει η Ζαφειρίτσα μόν' ο φερετζές της λείπει
(1934)
Όταν, ενώ στερείται τις των βασικών επιζητεί το πολυτελές, η έλλειψις δεν είναι αισθητή
Κάλλια σα bου λέσι παρά σα bου θέσι
(1934)
Καλύτερον όπως διαδίδουν υπερβάλλοντες περί της περιουσίας ή άλλου τινός πράγματος, παρά όπως επιθυμούν από φθόνον κτλ
Ας με λεν Boϊβοdίνα κι ας ψοφώ κι απού τη bείνα
(1934)
Ερμηνεία: Επί μωροφιλοδοξίας και παραλόγου επιδείξεως
Τριμύστηρος άρθωπος είσαι, ούτε στα μονά σε πιάνει κανείς, ούτε στα ζυγά
(1925)
Τριμύστηρο = μεγάλο θάμα, τρείς φορές μυστήριο
Δυο αδουράκια bλέκουνται σε ξένον αχεριώνα
(1925)
Βλέκουνται = μαλώνουνε
Σου κολλά στο σβέρκο, σαν τη μυία στο κριάς
(1925)
Κριάς = κρέας
Φέρε όνομα να δης κορμί
(1925)
Λέει μουνούχος είμαι, λέει, πόσα παιδιά έχεις
(1928)
Το λέει κανένας όταν μιλεί και ο αντικρυνός του δεν τον καταλαβαίνει παρά του επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, ή μάλλον όταν μιλεί κανένας και ο άλλος δε θέλει να καταλάβη τι λέει
Κλαίει να το πη
(1928)
Όταν ζυγίζουμε κάτι και δεν είναι ακριβώς μέσ' στην οκά, λέμε: “Τέσσερις οκάδες, κλαίει να το πη”
Πάρε με στο 'άμο σου να σου πώ και του χρόνου
(1934)
Λέγεται επί των τιμωμένων οι οποίοι αγνωμονούντες δεν συμπεριφέρονται καλώς
Απορπισμένο gαράβι σ' αγαθό λιμιών αράζει
(1934)
Ο απηλπισμένος καταφεύγει εκεί όπου ευρίσκει παρηγοριάν
Άλλα μελετού da βούδια κι άλλα κάνει ο ζευγάς
(1934)
Παρόμοια τη: άλλαι μέν βουλαί ανθρώπων άλλα δέ θεός κελεύει
Άλλα d' άλλα κι η χαρβάλα με το 'άλα
(1934)
επί πλήρους ασυνεννοησίας
Το κουριαλόν επέθανε, γριά και έρος τόλαιε
(1931)
Λέγεται όταν στεναχωριέται κανείς για κάτι που δεν αξίζει
Στα σαράdα τση πισίτας ήτον' άλλη μέσ' στα σπίθια
(1963)
Πισίτας = της αναθεμένης, στα σπίθια = στο σπίτι
Νά λείπα dα πιπέρια μου νά δής τσί μαεργιές σου
(1934)
Αν έλειπε η ιδική μου συμβολή τί θά ηδύνασο μόνος νά κάμης;
Δε ντο 'καμεν η κεφαλή μου
(1928)
Δεν το σκέφθηκα
Ήβγες και του λόου σου την πρεσμεινάδα
(1924)
Ήβγε κι αυτός στα τρυφερίτσα
Κόρακας κοράκου μάτι δε' βγάνει ποτές
(1934)
Ερμηνεία: Επί των μη τιμωρούντων τους αδικήσαντες επειδή ανήκουν εις την αυτήν οικογένειαν η τάξιν, ή έχουν διαπράξει από κοινού το αυτό παράπτωμα ως ο έτερος τούτων γίνεται δικαστής του άλλου
Τ' αμπέλια σου φράξε και μη σε γνοιάζη 'ιά του κόσμου τ' αμπέλια
(1934)
Κόσμος = ξένος
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Είπα τζη γριάς να χέση κι' ήκατσε κι εξεκωλόθηκε
(1934)
Ερμηνεία: Επί υπερβάλλοντος εις αναληφθέν έργον
Λαός τη φτέρην ήτριβγε κακό τση κεφαλής του
(1934)
Ο εις αλλότρια αναμειγνυόμενος υφίσταται κακά
Μη bης bα του πηαδιού 'ιά θα σου πη bου
(1934)
Ερμηνεία: Επί των ματαιοπονούντων
Πες τα μου να μη στα πω
(1934)
Κατά του έχοντος άδικον και όμως επιτιθεμένου διά λόγων
Αν είσαι λέλισσας παιδί κέντα και μη σβουρίζεις
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο ένας τση λόος δε 'ίνεται δυο
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Καλός κακός οαπότραφος πέντε δέκ' ανέμους απαντά
(1928)
Απότραφος = τοίχος που χωρίζει
Του καλοκαιριού τ' αgάθι, το χειμώνα μαρουλάκι
(1930)
Δηλαδή του καλοκαιριού τ' αγκάθι μας φαίνεται μαρούλι το χειμώνα
Νάξερα και καλόψηστα και καλομετρημένα και το πετσί βασταερό, τέθοιε μου κι αποφτέ μου
(1963)
Λέγεται αντί του απλού: “Νάξερα ... = ας ήξερα, αν”
Πρώιμο gάματο κι έψιμη διβολά
(1963)
Δηλαδή το πρώτο όργωμα πρέπει να γίνη νωρίς το φθινόπωρο και το δεύτερο όψιμα την άνοιξη, για να αποδώση το χωράφι
Η πολλή gαλωσύνη είναι μισή ζαβάγρα
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει κανείς να είναι πολύ καλός, γιατί η πολλή του καλωσύνη απολήγει σε βάρος του
Κόβγει το σπαθί d' από εκατό πάdες
(1963)
Δηλαδή έχει δύναμη, πολά μέσα, επιρροή
Τα μακρϋά 'κοdίνανε και τα φαρδειά 'στενέψα gι οι πρώτες αγαπητικιές όλες εδιγνωμέψα
(1963)
Λέγεται κυρίως μόνο ο πρώτος στίχος και σημαίνει ότι τα πράγματα άλλαξαν στο χειρότερο
Που κοπελομάθη, δε 'εροdοξεχά
(1963)
Δηλαδή ό,τι μάθη κανείς νέοις, δεν το ξεχνά κι όταν ακόμα γεράση, κυρίως λέγεται για τις κακές συνήθειες
Ο Θεός πλερώνει καθανούς κατά τα έργα dου
(1963)
Δηλαδή: ο καλός αμείβεται και ο κακός τιμωρείται
Δεν ηξέρει να πη νερό gι' αλάτσι
(1928)
Δηλαδή τίποτα
Κάλλια στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου
(1928)
Κάλλια μια ζημιά παρά ένας θάνατος
Θώριε οΰια κι έπερνε και θώριε μάννα κι έπερνε παιδί
(1928)
Οΰια = γούια
Τα πολλά λόϊα μισή gακομοιριά
(1928)
Λόϊα = λόγια
Τα 'κατό μου ργιάλια θέλω και το 'άδαρο να φεύγω
(1963)
Κατό = εκατό, ργιάλια = ρεάλια (νόμισμα), από παραμύθι = από ανέκδ. συλλ. μου, βλ. άλλη παραλλαγή εις Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 503, σελ. 327, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη
Παρά να κλαί' η μάνα μου, ας κλαί' η εδική σου
(1963)
Δηλαδή προκειμένου να μου κάμης εσύ κακό, προφταίνω και σου το κάνω εγώ
Καλά 'dα φαρδομάνικα, μα τα' χουν δεσποτάδες
(1934)
Τα αξιώματα και τα αγαθά δεν δύναται να απολαμβάνη οιοσδήποτε
Άκουε κι' εσύ τυριά και φούσκωνε μανούρες!
(1963)
Λέγεται ειρωνικώς για τις καυχησιολογίες. Π.χ. -Καμμία, λέει, θα πάρη στην Αθήνα με σπίθια, με λίρες....-Άκουε κι εσύ τυριά και φούσκωνε μανούρες!Ποιά είν' εκείνη, bου θάχη σπίθια και λίρες και θα πάρ'ευτό;
Βούδι σελάτ' αόραζε και άδαρο καμπούρη υναίκα γλικοκάμπυλη χοίρο μακρυομούρη
(1925)
Γλικοκάμπυλη = Λιγνή
Κάτσε, κιουρά, μ' ανέμενε να κάμω γιό να πάρης
(1925)
Κάτσε=κάθησε, Κιουρά=κυρά
Απ' άθρωπο boδίζεσαι κι' απ' άρωπο φωτίζεσαι
(1963)
Δηλαδή, η συμβουλή ή το παράδειγμα ενός άλλου οδηγεί συχνά σε κακό ή σε καλό