Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1401-1500 από 3010
Πεdε μέρες βρέχει ο Θιός κι έξε το σκατόσπιτο
(1963)
Λέγεται όταν στάξη η στέγη. Σκατόσπιτο = παλιόσπιτο, σπίτι που είναι σαραβαλιασμένο
Α σ' αρέση, bάρbα Λάμbρο ξαναπέρν' απού την Άdρο
(1963)
Λέγεται ύστερα από μιαν αποτυχία ή τιμωρία
Σήμερα πισίνι κι' αύριο βερεσέ
(1963)
Πισίνι = τοις μετρητοίς. Λέγεται, όταν διαρκώς αναβάλλεται κάτι, πού, ενώ πρέπει καί θέλεις νά τό κάμης, τό απωθής
Κάπου μέδες, κάπου σέδα
(1963)
Λέγεται επί λησμοσύνης. Π.χ. “Άλλοτες είμεστα φιλενάδες εδά, που λέ' ο λόος. Τώρα! Κάπου μέδες, κάπου σέδα”.
Ο άdρας είναι πραματευτής
(1963)
Δηλαδή υπερέχει ο άντρας και κυρίως στο ζήτημα της εκλογής συζύζου, έχει δηλ. Ελευθερία. Π.χ. “Η 'υναίκα πρέπει να βαστά τη θέση τζη, μα ο άdρας, σου λένε είν' αοραστής. Όποια θέλη εκείνος πάει και παίρνει”
Οι άdρες είναι bάσταρδοι, σα dα μουλάρια
(1963)
Δηλαδή είναι αδιάφορος, δεν λυπάται
Α σ' αρέση, Χαλαλάμbρο ξαναπέρασ' α' την Άdρο
(1963)
Λέγεται ύστερα από μιαν αποτυχία ή τιμωρία
Κάλλια ρούχα παρά ρούφα
(1963)
Δηλαδή καλύτερα είναι να εξοδεύης όλα σου τα εισοδήματα σε ρουχισμό παρά σε τροφή
Περνά και φεύγει η ζωή, σα dο νερό μες στσ' αωοί
(1963)
Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες
Όποιος δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Η κάθα μέρα ξημερώνει με το φακουφέτι τζη
(1963)
Φακουφέτι = την έκτατη, την απρόοπτη, την εκτός προγράμματος εργασία. Από το facio ;
Χωρίς το θέλημα Θεού φύλλο δεdρού δε σέται
(1963)
Δηλαδή: τα πάντα τα έχει ρυθμίσει ο Θεός
Ό,τι δε θέλει κανείς, δε gάνει
(1963)
Λέγεται, όταν αρνιέσαι κάτι με την πρόφαση ότι δεν μπορής να το κάμης
Ήλυσεν ο άδαρος κι ήbε gι ήφαε τρία χορταράκια
(1963)
Υπονοείται σαρκική ομιλία ανδρογύνου
Ούτε στα μονά σε πιάνει κανείς μήτε στα ζυά
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που δεν μπορείς να συννενοηθής μαζί του
Σα dη gάτω bέτρα του μύλου, πα dα χέρια dου
(1963)
Λέγεται, σαν φιλικό πείραγμα για άνθρωπο, που δεν αγαπά πολύ την εργασία, που είναι βραδύς κ.τ.λ.
Η γλυκειά γλώσσα βγάνει το φίδι απού τη dρύπα
(1934)
Η καλή συμπεριφορά εις τους αρρώστους καθιστά ηπίους ή τα μη αναμενόμενα πραγματοποιεί
Κάνεις το καλό και κολάζεσαι
(1963)
Ερμηνεία: Όταν απ' αφορμής ενός καλού, που κάνεις σε κάποιον και δε μένει ευχαριστημένος, αισθάνεσαι δυσανασχέτηση και μετανοής για το καλό, που έκαμες
Όπκοιος δε θέλει χαλοχτυπήματα, 'είτονα χαρκιά δε gάνει
(1934)
Χαλοχτυπήματα = φαίνεται ότι το “χαλκοχτυπήματα” εξέπεσεν εις χαλοχτυπήματα
Δανεικά είναι τα κούρταλα στο 'άμο
(1934)
Επί ανταποδόσεως
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή gακομοιριά
(1963)
Δηλαδή ο πολύ καλός άνθρωπος φαίνεται κακομοίρης, είναι υποχωρητικός, συνεσταλμένος, δεν έχει ύφος και εγωϊσμό και έτσι γίνεται κακομοίρης
Ο ποdικός στη dρύπα dου κύριος εί' gι εκείνος
(1934)
Έκαστος εν τω οίκω του είναι νοικοκύρης,όσον πτωχός και αν είναι
Ράβε, ξύλωνε, δουλειά να μή σού λείπη
(1934)
Επί των ουδέποτε ησυχαζόντων και δημιουργούντων εκ του μηδενός ασχολίας
Οdε 'εράση πο δεdρι ξεράδι δε dου λείπει
(1934)
Όμοία τη “δεινός το γήρας, ου γάρ έρχεται μόνον”
Μόνο δε' φτάνει, ζυγό περισσεύγει
(1934)
Επί των διαθετόντων ελάχιστα και πολλά επιδιωκόντων
Δε bα να δης αν έρχωμαι
(1934)
Ερμηνεία: Άφες με ήσυχον
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Διαομίζει=διαγουμίζει, σκοριόν καταστρέφει. Η ούλα όταν είναι κανένας φαγάς λέμε τση ούλας τον ναι.
Αξανοίει να μου βάλη τα υαλιά
(1929)
Κοιτάζει να με γελάση
Το Θεό ήπιασεν α' τον αστράκλα
(1928)
Για αστείο αντί να πούμε: το Θεό ήπιασεν ά' το ποδάρι
Ύστερ' από τόσα χρόνια μ' ένα σμπάρο δυό τρυόνια
(1963)
Τρυόνια = τρυγόνια. Το δίστιχο αυτό το είπεν ένας πατέρας, που απέκτησε δίδυμα αρκετά χρόνια μετά το πρίν από αυτά παιδί του
Που πεινα ια ν' αρχοντίνη, μόνου η πείνα τ' απομείνει
(1928)
Όποιος πεινα για να πλουτίνη τ' απομείνει μόνον η πείνα, δεν είναι δυνατό να πλουτίνη μ΄ αυτον τον τρόπο
Το 'ουδί το 'ουδοχέρι και το gόπανο στο χέρι
(1963)
Λέγεται, όταν συνεχώς κάνη ή λέγη κανείς το ίδιο πράγμα.
Το σκεπασμένο τσουκάλι είναι πιο σίγουρ' από το ξίσκεπο
(1963)
Σίγουρος και σεγούρος (ιταλ.) ασφαλισμένος
Τον αρωτά η 'ούλα dου, είdα να φάη κι είdα να πιή
(1963)
Δηλαδή είναι άρχοντας.
Το πολύ περίσσο το χαλά το ίσο
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση υπερβολής
Του θεριστή τ' όνομά βγήκε κι άρα θερίση κι άρα μη θερίση
(1934)
Η επιβολή τίνος δυσκόλως εξαλείφεται
Α' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί
(1934)
Ερμηνεία: Είθε να γίνη όσα λέγεις
Παροιμία
(1963)
Το παιδί, λε' είναι, σα dο σκυλάκι, ως το μάθης
(1963)
Δηλαδή το παιδί, όπως και το σκυλί, φέρεται, όπως το μάθης
Το πα είναι να μη ραΐση το 'υαλί...
(1963)
Λέγεται για αρρώστιες, που είναι χρόνιες, κυρίως της καρδιάς, των πνευμόνων, νευρασθένειες κ.τ.λ.
Τρεις στα Έννα, τρεις στα Φώτα κι' έξε στην Ανάσταση
(1963)
Γέννα (τα)=Χριστούγεννα
Των ακριβώ τα πράματα χαραμιτζήδες τάφαγα
(1963)
Τάφαγα=τα φάγανε
Τώρα 'δα μ' εgάστρωσες ....
(1963)
Ώστε νανεβοκατέβη το σπαθί, μεγάλα τέρμενα 'χει
(1963)
Δηλαδή υπάρχει ελπίδα ως την ύστατη στιγμή
Όπκοιος δε φοβάται τη θάλασσα δε φοβάται το θεό
(1934)
Εξαίρεται η δεινότης ανθρώπου ή πράγματος τινός
Παστρικός ουρανός αστραπές δε φοβάται
(1928)
Ποτέ δεν είμαι σε δικαστήριο παημένος, είμ' ακρισογάλετος, και παστρικός ουρανός, λένε αστραπές δε φοβάται
Δε (ιδές) δα το σκύλλο στη σταχτή κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1931)
Το λεν όταν αρπάξη, όταν κλέβη κανένας τίποτα που δεν έχει αξία
Σου παίρνει το σάλι από το στόμα
(1930)
Δια τους άρπαγες, για τους ικανούς να σου ζητάνε κα να σε καταφέρνουνε με τα γλυκόλογα, με τις κλάψες, να τους δίνεις
Όπου πολλοί φτύσουνε, πηλός γίνεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί της αλληλοβοηθείας
Σε πουλώ και σ' αοράζω
(1930)
Ένας που θεωρεί πολύ έξυπνο τον εαυτό του το λέει
Τον ίδιο λόο λέμε gαι δε γρικιόμεστα
(1931)
Εννοούμεθα
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1924)
Ερμηνεία: Οσάκις είναι νεφώδης ο ουρανός, ο δε ήλιος ανατέλλων φαίνεται άσπρος
Ως που να σηκώση τονα dου ποδάρι, τρων οι σκύλλοι τ' άλλο
(1931)
Όταν είναι οκνός, βραδυκίνητος κανένας
Επά ιαλός κι εκεί ιαλός καί πού νά πέσω νά πνιώ
(1931)
Επά = εδώ. Ο φτωχός ως κι ά dά κάμη, έρημος είναι
Ζαβός φορεί τα ρούχα σου
(1932)
Ερμηνεία: Είσαι ζαβός
Τον παπά και το άδαρο, με συμπαθιο σας κώλα, τονε ρδινιάζουνε από βραδύς
(1925)
Συμπαθιο= μετά συγχωρήσεως, ρδινιάζουνε= ετοιμάζουνε
Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα
(1925)
Ερμηνεία: Αυτό το λένε για τις τεμπέλες, συνήθως εδώ πλένουνε αρχές της βδομάδας
Ια την ώρα καλά είμαστα γκ' η κοράκοι ψοφούνε
(1928)
Δεν ξέρω τι θα πη αυτό. Εγώ δεν το 'χω ακούσει Η μάνα μου το ξέρει, είναι παλαιό
Νάλειπες σύ, κάλλια πάαινα ώ
(1928)
Όνταν ήτανε ο όγδουρας νιός εκαθούντανε κι όνταν εέρασε επέτια
(1924)
Όταν ξεράθη τον παίρνει ο άνεμος
Πιάνει το Θε' ἀ' το ποδάρι
(1928)
Πιάνει το Θεό απ΄το ποδάρι = δεν το παραδέχεται. Καμιά ώρα τση το λέω πως είναι παρακαρμίρα (πολύ ακριβή), μα πιάνει το Θε΄ ά' το ποδάρι
Ε! η μυία σ' έπιασε πάλι
(1928)
Σα λωλός πάλι κάνεις
Bόρα gαί τούτο και θα περάση
(1930)
Αδικοχτισμένο σπίτι πέφτει και γρεμνίζεται
(1934)
Το αδίκως αποκτηθέν απόλλεται, το άδικον ουκ ευλογείται
Τον Αράπη κι α dο bλύνης κρίμας το νερό που χύνεις
(1934)
Επί του αμεταβλήτου χαρακτήρος
Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα
(1934)
Άλλοι εσχεδίαζον κι άλλοι επραγματοποίουν τα σχέδια των πρώτων πριν εκείνοι προβώσιν εις την εκτέλεσιν αυτών
Πολλοί ποdικοί τρώσι dό σακκί, μά ήbλεξεν ένας ο κακόμοιρος
(1963)
Δηλαδή: πολλοί κάνουν τό κακό, αλλά ένας τό πληρώνει
Και τα μεταξωτά βρακιά πιδέξοι κώλοι θέσι
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Χρειάζεται επιδεξιότης για την χρησιμοποίηση ενός πράγματος, (ή πιδέξο gώλο, ή πιδέξα σκέλια, ή θένε)
Ω και κρίμας τα κουδούνια, να μη gρέμετ' ένα στο λαιμό σου!
(1963)
Ή ω και κρίμας τσι bούκες να μη gρέμεται μια στο λαιμό σου!
Στου κουφού τη bόρτα, όσο θέλης βρόdα
(1963)
Λέγεται στον ανυπάκοο, στον αδιάφορο, στον αμετάπειστο
Ο παθός είναι μαθός
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος πάθη αποκτά πείρα
Άλλα 'ν' τα μάθια του λαού κι άλλα 'ν' τζή κουκουμάβλας κι άλλα 'ν' του εροντόμουλου κι άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1925)
Κουκουμάβλα = κουκουβάγια
Αμπασαδούρου κεφαλή ποτέ κομμό δεν έχει
(1925)
Αμπασαδούρου=ο άνθρωπος που μας κάνει τη μικροδουλειά
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
(1925)
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
Σε άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1925)
Άμο = γάμο
Όλο dου αbανά κουβεδιάζεις
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Το αίμα νερό δε ίνεται κι α ενεί δεν πίνεται
(1928)
Είναι δύο συγγενείς μαλωμένοι κι ο ένας ακούει να υβρίζουνε τον άλλο και δεν το δέχεται παρά μπορεί πάνω σ αυτό να κάμη καυγά να υβρίση κι εκείνος. Τότε λέγεται η παροιμία.
Απού τον όρθρον ήβγαινα και λειτρονιά μο πάντα
(1928)
Επί της επαναλήψεως η παροιμία. Πάντα = απαντούσα
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάντρα
(1928)
Ενιά = γενιά
Αιά Βαρβάρα έννησε gι' η Στελιανή το 'δέχτη gι' Άης Νικόλας τόκουσε gαι πα να το βαφτίση
(1930)
Το λέμε για τις τρείς αυτές γιορτές πούναι κοντά
Εώ σ' έπιασα 'τα dριαdάφυλλο κι' εσύ ήσουν αgάθι κι' εgιλωσές με
(1930)
Για τους ανθρώπους που αλλιώς τους νομίζαμε κι΄αλλιώς τους βρήκαμε
Αθιβόλι 'ναι τ' αφτί σου
(1931)
Ακούς πολύ. Είναι σαν αχνάρι (αθιβόλι) που δε γελιέται ν΄ακούση ούτε πιο πολύ,παρά ακριβώς ότι ειπωθή.
Δεν έχει ο Μάης Σάββατα κι Άουστος Κυριακάδες
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...