Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1201-1300 από 3010
Αbρός να περάσ' η νύφη κι' ο 'αbρός
(1963)
Abρός = μπρός, αbρός = γαμπρός. Λέγεται, σαν αστείο, όταν θέλη κανείς να περάση και υπάρχουν εμπόδια
Οπού θέλει να ζυμώση πέdε μέρες κοσκινίζει
(1934)
Ο θέλων να επιτύχη τι λαμβάνει τα μέτρα του εκ των προτέρων εγκαίρως
Όμορφέ μου, “είdα θα φάμε”; Κί άσκημέ μου, “κάτσε να φάμε”
(1934)
Ερμηνεία: Επί συζύγου, ωραίου μεν αλλά πτωχού, ασχήμου δε αλλά πλουσίου
Όποιος σκάβγει το λάκκο d' αλλονού, ανοίει τον εδικό dou
(1963)
Δηλ. όποιος επιχειρεί να κάμη κακό σε άλλον, το παθαίνει ο ίδιος
Άλλοτες εψωμοπούλου gαί τώρα ψωμοζητώ
(1963)
Ψωμοζητώ = ψωμαοράζω. Λέγεται όταν ένας ευκατάστατος φτωχέψη, πχ. Άλλοτες ήτονε πρωτοζευγάδισσα και τώρα ζητά 'έννημα να ρίξη των ορνιθιώ τζη. Επά 'δα ταιριάζει το λακριδί, πως άλλοτες εψωμοπούλου. Πρωτοζευγάδισσα = γυναίκα ...
Δουλειά καμωμένη παράδες αναμένει
(1963)
Δηλαδή όταν δουλέψης, είσαι ήσυχος γιά την πληρωμή σου, έστω κι' άν δεν την πάρης αμέσως
Κάθα bόδιο 'ιά καλό
(1963)
Λέγεται σάν παρηγοριά, όταν μάς τύχη εμπόδιο. Επίσης, όταν από κάποιο εμπόδιο προκύψη ωφέλεια ή αποτραπή κακό
Που προλάβει και στο μύλο
(1928)
Όποιος προφτάξει θ' αλέση. Όποιος είναι πιο άξιος θα γεμίση τη στάμνα του, και κει που τη βάζει στην κάνουλα μπορεί να πη την παροιμία
Στο καλάθι δεν χωρεί και στη γκούφα περισσεύγει
(1928)
Δηλαδή δεν είναι καλός
Ήπηρα στα ποδάρια
(1929)
Κυνηγούσα. Έλα να σε πάρω στα ποδάρια να δούμε, να σε πιάσω θέλω
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1934)
Ο μη οφείλων πτωχός είναι μέγας άρχων
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή ζαβάγρα
(1928)
Ζαγάβρα = κουταμάρα
Νά 'τον η ζήλεια κασίδα θε να κασιδιάζαν όλοι
(1934)
Η δύναμις της ζηλοτυπίας
Τέθοια ώρα τέθοια λόϊα
(1930)
Για το ξαφνικό
Αλοίς τον πού λείπ' α τό άμο dου
(1928)
Άμο = Γάμο
Στη dρυπανιά ξίζει το καρφί
(1934)
Εις την κατάλληλον dιγμήν πρέπει να ενεργήσης
Όπου 'ναι 'να gοπελάκι είν' ένα αγιάκι όπου 'ναι δυο κοπελάκια 'ναι δυο διαολάκια
(1930)
Δηλαδή όταν ένα παιδί είναι μονάχο, είναι ήσυχο, ενώ δυο μαζί κάνουνε φασαρία
Αέρας είναι πού φυσά, μα θά σιανεμέψη καί θα 'ρθη κι η σιανεμιά στά χέρια μου να πέση
(1928)
Ο ερωτευμένος δηλαδή πάντα ελπίζει. Η σιανεμιά = μπουνάτσα, χωρίς αέρα
Του αbανά πολεμά και φτός
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Σημερνός κι αυριονός
(1928)
Έχει λίγες μέρες ζωής
Στο dόπο σου πουλείς τη Βενεθιά
(1934)
Τα εις την ιδιαιτέραν πατρίδα δυνατά είναι αδύνατα εις την ξένην
Ο άdρας είν' αοραστής
(1930)
Για τους λεύτερους που παίρνουν δηλαδή όποια θένε. Είναι πιο εύκολο
Άλλα λόϊα ν' αγαπιόμεστα
(1928)
Όταν δε με συμφέρει ν' ακούω κάτι που αλλάζω τα λόγια λέγεται η παροιμία
(Ω καμένη!) μεγάλη 'ν' η καταπίρθα ντου λαιμού σου και κατηπίνεις ό,τι κι αν ακούσης
(1928)
Όταν λένε κακά λόγια και δεν στρέφη απόκριση
Δε θα σου βγάλουν το κεφαλομάντηλο!
(1928)
Μωρή, πάαινε σα και μπέρκι μου να σου βγάλουνε το κεφαλομάντηλο, δηλαδή δεν πιστεύω να σε προσβάλλουνε, να σε κατηγορήσουνε
Α τη γκεφαλή ντο 'ξέβηκε ντώρα φτος
(1928)
Έφταιγεν ο ίδιος κι εχάθηκε
Θα τονε βγάλης το κεφαλομάντηλο
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Στο καυκί ντου ουρανού
(1928)
Πολύ ψηλά
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα κεραμίδια σ' αξεκάρφωτα!
(1963)
Λέγεται προς ένδειξη δυσφορίας, αγανακτήσεως, δυσπιστίας για μια υπερβολή, μια απρέπεια, μια αταξία, μια ψευδολογία
Καλύτερα 'ναι, λέει, νάβγη το μάτι σου παρά τόνομά σου
(1963)
Δηλαδή η ηθική μείωση είναι βαρύτερη και από σοβαρό ακόμη σωματικό ατύχημα
Ο λωλός με τ' όνειρό dου, ήβλεπε dο ριζικό dου
(1934)
Ερμηνεία: Επί των παραλογιζομένων δια την μέλλουσαν τύχην των
Οι μοίρες τω μοιράδω τήνε μοιράζασι
(1934)
Ερμηνεία: Επί της τυχερής
Μοναχός σου χόρευγε κι όσο θέλεις bήδα
(1934)
Αρκεί να είσαι μόνος και δεν ενδιαφέρει αν κάμνης ότι θέλεις, εφ' όσον δεν βλάπτεις
Η δουλειά δεν εφοβήθη dό bροκομμένο, μόνο' 'κείνο bού τή gυνηά
(1963)
Δηλαδή γιά να έχη αποτέλεσμα η δουλειά, δεν θέλει τόσο ταχύτητα και προκοπή, όσο συνέχεια και επιμονή
Δουλειά καμωμένη ακάμωτη δέ 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ό,τι γίνει, δεν ξεγίνεται. Λέγεται σάν παρηγοριά
Όποιος δουλεύγει, δε χάνει
(1963)
Δηλ. Όταν δουλεύης, έστω και χωρίς πρόθεση αμοιβής, δεν βγαίνει ζημιωμένος, κάτι θα κερδίσης
Δυό κεφαλές σε μια bερέττα δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Ένα σμπάρο, δυό τρυόνια
(1963)
Λέγεται, όταν με μια ενέργεια, με μιά προσπάθεια ή από μια σύμπτωση, πρόκυψη διπλό αποτέλεσμα
Στσή λεύτερης τή bόρτα εκατό κι' ο άδαρος
(1963)
Δηλαδή όποιοςδήποτε έχει δικαίωμα νά κάνη πρόταση γάμου σέ μιά κόρη καί εκείνη δέν πρέπει νά θίγεται, άν τύχη καί είναι κατώτερός της
Ά δέν dή σφίξης τήν ελιά, δέ βγάνει τό λάδι
(1963)
Δηλαδή γιά νά αποδώση η δουλειά, θέλει συνέχεια καί ένταση
Ο λωλός βάνει το γνωστικό να βγάλη το φίδ' απού τη dρύπα
(1934)
Ερμηνεία: Επί του αναμειγνύοντος άλλον εις τι περιπεπλεγμένον ζήτημα, δια να αποφύγη αυτός τας συνεπείας
Δεν ήρθαμε σ' ένα λόο
(1930)
Δεν λογοφέραμε, δεν μαλώσαμε
Θωρώντας τη 'ειτόνισσα τα κάν' η μια στην άλλη
(1934)
Διά της μιμήσεως
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1934)
Αναλόγως δηλαδή των αναγκών
Ο ποdικός εκατούρησε στη θάλασσα κι επόλυνε
(1963)
Επόλυνε = Έγινε πολλή, επλήθυνε
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Ο καλόερος κοιμάται, κι ο Θεός του μαερέβγει
(1925)
Το λέμε σαν έρθη σε κανέναν άνθρωπο, κανένα καλό χωρίς να το καρτερή
Απίσω κόβγει το κοπίδι
(1925)
Ύστερα θα μετανοιώσης μα θαν αργά τότες
Έχει μανάδες και πονού gι αδέρφια και λυπούdαι gι αdρόϋνα ξεχωριστά, που δεν αλησμονιούdαι
(1963)
Δηλαδή άλλοι στεναχωρούνται κι άλλοι είναι εντελώς αδιάφοροι
Τα δικά σ΄αbέλια φράξε, και τα άστα κι ας ρημάξουνε
(1963)
Άστα = άφησέ τα
Όμορφή μου, τί θα φάμε; Κι άσκημή μου, κάτσε να φάμε
(1963)
Δηλαδή είναι προτιμώτερο, ασφαλέστερο να παντρευτή κανείς άνθρωπο εύπορο παρά όμορφο
Δυο 'αδουράκια bλέκουdαι σε ξένον αχεριώνα
(1963)
Λέγεται, όταν μαλώνουν δυο ή περισσότεροι μεταξύ των, διεκδικούντες κάτι, που ανήκει σε τρίτον
Τα ξένα ανεπαύγουνε, μα δε θεραπεύγουνε
(1963)
Δηλαδή όταν δεν κάμης ο ίδιος την εργασία σου, δεν γίνεται καλά
Στ' απάνω bινάκι θα σε κάτσω
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αραθυμώ και κρεμούνται τ' άντερα μου
(1924)
Αραθυρώ = επιθυμώ σφόδρα. Τόσο πολύ επιθυμώ ώστε …
Που ζει μεταζώνεται
(1928)
Όσο ζει κανένας δεν ξέρει τι θα του τύχη
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1928)
Όταν βγει κάποια μόδα π.χ. Και την κάμουνε κι όσοι ακόμα δεν τους ταιριάζει
Όπκοιος δε γξέρει να γδάροι, χάνει κι τα κριάς, χάνει και το τομάρι
(1934)
Επί των επιδιδομένων εις έργα, τα οποία αγνοούν και δια τούτο χάνουν ου μόνον τα αναμενόμενα κέρδη και τα κεφάλαια και τους κόπους αυτών
Ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει
(1934)
Ο Θεός άλλους μεν καθιστά ευτυχείς, άλλους δε δυστυχείς ή άλλους μεν αναδεικνύει, άλλους δε καταβιβάζει
Και τα καλά δεχόμενα και τα κακά δεχόμενα
(1934)
Επί συγκρατημένης υποδοχής ευτυχίας ή δυστυχίας
Δυό μαλώνουνε, δυό φταίνε
(1963)
Δηλαδή πάντοτε σε κάθε διένεξη ΄δινουν αφορμή και τα δυό μέρη, επομένως, δεν πρέπει να υποστηρίζωμε το ένα
Χίλια λόια έναν άσπρο
(1963)
Το gαλομαθημένον άθρωπο 'ουλιάρη μη dονε πης
(1963)
Δηλαδή ο καλομαθημένος άνθρωπος δεν είναι φαγάς, θέλει απλώς λίγο φαγητό και καλό
Ο άdρας είναι bάσταρδος
(1963)
Είdα να κάμη ο βρεμένος του κρυωμένου
(1963)
Δηλαδή ο ένας φτωχός δεν μπορεί να βοηθήση τον άλλο
Στο ΄υροφούστανο τζη ΄υναίκας γίνεται το ΄ουρούνι
(1963)
υροφούστανο=στο γύρο του φορέματος, κοντά της δηλαδή. Δηλαδή το γουρούνι για να μεγαλώση δεν πρέπει να είναι μακρυά από το σπιτικό , επειδή εκεί το φροντίζουν περισσότερο. Λέγεται και μεταφορικώς
Η λίη 'ης έθρεψε κι η πολλή σ' εξολόθρεψε
(1934)
Το ολίγον του πολλού προτιμότερον
Πραματευτής π' αργεί να φανή σκατένια πραμάτεια φέρνει
(1934)
Ερμηνεία: Επί του μη τηρούντος τον λόγον του και μη εμφανιζομένου εις το συμφωνηθέν μέρος ακριβώς κατά την ορισθείσαν ώραν
Οπού κοπελομάθει, δεν 'εροdοξεχνά
(1934)
Ότι συνηθίσει τις παιδιόθεν, διατηρεί μέχρι βαθυτάτου γήρατος
Δυο 'αδάρ' εμάλωναν σε ξένον αχεριώνα
(1934)
Ερμηνεία: Επί των εριζόντων εντός ξένου κτήματος
τα θρέφ΄ ο κόσμος λιμός δεν είναι
(1963)
Λέγεται για τους παχείς ή για τους καλοφαγάδες, όταν ζουν άνετα εις βάρος των άλλων
Πόχει, θα χάση
(1963)
Δηλαδή : όταν έχη κανείς κάτι, φυσικόν είναι να παθαίνη και ζημιές. Εκείνος που δεν έχει τίποτα, τι να χάση;
Να δουλεύω να πεινώ; ας κοιμούμαι κι ας περνώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση χαμηλής αμοιβής εργασίας
Δυό κεφαλές σε μιά σκούφκια δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό
Δεν έχει bαρότση
(1963)
Να 'δα 'κείνη bου τσ' ήφαεν η σκύλα το παιδί τζη
(1963)
Λέγεται για εκδίκηση, που θεωρείται αυστηρή, ενώ είναι ασήμαντη. σκύλα( ή : η σκρόφα)
Όποιος μάθη γδυμνός dρέπεται dυμένος
(1963)
Δηλαδή όταν συνηθίση κανείς σε μια κατάσταση, δύσκολα προσαρμόζεται σε μια καλύτερη
Μαθημένα 'ναι τα βουνα τα χιόνια
(1963)
Δηλαδή όταν κανείς υφίσταται συχνα ταλαιπωρίες ή στεναχώριες και πόνους, σιγά σιγά εξοικειώνεται
Ο Θεός να σε βλέπ' ά' την άδικην ώρα
(1963)
Άδικη ώρα = τυχαίο κακό
Όπκοιος σπέρνει χάλαρα κι ανηφοροκατήφορα και πααίνει με γριές, χάνει και το σπόρο, χάνει και τσι ζευγαριές
(1934)
Ο άγονον γην εργαζόμενος ή επισφαλή επιχείρησιν απιδιώκων ματαιοπονεί
Το πολύ περίσσο το χαλά το ίσο
(1934)
Κακόν το υπερβολικόν ως φέρον την ανισότητα και την αδικίαν
Το Μάη βρέχει στον έρημο dόπο
(1934)
Θεωρείται επιβλαβής εις την γεωργίαν η βροχή κατά Μάιον