Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1101-1200 από 3010
Όπ' ανεκατώνεται με τα πίτερα το dρών' οι χοίροι
(1934)
Εξευτελίζεται και κακοπάσχει ο αναμειγνόμενος εις ζητήματα και συναναστροφές κατωτέρας της θέσεώς του
Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει
(1931)
Μα χωρίς να με πειράξη ήθελε να 'μαι κακιωμένος μαζί dου; Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει, λε ένας λόος
Ο νήλιος, λέ', εκαυκήστηκε bως δεν αφίνει το Μάη χλωρό χόρτο
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αbασαδούρου κεφαλή ποτέ κομμό δεν έχει
(1963)
Δηλαδή ο απεσταλμένος δεν έχει ευθύνη
Αμαρτωλός τρώει και κρυώνει
(1963)
Ο αμαρτωλός τρώει και κρυαίνει. Το λένε το χειμώνα όταν κρυώνη κάποιος την ώρα που τρώει
Μαθημένον ει' d' αρνί να διπλοκουρεύγεται τσίκου τσίκου η τσιπίδα
(1963)
Τσίκου τσίκου = μίμησις του ήχου της ψαλίδας
Μετά (ή: ύστερ' απου το) Χριστό, κάθα προφήτης γάδαρος
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς φθέγγεται
Όποιος πορπατεί μαθαίνει, κι' όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς
Πρώτο προκοσύφωνο κι' υστερνή διαθήκη
(1963)
Δηλαδή, το πρώτο προικοσύμφωνο και η τελευταία χρονικώς διαθήκη κατισχύουν
Η παρέα 'ναι παρέα
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή η συντροφιά οπωσγήποτε πρέπει να μη διαλύεται
Το ζωdόβολό 'ναι ως το μάθης
(1963)
Ως = Όπως
Όξω πάλι έπεσα dα καράβια σου;
(1955)
Το λένε, όταν σε δούν λυπημένο για ασήμαντη αφορμή
Σαν απεθάνω με συναχι, τύφλα ναχη η χολέρα
(1963)
Ή η πανούκλα
Όποιος απεθάνει εφέτι δε φοβάται του χρόνου
(1963)
Λέγεται ενθαρρυντικώς, σαν αστείο, σε συζήτηση για το θάνατο
Ένας αέρας (ή άνεμος), που δε σε πειράζει, ασ' το gι' ασ φυσά
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να αναμιγνύεται κανείς σε υποθέσεις, που δεν τον αφορούν
Ήβγε dου θεριστή τόνομα κι άρα θερίση κι άρα μη θερίση
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος διαφημισθή, ανεξαρτήτως, αν αξίζη ή όχι
Η όρνιθα σκαλίζοdας ήβγαλε dο μάτι τζη και ξανασκαλίζοdας ήβγαλε gαι τ' άλλο τζη
(1934)
Ο ακαίρως και αφρόνως αναμειγνυομένος εις επισφαλή ζητήματα υφίσταται εν τέλει μη αναμενόμενα υπ' αυτού κακά
Τα λόϊα 'ναι λόϊα και τα μακαρόνια το 'χου dο φαΐ
(1934)
Σημασία δεν έχουν οι λόγοι αλλ' η ουσία
Ξένα πόνια, ξένα 'έλοια
(1934)
Ξένος πόνος, ξένη χαρά, δεν τα αισθανόμεθα ως ιδικά μας
Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι΄η φουρτούνα τ΄αοράζει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν είναι ανάγκη να κάμης κάτι, έστω και με ζημιά σου
Όποιος κάθεται στο νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους
Όποιος δε βάλη τη Μεγάλη bαρασκευγή πρωτόβαρτα ρούχα, θα πέση με το gούκκο
(1963)
Ερμηνεία: Το έλεγαν οι παλαιοί. Έπρεπε να βάλουν τη Μεγάλη Παρασκευή καινούργια ρούχα
(Τέτοιες δουλειές) δε τζοι βγάνει εύκολα σε κεφάλι
(1928)
Εξός τζάρμπιλα = κατεργάρικα να πολεμά
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύγεις τσι 'ονείς σου
(1963)
Λέγεται, όταν κανείς κάνη τον γενναιόδωρο προσφέροντας ξένα πράγματα
Όποιος αγαπά το ξένο dίοτα χάνει και το δικό dου
(1963)
Dίοτα = κάτι, πράγμα
Σήμερα 'ν' ο ένας κι αύριο 'ν' ο άλλος
(1963)
Λέγεται σαν παρηγοριά, σε λύπη, σε ατυχία, σε φτώχεια
Ή μικρός μικρός παdρέψου ή μικρός καλοερέψου
(1963)
Λέγεται κυρίως για το γάμο, σαν προτροπή σε νέους ανθρώπους ή σαν δικαιολογία από αυτους, όταν μικροπαντρευτουν, καθώς και από ηλικιωμένους, που δεν θένε πια να παντρευτουνε
Ο παπάς για τη gοιλιά dου ήχασε dη λειτρουιά dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν χάνη κανείς κάτι σοβαρό θέλοντας να καρπωθή κάτι ασήμαντο μάλλον
Στη bάdα να περάση τάλοό μου...
(1963)
Λέγεται, όταν προώρως συζητείται κάτι μελλοντικό, σα να πρόκειται να γίνη αμέσως
Παπά παιδί διαόλου gόνι
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, σαν αστείο, σε παπά ή παιδί ή εγγόνι παπά
Που δε bαινα το σπίτι dου, πέφτει και το bλακώνει
(1963)
Λέγεται και όταν επαινή κανείς κάτι δικό του και όταν το κατηγορεί
Παίζ' ο λύκος με τ' αρνί;
(1963)
Δηλαδή ο αδύνατος, ο φτωχός, ο μικρός δεν πρέπει να αντιτάσσεται στον δυνατό, τον πλούσιο, τον μεγαλύτερο, γιατί θα βγη νικημένος
Εθέλησε gι ο Βριός να καβαλλικέψη κι ευρέθηκε μέρα Σάββατο
(1963)
Ο Βριός = ο Εβραίος
Επά νερό κι' εκεί νερό και που να πέσω να πνϊώ;
(1963)
Λέγεται, όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται δε δυσχέρεια, σε αδιέξοδο και δεν ξέρει τί να κάμη, τί να αποφασίση
Να 'δα η πολλοιάdρα...
(1963)
Που έχει πολλούς άντρες
Ο σορόκος, λέει, ταράζει σαράdα οργυιές τη θάλασσα κάτω
(1963)
Δηλαδή είναι άθλιος καιρός
Ξεραίνει το σκατό dου
(1963)
Λέγεται για να χαρακτηρίση τον τσιγκούνη
Κατά το πέσιμο, επά θάμαι κι' αύριο, πουλεε gι' ο Στρατηχότζας
(1963)
Λέγεται, όταν προβλέπεται αργοπορία
Ο παπάς μας ο καλός κι΄Αρβανιτονικολός
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται ειρωνικά για άνθρωπο, που θεωρείται καλός, ενώ πράγματι δεν είναι
Παστρικό, σα τζη κόττας τα ποδάρια
(1963)
Λέγεται ειρωνικώς για κάτι που δεν είναι καθαρό
Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να ασχολείται με ένα μόνο επάγγελμα για να το ασκή επιτυχώς
Ο παπάς και το ραβδί του
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για τον άνθρωπο, που δεν έχει υποχρεώσεις, που είναι μόνος και ανεξάρτητος
Μόνου το bαπά και το διάκο βάνει μέσα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για το μικρό σπίτι
Τα παιδιά, α δεν είχανε παιδείες, δεν ήθελε να τα λένε παιδιά
(1963)
Παιδείες = Βάσανα, παιδεμούς, κόπους, φροντίδες
Ευτό παλιό κι' άλλο καινούργιο
(1963)
Δηλαδή κάτι που έγινε δεν πρέπει να μας απασχολή πια
Όποιο νερό μέ πνίξη, θάλασσα λοάται
(1963)
Δηλαδή, δεν ενδιαφέρει η αιτίας μιάς συμφοράς, ενός κακού
Το παιδί μο' πάdρεψα κι' ήκαμα το 'είτονα κι' όχι κοdοείτονα, μόνου μακρυοείτονα
(1963)
Δηλαδή όταν το παιδί παντρευτή, απομακρύνεται από τους γονείς του
Η παπαδιά τόφερεν εφέτι τ' αλάτσι, δε dόφερεν ο παπάς
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο καθένας αποδίδει αξία σε ότι έκαμε ο ίδιος, λυπάται τον κόπο του
Το gακόν άθρωπο τονε σημαδεύγει ο Θεός
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Και μες στο σάκκο σεχα!
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Καλός σασμός στον αύλακα και μη μαΛλιά στ' αλώνι
(1934)
Πρόσεχε να λαμβάνης όλα τα αναγκαια μέτρα προς ευόδωσιν ενός έργου αποφεύγων τας περιπλοκάς
Βάνει κι η κοσκινού τον άdρα τζη με τσι πραματευτάδες
(1934)
Ομοία τη: Μπαίνει κι ο καλαθοβεργοδότης μαζί με τσι τενχίτες
Ο παπάς και το ραβδί dου
(1934)
Ερμηνεία: Είναι νοικοκύρης, ανεξάρτητος
Μέσ' στα νύχια μ' ακλουθά
(1930)
Έρχεται κοντά μου. Δεν πάω πολύ πιό εμπρός. Με παρακολουθεί. Μ' αγαπά κι έρχεται πάντα εκεί που 'μαι
Α δε βρέξης κώλο, ψάρι δεν dρως
(1963)
Δηλαδή, αν δεν κοπιάση κανείς, δεν απολαμβάνει
Δε δα (ιδές δα) το σκύλο στη στάχτη κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1930)
Παροιμία που λέγεται για τους ανθρώπους που κατραδέχονται να ζητάνε ή να κλέφτουν παραμικρά, τιποτένια πράματα
Το παχύ με τ' αχαμνό να παχύνου gαι τα δυό
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Από που βαστά η σκούφια dου;
(1930)
Από ποιό τόπο είναι; Από ποιά οικογένεια κατάγεται;
Όποιο νερό μέ πνίξη, θάλασσα λοάται
(1930)
Λοάται = λογίζεται
Ήgιξε dο μαχαίρι στο κόκκαλο
(1963)
Δηλαδή το πράγμα στο απροχώρητο
Σημάδια χωργιανένα, μου ίνουνται, 'υναίκα!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όλα dα πουλιά μισεύγου κι΄ο τουρλίτης απομείνει
(1934)
Επί του διαρκώς παραμένοντας εις τινά τόπον
Πιάσ' να πιης!
(1928)
Δηλαδή, ούτε λόγος μπορεί να γίνη γι' αυτή τη δουλειά
Δε ντα βγάνω σε κεφάλι
(1928)
Δεν αντεπεξέρχομαι
Ο κλέφτης το εβέdισμα 'ια παναΰρι τόχει
(1963)
Λέγεται, για άνθρωπο, που δεν θίγεται για πράξεις του άξιες μομφής
Χίλια λόια κι έναν άσπρο κι εκείνο κρίμας είναι
(1963)
Λέγεται, όταν ενδιαφερώμεθα δήθεν για το συμφέρον ενός άλλου, ενώ αποβλλέπομε στο δικό μας
Κάνεις το λοαριασμό χωρίς το dαβερνιάρη
(1963)
Λέγεται, όταν υπολογίζης κάτι χωρίς να λαμβάνης υπ' όψη όλους τους παράγοντες γνωστούς ή απροόπτους
Καλά 'dα λόια σου, μα βρωμού dα χνώτα σου
(1963)
Λέγεται, όταν μας κάνουν μια υπόδειξη ορθή αλλά δύσκολα πραγματοποιήσιμη
Που δε ξοδιάση, δε σοδειάζει
(1930)
Λΐα σου λέω, μα πολλά κατάλαβε
(1963)
Λΐα = λίγα
Ο λωλός με τόνειρό dου ήβλεπε dο ριζικό dου
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος κάνη αισιόδοξα, αλλά ανώτερα των δυνάμεών του σχέδια για το μέλλον του
Όνομα και μη χωριό
(1963)
Λέγεται, όταν σχολιάζοντας μια πράξη, μια απρέπεια ενός προσώπου, αποφεύγωμε να αποκαλύψωμε το όνομά του
Άλλος κάνει κι' άλλος βρίσκει
(1963)
Η Άλλοι κάνουν gι' άλλοι βρίσκουσι. Λέγεται όταν φορτώνουν την ευθύνη σε κάποιον ανεύθυνο
Εκάην εδά το πάπλωμα, μα κι΄οι ψύλλοι, οι διαόλοι τσ' επήρανε
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η δουλειά κάνει τα φύλλα και η κοπρϊά σταφύλια
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται δουλειά και κοπρϊά γιά να αποδόση η γή
Τη δουλειά πόχεις να τή gάμης αύριο, ά bορής, κάμε την απόψε
(1963)
Δηλαδή όσο εγκαίρως μπορείς, να κάνης τή δουλειά σου
Το dριμύ ξείδι σπά τ' αγειό dου
(1963)
Λέγεται για τον ευερέθιστο, τον πεισματάρη.Αγειό = το δοχείο που το περιέχει
Δυό κεφαλές σε μιά περεττίνα δε χωρούνε
(1963)
Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί
Κι οι δυό πέτρες το βγάνου d' αλεύρι
(1963)
Δηλ. Σε μια οικογένεια πρέπει όλοι νσ βοηθούν, να εργάζωνται για να μπορούν νσ ζήσουν