Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1001-1100 από 3010
Ξέρω, μάνα μου, και φαίνω, μόνου τσι κλωστές δε δένω
(1963)
Λέγεται όταν κανείς νομίζη ότι ξέρει τέλεια κάτι, ενώ του διαφεύγουν ουσιώδη πράγματα
Ξέρω, ξέρω, μα δεν έχω
(1963)
Μονοδαύλι στη φωθιά, λωλός ει' bου το φυσά
(1963)
Μονοδαύλι ( το μονοδαύλι)
Εμαλώσανε κι' ήπηρε τα στράτουρά ντου (ή φούχια του) κι' ήφνε
(1928)
Τα στράτουρά = Το σακκί που βάνουν στο μουλάρι και το δενουν. Δεν βάζουνε σαμάρια, εκτός αν κουβαλούσανε πέτρες. Τώρα στράτουρα θα πη μπαγάτια, γκότσια
Το 'να σου χέρι στα σκατά και τ' άλλο στα φασόλια
(1928)
Του λέει να τα φάη όλα, φας όλα ταιριάζει με τα φασόλια
Προφωνεύγω σε φτωχέ κι α δεν έχης δανείσου κι αόρασε
(1934)
Ο πτωχός πρέπει κι αυτός να προσπαθήση να προμηθευθή τα αναγκαια, ιδίως το κρέας (χοίρον) κατά της Απόκρεως
Φτωχός στο σπίτι πλούσιος στο παναΰρι
(1934)
Δηλαδή αξιοπρεπής
Με τσί πορδές δε βάφουd' αυγά
(1934)
Δεν γίνονται έργα σπουδαία και πράξεις μεγάλαι άνευ μέσων
Οπου πονεί κανείς αγγίζει
(1934)
Όμοια τη: Όπου τις αλγεί εκεί και τον νουν έχει
Θα με κάμετε να τ' αφήσω όλα λυτά και δεμένα
(1929)
Στη μέση, ατελείωτα, έτσι όπως είναι
Το Θεό ήπιασεν α΄ το ποδάρι
(1928)
Ερμηνεία: το αρνήθηκε
Ποιος ήκαμε dο φονικό; Πούδωκε dο μαdάτο
(1963)
Ερμηνεία: Η έλλειψη εχεμύθιας γίνεται πρόξενος κακού, πούδωκε dο μαdάτο= εκείνος, που έδωσε την είδηση
Μάρτυρας
(1963)
Ήρθε gι' άλλος α' τη Κώ και 'υρεύγει μερδικό
(1963)
Λέγεται όταν πολλοί, ο ένας μετά τον άλλον ζητούν κάτι από τον ίδιον άνθρωπο ή από το ίδιο σπίτι
Ευτός είναι μωρός κι' αφέdης κι' ό,τι του διόξη
(1963)
Μωρός = Ανόητος, παλαβός, μωρός, ό,τι του διόξη=ό,τι του φανή (δοκώ)
Ο καλός μύλος αλέθει και σιτάρι και κριθάρι
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που τρώει ό,τι δήποτε
Πόχει τη μυία, μυιάζεται
(1963)
Δηλαδή ο ένοχος και με την ελάχιστη νύξη υποπτεύεται ότι απεκαλύφθη
Πέdε μήνες ένα gόdo κι' ένα μήνα πέdε κόbοι
(1963)
Λέγεται για το στάχυ, που στην αρχή αργεί να μεγαλώση κι' ύστερα ταχύτατα αναπτύσσεται
Απού το μοιραδιακό dου δε bορεί κανείς ναποφύη
(1963)
Γραφτό, μοιραδιακό = το τυχερό, το γραφτό
Να 'δα η φοράδα...
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος αφελής δεν καταλαβαίνη το πραγματικό του συμφέρον
Η ροβυθιά, λέει, εέλασε dο gλέφτη
(1963)
Δηλαδή ο καρπός της ρεβυθιάς ωριμάζει ταχύτατα
Ήθελες τα κι' ηπαθές τα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγονται, όταν παραπονείται κανείς για κάτι, που οφείλεται σε δική του ενέργεια, αμέλεια, παράλειψη
Ο παθός γίνεται μαθός
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή όποιος πάθη αποκτά πείρα
Ω καμένε! Ώσπου να σηκώσης το 'να ποδάρι, των οι σκύλοι τ' άλλο
(1929)
Το λέμε για τους τεμπέληδες και βαρυκινήτους
Στα ποδάρια μ' επήρασι κι εφαώθηκα να τρέχω
(1929)
Στα ποδάρια μ' επήρασι = Με κυνηγούσανε
Πρέπει να σηκωθή ο κόσμος στο ποδάρι
(1929)
Να επαναστατήση
Κανείς δε μου βγαίνει στα ποδάρια
(1929)
Τρέχω πιό γλήγορα απ' όλους
Εφίλησα τα ποδάρια ντου
(1929)
Τον παρεκάλεσα πάρα πολύ
Όποιος κάθεται τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται κυριολεκτικώς για ένα, που κατά σύμπτωση κάθεται άεργος, και για τον τεμπέλη
Κάλλια σα bου λένε, παρά σα bου θένε
(1963)
Λέγεται σαν έμμεση διάψευση ευνοϊκής, αλλά όχι αληθινής φήμης, που διαδίδουν άνθρωποι, που μάλλον θένε το κακό μας
Καθαρή gαρδιά (ή gαρδία) κι όπου θέλης πάτα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Φωνή λαού, οργή Θεού
(1963)
Δηλαδή η λαϊκή αγανάκτηση κατά των αδίκων ισχυρών προκαλεί την τιμωρία τους από τον Θεόν
Βαρειά 'ν' η καλοερική
(1963)
Λέγεται για μαι δύσκολη δουλειά
Το μοναστήρι να' gαλά και καλοέροι όσοι θές
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχουν τα μέσα, όλα είναι εύκολα, όλοι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν
Ω και κρίμας τα μνημόρια ναν' αδειανά!
(1963)
Λέγεται αντί πη κανείς τι καλά που θα ήτανε, αν είμαστε πεθαμένοι!
Μοναχοιός κι' αφέdης
(1963)
Δηλαδή κάνει ότι θέλει, ότι του καπνίσει,είναι αφεντικό
Bρος στα κάλλη τ' είν' ο πόνος;
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος αψηφά τον πόνο, προκειμένου να φανή όμορφος
Το κακό σκυλί ψόφος δε dο πιάνει
(1963)
Π. χ. “Αρρωστημένος ήτονε κι' ήλεια πως θα απεθάνη, μα 'γλύτωσε dη bάλι. Το κακό σκυλί, λέει, ψόφος δε dο πιάνει. Αν ήτονε κανένας χρήσιμος άθρωπος, ήθελε ναναι δέκα βολές απεθαμένος
Από Μαρτιού καλοκαιριού κι' απ' Άουστο(ς) χειμώνας
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή το καλοκαίρι αρχίζει από τον Μάρτη και ο χειμώνας από τον Αύγουστο
Κάθα Μάρτη και Σοdέbρη ίσα το μερόνυχτο
(1963)
Ερμηνεία: Είναι ισημερία
Δε νοά να μοιράση δυο αδάρ άχερα
(1963)
Λέγεται για το άπειρο, τον ανίκανο
Θα μου κόψης το νερό να ψηού dα λάχανα
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)
Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή
Όξω νους και πέρα βρέχει
(1963)
Λέγονται για τον αμέριμνο, τον αδιάφορο
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Λέγεται για το φαϊ. Δηλαδή όλα για το πλούτος, για το φαϊ γίνονται και οι πόλεμοι και οι καταστροφές.
Δε gάνουν dα λεφτά τόν άθρωπο, ο άθρωπος κάνει τα λεφτά
(1963)
Δηλαδή τα χρήματα δεν δίνουν αξία στον άνθρωπο
Νάλειπες εσύ κάλλια 'πάαινα 'ώ
(1963)
Λέγεται όταν ένας άνθρωπος γίνεται εμπόδιο σέ άλλον
Πότ' ο Ιάννης δε bορεί, πότ' ο κώλος του πονεί
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που είναι διαρκώς αδιάθετος, τραυματισμένος
Να ξυπνήσ΄ η κουρεμένη και να δη το πάπλωμά τζη
(1963)
Λέγεται όταν ένας υπερήφανος άνθρωπος υφίσταται μείωση, που ποτέ δεν θα μπορούσε να την φαντασθή
Το ξύλο 'βγεν α' τη bαράδεισο
(1963)
Δηλαδή ο δαρμός είναι ωφέλιμος
Σαν τα εφτάμενα πουλλιά να 'ρθης
(1924)
Πολύ γρήγορα
Όποιος παρα κάθεται ακούει τσοι bοbές του
(1928)
Ερμηνεία: Παρακάθεται = πάει σε ξένει πόρτα κρυφά κι ακούει τι λένε μέσα
Σαν πεινώ και δε νυστάζω όσο θέλεις σκέπαζέ μου
(1928)
Όσο και να με σκεπάζεις δεν θα κοιμηθώ αφού πεινώ και δε νυστάζω
Πέρισ' εκάην το μουνί κι' εφέτι τσίκνα τ' όβρε
(1928)
Τσίκνα = βρώμα του καμένου
Ο κόρακας δε gάνει περιστέρι, πάλι κόρακα θα κάμη
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα των παιδιών προς τους γονείς στα ελαττώματα
Τέθοιες κεφαλές τέθοια θένε
(1963)
Λέγεται σε άνθρωπο, που έπαθε κάτι, ενώ θα μπορούσε να το αποφύγη, αν ήτανε περισσότερο προσεκτικός
Κανείς δε κάνει σα bου πρέπει
(1963)
Δηλαδή κανείς δεν είναι τόσο εν τάξει όσο έπρεπε να είναι
Αν ήτονε καλή η κουdουβερνιά, ήθελε νάχουνε δυό άdρες μιά 'υναίκα
(1963)
Δηλαδή το καλύτερο είναι να κάνης μόνος τις δουλειές σου
Ό,τι νάχη ο κόσμος, έχει κι' ο Κοσμάς
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχει αφθονία, ζει και ο φτωχός
Όλες οι καμινάδες, που καπνίζουνε, δε μαερεύγουνε
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς καιμεταφορικώς
Μαdηλαριά βάλε στο πατητήρι σου να τρέχη σα dη βρύση
(1963)
Μαντηλαριά= είδος σταφυλιού, διάφορα είδη σταφυλιών, όλα τα είδη κάνουν πολύ κρασί
Αλίς του, πού λείπ' απού τό άμο dου
(1963)
Δηλαδή όταν δέν παρακολουθής αυτοπροσώπως τις υποθέσεις σου, ζημιώνεσαι
Κάποιο λάκκο κρύβγει η φάβα
(1963)
Δηλαδή κάτι υποκρύπτεται
Ας το πω, κι' ας κοπώ
(1963)
Δηλαδή θα πω εκείνο, που θέλω, αδιαφορώντας για τις συνέπειες
Είπα 'ώ, ας πη κι' άλλος
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που μέλλει να πνιή, πότε δεν απεθαίνει
(1963)
Δηλαδή δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει το γραφτό του
Οπόχει κόρην ακριβή, του Μάρτ' ο νήλιος μη dη δη
(1963)
Ερμηνεία: Ο ήλιος του Μάρτη καίει πολύ
Παίζ' ο λύκος με τ' αρνί ύσπου να 'βρη τη βολή
(1934)
Ερμηνεία: Επί του καλώς συμπεριφερομένου μέχρις ου κατορθώση τον δόλιον σκοπόν του ήτοι την καταστροφήν του αδυνατου θύματος αυτου
Σκαμνί ποδάριν ήσπασεν άλλο στο dόπο bαίνει
(1934)
Εύκολος η αντικατάστασις, ουδείς αναντικατάστατος
Η παdρειά και το τσικάλι θέλει αναγκαση μεγάλη
(1934)
Δηλαδή κόπον
Οπό 'χει πολύ bιπέρι βάνοι και στα λάχανα
(1934)
Ερμηνεία: Επί πλεοναζόντων αγαθών
Του Ρωμιού η γνώση υστερά 'ρχεται
(1934)
Ο Έλλην δεν προνοεί. Σφάλλεται και μετανοών προσεχει
Οπου πονεί ρεμέdιο 'υρεύγει
(1934)
Ο ασθενών ζητεί φάρμακον, ο έχων αναγκην επιζητεί και πλήρωσιν αυτής
Απού τόνα μ' αφτί bαίνου gαι βγαίνουν α' τάλλο
(1963)
Λέγεται όταν αδιαφορούμε για κάτι,που λένε εις βάρος μας ή όταν δεν δίνωμε σημασία σε συμβουλές.
Dρίτης του βουνού, βασιλικοί ιατροί, dρίτης του νερού φκυάρι κι αξίνη
(1934)
Ο όφις του ύδατος πλέον επικίνδυνος από του του όρους
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάdρα
(1930)
Οι άνθρωποι των καλών οικογενειών ως κ' οι σκύλλοι των μαντρών (οι τσοπανόσκυλλοι) ξεχωρίζουνε είναι καλύτεροι
Κάλλια πρώτος στο χωριό μου παρά δεύτερος στη bόλη
(1963)
Bόλη = πόλη; Πόλη; (Κωνσταντινούπολη)
Καλημέρα, bάρbα, λέει, κουκκιά σπέρνω
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σε ξένο gώλο εκατό ξυλιές
(1925)