Αναζήτηση
Αποτελέσματα 171-180 από 443
Πριν απού του νού σου, να μην τρέχ' η γλώσσα σου
(1941)
Πρώτα να σκέπτεσαι καλώς και ύστερον να ομιλής
Να μαϊδιά κη δέκι μου κιργίας
(1941)
Κιργιάς = κρέας. Λέγεται δια του αφροντιστί αγοράζοντα και δαπανώντα περισσότερα του δέοντος
Μπρός κρημνός κή πίσου ρέμμαν
(1941)
Ενερμήνευτος
Απού βρουχήν κι απού θάνατον να μην αραθυμάς
(1941)
Δεν πρέπει ν' ανυπομονή τις ούτε δια την βροχήν, ούτε δια τον θάνατον και η μεν και ο δε επέρχονται πολλάκις απρόοπτως και καθήν στιγμήν ουδέν εμαρτύρει την επέλευσίν των
Χουρατεύγου κάμνου του κι ά γέ 'μί δής κιρτεύγου
(1941)
Χουρατεύγου=αστειεύομαι. Κιρτεύγου=κερδίζω. Λέγεται δι' εκείνου, όστις αστειευόμενος δήθεν υφαρπάζει τι, αλλ' όστις εάν δεν γίνη αντιληπτός, το οικειοποιείται.
Όποιους λυπάτι του φαίν της κάττας, τρώουν οι ποντικοί τα ρούχα του
(1941)
Πάντοτε είναι επιζημία η μέχρι φιλαργυρίας οικονομία
Μηϊ ντρέπιτι μηϊ σσακίνιτι
(1941)
Μηϊ = μήτε, σακίνιτι = αισχύνεται
Ράβγι ξέραβγι δουλειά να μή σοί λείψη
(1941)
Ράβγι = ράπτει. Ο αείπστε τα αυτά επαναλαμβάνων έχει μέν πάντοτε εργασία, άλλ' ουδεμίαν πραγματοποιεί πρόοδου