Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2901-3000 από 3195
Ιγώ θα κριμάσω του σακκούλι μ' στου σπίτι σ' κι ότ' θέλ'ς κάμιμε
(1923)
Δηλαδή θα σε τοισκυφθώ εγώ και οίκον και ό,τι θέλεις κάμι με
Του σκατό πίττα δε γίνιτι κι αν γέν' θα βρουμήσ'
(1923)
Δηλαδή με τον κακοήθη τίποτε σοβαρόν δε γίνεται, αλλά και αν τυχαίως βίνη πάλιν η κακοήθεια αποκαλύπτεται
Λύκος να φάη τα πρόβατα λύκος να φάη τα γίδια κι εγώ θα πάω να παντρεφτώ
(1928)
Ερμηνεία: Επί παραμελούντος ουσιώδη χάριν επουσιωδών
Οι κλανούσες κι οι πουρδούσες τον Μάη νυχτερεύουν
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών γυναικών
Η πλάρα το πλάρ' τς το κάνει για τον κώλο της
(1928)
Πλάρα = πουλάρα
Μι τ' μ'κρή βεργούλα του πήρις
(1923)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ανύπαντρους προυξινητής για λόγου του γυρεύει
(1926)
Όταν τις φροντίζη δι' υπόθεσιν άλλου, ενώ αυτή ενδιαφέρει αυτον περισσότερον
Αvdί γϊάδι 'λιμέζει τα
(1951)
Σαν αγελάδα τον αρμέγει
Τα δύο σαμανικά σ' α μασκάλη τζο χωρούνε
(1951)
Τα δυό χειμωνικά( καρπούζια) σε μια μασχάλη δε χωράνε
Σ' αν bαπούτσι δυό ποράδε τζο χωρούνε
(1951)
Σ' ένα παπούτσι δυό ποδάρια δε χωρούνε
Φρόντζι να μαηρέβ'ς μπριού να πναης, γιατ' άμα πναης, δεν είν' κιρός να μαειρέψ'ς
(1923)
Δηλαδή η πρόνοια
Τα πέρασι ούλα απ' τουγ κώλον τ' αυτός
(1923)
Δηλαδή ο άσωτος, ο κατασπαταλών την περιουσίαν του, κυρίως ένεκα του ακορέστου στομάχου του
Του κόκκινου Μάη θα πάρ' τι σες γίδα
(1923)
Δηλαδή ποτέ, επειδή κόκκινος Μάης δεν υπάρχει
Όταν ξισαμαρουθή τ'άλουγου, τότι φαίνουντ' οι πληγές
(1925)
Παροιμία
Οι πουλλές οι μαμμές του βγάνν' του πιδί σπασμένου
(1925)
Παροιμία όταν πολλοί επιχειρούν εις την επίτευξν αποτελέσματος τινός, η επιχείρησις αποτυγχάνει
Σ' αυτνού του σπίτ' δε σταυρών' άνθρουπους πουδάρ'
(1925)
Παροιμιώδης φράσις: Ο άνθρωπος αυτός είναι εντελώς αφιλόξενος
Πας μέσ' στου σπίτ', βαρεί πόντικας
(1925)
Παροιμία λεγομένη επί πτωχικού σπιτιού στερουμένου των πάντων
Πγάδ' θα βγάλει αυτου;
(1925)
Λέγουν εν Αιτωλία προς εν κύκλον ισταμένους και συνομιλούντας
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)
Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)
Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154
Αν έχης δυο παιδιά, έχεις ένα αν έχης ένα, δεν έχεις κανένα
(1926)
Παρεμφερής ένας 101
Τουν έκαμι τς προυβειάς
(1926)
Όταν κανείς είναι βαρέως ασθενής από κρυολόγημα ή από χτύπημα, σφάζουν μηλιόρι πρόβατον. Αλείφουν το Δερμα (από το άτριχον) με λάδι, το επιπάσσουν και κοκκινοπίπερο, και μ' αυτό περιτυλίγουν γυμνόν τον πάσχοντα, αφού τον ...
Τί σε μέλει, για το ξένο το καρβέλι;
(1926)
Μη αργοσχολής συζητών δια ξένα και αδιάφορα προς σε πράγματα
Τα λόγια δεν κόβνι μέρις
(1926)
Με τα λόγια δεν επιφέρεται ο θάνατος
Αυτός είνι κατέβα να φάμι
(1926)
Πολύ ψηλός, λέγκαυρος
Επήρε τα σκυλιά αυτή
(1926)
Δηλαδή είναι πηδημένη κι από τα σκυλιά ακόμη
Τί σε μέλ' για το ξένο το καρβέλ';
(1926)
Ερμηνεία: Επί πολυπραγμονούντων
Πίσταψι λαό κι κάλισι κμπάρο
(1925)
Παροιμία λεγομένη όταν απαιτούτει τις εις τας προσδοκίας του
Ψύλλους τσακιέτι απάν τν κ'λιά μ'
(1925)
Παροιμιώδης φράσις λεγομένη επί υπερκορεσμού
Τε την εβίτσα στάσυ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(1951)
Από την αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;
Ποπίσου του έσει 'φτάλμε
(1951)
Αποπίσω του έχει μάτια
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
(1951)
Από τ' Άι -Γιρωργιού, 23 Απριλίου, οι Φαρασιώτες ξαπολούσαν στα λιβάδια τ' άλογα και τ' άλλα τους χοντρά ζώα για βοσκή. Από τότε κολακαίρευε
Σαν την αλεπού με τον λαγό το παθές
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε άμα σε ξεγελάσει ένας άνθρωπος.
Είσ' άν(d)ι Ακρούτ' , 'ς το κατζί τζο παίρεις
(1951)
Είσαι σαν Ακρούτης ' από λόγια δεν παίρνεις
Είπαν σ' έναν νιά βουλά πόλειπε απ' τό γάμο του. Έλειπες απ' τό γάμο σου! Δέν έλειπα απ' τό γάμο μου, έλειπα απ' τή δουλειά μου
(1927)
Λέγεται πρός τινά, όστις απουσίαζε από εργασίαν επιβαλλομένων εις αυτόν καί επείγουσαν, διότι ήτο απησχολημένος περί άλλα
Θέκ' το σερί σήν gαρdία σου τσαί γρέπ' το Θεόν bάνου τσαί πε το ληθώτικο
(1951)
Βάλε το χέρι στην καρδιά σου και κοίτα το Θεό απάνου και πές την αλήθεια
Συ, ε απός, ασλάν έργατα μbορείζ να ποίκ;
(1951)
Εσύ, αλεπού, λιονταριού δουλειές μπορείς να κάμεις;
Ήρτε έζ Δρεμήτης, ήρτε ο σειμός, ιδέτε τα γαϊτε σας
(1949)
Ερμηνεία: Ήρθ' ο Άι Δημήτρηςμ ήρθ' ο χειμώνας, ιδέτε-φροντίστε τα τρόφιμα σας, έλεγαν. Σειμός= οι τούρκοι είχαν την ίδια παροιμία: Κασίμ gελdί, κισ gελdι= Άι Δημήτρης ήρθε, χειμώνας ήρθε
Τόβαλαν τ΄ θ΄λιά στον λιμό
(1923)
Δηλαδή εκβιάζουν να παραδεχθή εκείνο, το οποίον δεν θέλει ή δεν πιστεύει. Η μεταφορά προήλθεν εκ τούτου. Εάν θέλουμεν να συλλάβωμεν ζώον (οίον ημιόνον, ίππον) βόσκουν ελεύθερα, προσεγγίζομεν αυτό με το δέλεαρ (ολίγων τροφών, ...
Απόψε με τον άνεμο κι αύριο με τον άγορα
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε για έναν περασμένον στην ηλικία που θέλει παντρειά στα γέρα
Πήρι βάϊα αυτός!
(1923)
Δηλαδή, ερωτοπαθεί με σκοπόν γάμου (Αι νύμφαι προσφέρουν τους κλάδους των βαΐων εις τον ναόν κατά την Κυριακήν των Βαΐων. Το έθιμον το υποθέτω αρχαιότερον του Χριστού, αφού έχει να κάμη με την δάφνην (νύμφη Δάφνη). Και απ' ...
Επιασα να ξανασάνω κι ήβρα μαλλιά να ξάνω αχ! Η λιάρα η γίδα
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν θέλοντας κανείς να αναπαυθή πέφτει σε βαρύτερη δουλειά άθελά του
Την εβή έν ημέρα του Έζ Γιώργη 'χαμνίζει τ' άβgo του σο τσαΐρι '
(1949)
Αύριο είναι η μέρα του Άη Γιώργη, παρατάει τ' άλογό του στο λιβάδι, έλεγαν. Η γιορτή τ' Άι Γιώργη, από τις πιο κύριες γιορτές της άνοιξης, ήταν στα Φάρασα συνδυασμένη με πολλά λατρευτικά έθιμα και δοξασίες.
Ο νομάτ' ένι ανdί χουωρό χορτάρ' φότι πρασινίζει, σολdϊενέσκει τσόας
(1951)
Νομάτης = άνθρωπος
Ο Μάρτης 'ύρεψε 'ς τον Απρίλη α ημέρα να μπάση τη γρα σο χαριένι
(1949)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)
Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί
Αράτσα πάτσες τα σό τσουφάλι
(1951)
Τώρα δά το πάτησες στο κεφάλι
Μο την gούρβα του κάθεται τσαι σηκούται, το τσουφάλι του 'ς το μbελά τζο γλυτώνει
(1951)
Με την πόρνη όποιος κάθεται και σηκώνεται, το κεφάλι του από τον μπελά δε γλυτώνει
Τον 'αγό είπεν dι “φύε”, είπεν dι τσαί το τα'ζί ''άμε πιες τα''
(1951)
Στο λαγό είπε “φύγε”, είπε και στο λαγωνικό “τρέχα πιάσ' τονε”
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Χάρ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς ες το νου σου σα πράματα
(1951)
Κάθε που βλέπεις λύκου αχνάρια, να έχεις το νού σου στα πρόβατα
Σο σοφό Σολομών dου τζο πόμειν' ο κόσμος, σε κανείνα τζο πομένει
(1951)
Στο σοφό Σολομώντα αφού δεν απόμεινε ο κόσμος, σε κανένα δεν απομένει. Τόλεγαν με την έννοια ότι τα πάντα είναι πρόσκαιρα στον κόσμο τούτο
Ζ ορασπίσας το κατζίν dου 'κου, το τσουφάλιν dου 'ς τα πελάδε τζο γλυτώνει
(1951)
Εκείνος που ακούει της πόρνης τα λόγια, το κεφάλι του δεν το γλυτώνει από τους μπελάδες
Να μην νάρτει το τα' ζο η νύφη, το παλό ζ' νύφης το γϊαμάτιν τζό 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλία νύφης δε φαίνεται
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)
Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια
Σο κατζί σου γνένdα τσ' α νομάτ' να σε δώσει το γαρσιλίχιν dου
(1951)
Στο λόγο σου αγνάντια θα βρεθεί κι ένας άνθρωπος να σου δώσει την απάντηση
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)
Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις;
Πασχά έρdα 'εννας το 'βο, τσ' έρτσεσαι σε μεν τζαι κακαρίζεις
(1951)
Πάσχα = αλλού
Τα παράδε 'ς φτάσουν σον bαπά, τσ' ο ψόφος τσάπου ύρεύει 'ς πα
(1951)
Ερμηνεία: Τα λεφτά να φτάσουν στον παπά, κι ο πεθαμένος όπου θέλει ας πάει
Ο νέγα Πάσκαζ 'α ναρτει τσαι να δεβεί
(1951)
Το μέγα Πάσχα θα 'ρθει και θα περάσει
Σαμού τζο σ' ο νομάτ' παράδε, ατσονdου α να 'σ'χίλι, φαϊτάς τζο 'σει
(1951)
Ερμηνεία: Όταν δεν έχει ο άνθρωπος λεφτά, όσο κι αν έχει μυαλό, κέρδος δεν έχει
Το κούτζιν dου σο γαϊρίδι τζο φτάνει, κουπανίζει το σαμάρι
(1951)
Η δύναμη του στο γαϊδούρι, δε φτάνει, χτυπά το σαμάρι
Α σε κατεβάσω σο ποτάμι, α σε βgάω διψασμένο
(1951)
Θα σε κατεβάσω στο ποτάμι, θα σε βγάλω διψασμένο. Όταν ένας ήθελε να δείξει στον άλλον πως είναι εξυπνότερός του, και πως δεν πιάνεται με τα λόγια. Τόλεγαν και σε γ' πρόσωπο: Παγάνει σε σο ποτάμι, τσαί φερίνει σε διψασμένος. ...
Τσάπ' είνdαι πουά μαμούκτες, για το σεριν dου, για το ποράδιν dου μαχτσουμού 'α βgάλουνε
(1951)
Όπου είναι πολλές μαμές, ή το χέρι ή το ποδάρι του παιδιού θα βγάλουνε
Ότιζ λε' τ' ορτόμ dου, γατϊέζουν dα'ς τα οφτά χωρία
(1951)
Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά
Ατσείνος του κλαί 'ς χώρας την άκρα, 'πομένει 'ς τα 'φτάλμε του
(1951)
Κείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)
Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα
Κόμη συ είσαι μο του δώτσε η μα σου τ' όνομα
(1951)
Ακόμα συ είσαι με τ' όνομα που σου έδωσε η μάνα σου
Μεις, αρ να ψοφήσουμε 'ς την bείνα, 'α ειπουν 'dι : έφαν bολύ τσαι τσατλάτσαν
(1951)
Εμείς, αν τύχει και ψοφήσουμε από την πείνα, θα πουνε : φάγανε πολύ κι έσκασαν. Όταν ο άλλος δεν ξέρει τον καημό σου, αλλά σε παίρνει κιόλας για ευτυχισμένο
Να ποίκ' αν bεγάϊδιν τζ' α γεθύρι, πε 'τι κι παρπάτσες σου Χριστου τη στράτα
(1951)
Αν κάμεις μια βρύση κι ένα γεφύρι, πες πως περπάτησες στου Χριστου το δρόμο
Σο ποτάμι τζο πνίγα, σό τσουβάϊδι κατέχω τα του 'α πνιγώ
(1951)
Στό ποτάμι δεν πνίγηκα, στό ρυάκι τό ξέρω πώς θά πνιγώ. Όταν ένας, ενώ γλύτωσε από μεγάλο κακό, κινδυνεύει να πάθει από μικρά
Σύ του κάν'ς σάν τη παροιμία Ιτούτου να μου του δίν'ς κι' κείνου να' μ' του χαρίζεις κι' τάλλου είνι δικό μ'
(1925)
Παροιμ. Λεγομένη πρός τινα όστις τα θέλει όλα δικά του
Ρώτ'σουν του διάολου, που μπουρεί να τουν βρουν, κι τς είπι, ή στου φύλλου τς λεύκας ή στου καϋμάφ΄τ΄παπά
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται δια το ότι πιστεύοντας ότι οι ιερείς είναι περισσότερον δύστροποι και ελαττωματικοί των λαϊκών
Αϊβάζης κρου' τσαι παίρει, τ' όνομα εν dου Κορόγλη
(1951)
Ο Αϊβάζης δίνει και παίρνει, τ' όνομα είναι του Κορόγλη (τα ρίχνουν του Κορόγλη)
Σ ζ' μάνας μου το μουνί σοτρά μέλ' ό,τι έρτσεται, τσαλdεί α λαχτύλ'
(1951)
Από της μάνας μου το μουνί τρέχει μέλι, όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο
Το μαχτσούμι τ' α μη κουάψει, βυζί τζο δίτουν dα
(1951)
Το μωρό που δε θα κλάψει, βυζί δεν του δίνουν
Τ' άβγα μο τ' άβγα καταχτούνε, 'ναμεσα ψοφά το γαϊριδι
(1951)
Τ' άλογα με τ' άλογα κλοτσάνε, ανάμεσά τους ψοφά το γαϊδούρι
Μο το λύκον bνίζεις τσαι μο τον αυτένην dου κλαίς
(1951)
Με το λύκο πνίγεις (το πρόβατο) και με τον αφέντη του κλαίς
Ω τατά! Πγέσα αν gλέφ'. Φέρ' τα. Τζόρτσεται. Άφ' τα τσ ε δω. Τσο 'φήνει με!
(1951)
Ε πατέρα! Έπιασα έναν κλέφτη. Φέρ' τον. Δεν έρχεται. Ας τον κι έλα δω. Δε μ' αφήνει!
Του Κούτσουρου το κ' θάρι του Μάρτη το 'ρίφι
(1949)
Ερμηνεία: Κούτσουρο έλεγαν το Φλεβάρη οι Φαρασιώτες. Το μήνα τούτο έσπερναν κριθάρι. Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι, λέει η παροιμία, δηλαδή το κριθάρι που σπέρνουν το Φλεβάρη προκόβει, καθώς και τα κατσίκια ...
Ο Μάρτης λένκεν dι: Άρ να μην bοίκω σειμό σα έννα, αποίκω σα δεκαϊννά, αρ να μην bοίκω σα δεκαϊνά, σα είκοσιεννά 'α νάρτω μο τον αραπά
(1951)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης έλεγε αν δεν κάμω χειμώνα στις εννιά, θα κάμω στις δεκαεννιά, αν δεν κάμω στις δεκαεννιά, στις εικοσιεννιά θε νάρθω με τον αραμπά, δηλαδή ο Μάρτης οπωσδήποτε θα φέρει κακοκαιρία
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)
Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου
Νά νάσ΄ νύσε α ξυστής΄ να μη νάσ΄ ά σε φαν dα φτείρε
(1951)
Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς αν δεν έχεις, θα σε φαν οι ψείρες. Για κείνους που δεν έχουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Λεβ. 75 – Πόντ. Ακ. Σελ. 485 : Νύχια ΄κ΄ έχ΄ να τοαφίεται
Ηρτ ο κως σο τ'άρι τσαι πααίνει αρά να 'εννήσει
(1951)
Έφτασε ο κώλος του στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει
Στάθη στάθη, δώτσεν dο γιαρανό σο 'φτάλμι
(1951)
Στάθηκε στάθηκε, χτύπησε το γερανό στο μάτι
Ο φρόνιμος σώστου να 'νανοστεί, ο δομμένο κρού' τσαί δεβαίνει
(1951)
Ο φρόνιμος ώσπου να συλλογιστεί, ο τρελός χτυπάει και φεύγει
Η Τζισάρα να καεί, α χασίρι τζο 'χω 'πέσου
(1951)
Ερμηνεία: Το λένε για κείνους που δεν τους συγγενεί η ξένη συφορά
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)
Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους
Είπαν 'dι σο λύκο κι : Ο φσόνdυος σου σοτίπως εν bασύ; Τσ είπεν 'dι : θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου
(1951)
Είπανε στο λύκο: Ο σβέρκος σοτ γιατί είναι παχύς; Κι είπε: βλέπω μονάχος μου τη δουλειά μου, Τη δουλειά του ο καθένας, αν θέλει να γίνει σωστή, πρέπει να την κάνει ο ίδιος, Ποντ, Α.Π. αρ. 1654 : Τον λύκον είπαν ατον : “ Η ...
Ο μάστρος γίσκαλακία τζο τρώει
(1951)
Ο μάστορας κολοκυθάκια δεν τρώει
Ο Μάρτης 'ύρεψεν α ημέρα 'ς τον Απρίλ' δανεικό, να μbάσει τη γρα σο χαρϊένι
(1951)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης γύρεψε μιά μέρα από τον Απρίλη δανεικιά, για να μπάσει τη γριά στο καζάνι. Συνοδεύεται από κείμενο...