Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2701-2800 από 3195
Κατά του πέσ' μου π' θα κάμουμη
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Θα νι κλάψ'νι ιννιά Μαρίις
(1926)
Βρίσκομαι σε κακό χάλι. Όταν κανένα τον φάη σκορπιός, πρέπει να τον κλάψουν εννιά Μαρίες για να γίνη καλά
Πήγα για μαλλί κι ήρθα κουριμένους
(1926)
Ερμηνεία: Επί επιδιώκοντος κέρδη, όστις εξέρχεται ζημιωμένος
Ηύρες χωρίος θεχούς στκυλλού τσαί 'νεγκώθεις θεχούς ραβdού
(1951)
Βρήκες το χωριό δίχως σκυλλί και γυρίζεις δίχως ραβδί
Να μη βρονdήσει, Κυριελέησον τζο λένε
(1951)
ΟΙ χωρικοί, κάθε που βρόνταε, κάνανε το σταυρό τους, γιατί φοβόντανε τον κρότο και τ' αστροπελέκια. Η παροιμία λοιπόν σημαίνει πως χωρίς φοβέρα ο άλλος δε σε λογαριάζει
Α γαλτζέψει σο γαιρίδι
(1951)
Θα καβαλικέψει στο γαιδούρι
Δέβας το γαιρίδι 'ς το νερό
(1951)
Πέρασ' το γάιδαρο από το νερό
Αράdει τσ' εύρου με
(1951)
Ψάξε και βρές με
Ό,τι 'α βρέξει, 'ς κατεβάσει
(1951)
Ότι βρέξει, ας κατεβάσει
(1951)
Το φίδι, του τζο ΄υρεύει το χορτάρι, φυτρώνει σο τρυπίν dου.
(1951)
Το χόρτο που δε θέλει το φίδι, φυτρώνει στην τρύπα του. Όταν είσαι άτυχος, εκείνο που δε θέλεις, σου παρουσιάζεται μπροστά
Του τζο ΄υρεύει να φκακώσει, ζυμώνει δέκα ημέρες
(1951)
Όποιος δε θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες
Ένι του Σαγματά δϊέβος!
(1951)
Είναι του Σαγματά διάβολος!
Τσιπ τα λαχτύλε παραπάρε τζου 'νdαι
(1951)
Όλα τα δάχτυλα ίσια δεν είναι
Η κούφα του 'έμει δεβόλοι
(1951)
Η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους
Τα 'μαν είν' gαρύδε, κροτάνε τουν ετσεινώ είν' σταφίδες, κοάνε τζο 'χουν
(1951)
Τα δικά μου είναι καρύδια, βροντάνε εκεινών είναι σταφίδες, κολλάνε, φωνή δεν έχουν
Σε μένα του τζο φτάνει το ισανί, να σώσει πουά χρόνες
(1951)
Ο άνθρωπος που δε φτάνει σε μένα ( που δε με βλάφτει), να ζήσει πολλά χρόνια , Λεβ. 126
Σ τ' αν bρόβατο δύο δέρματα τζο βgαίνουν.
(1951)
Από ένα πρόβατο δυό δέρματα δε βγαίνουν
Πόμεινα σα δύο 'νάμεσα
(1951)
Απόμεινα στα δυό ανάμεσα.
Δυό ισπάτοι κρεμάζουν α νομάτ'
(1951)
Δυό μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο
Ζούλεπ' την gαζβάρα, να γλυμήσει το ΄φτάλμε σου
(1951)
Θρέψε τον κόρακα, να βγάλει τα μάτια σσυ. Όταν έκανες καλό κ' έβρισκες κακό. Λεβ. 33- Πόντ. Α. Π. αρ. 1262: Πεσλέεψον κορώναν, ας κρούη κ' έβγαλλ' τ' ομμάτια σ'.
Α τσαλdήσει τσαί δε μαζ όηλοζ α ημέρα
(1951)
Θα βγει και για μας ο ήλιος μια μέρα. Όταν κανείς περιμένει καλύτερες μέρες. Πόντ. Ακ. αρ. 499 : Χέλπετ' έναν ημέραν ο ήλον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν' πα
Έμbασαν dα ση ζυγού
(1951)
Τον έβαλαν στο φορείο
Να σεσ ζύσουνε, α νάρτετε τεμάμι
(1951)
Αν σας ζυγίσουνε, θάρθετε ίσια ίσια
Όηλοζ είδεν dα η στσιάδη τζου δεν dα
(1951)
Ο ήλιος το είδε η σκιά δεν το είδε. Για πράγματα που κρατάνε λίγο
Τσάπ' 'α φυσήσει ο άνεμος, κωθει απιτσεί τη μερά
(1951)
Όπου θα φυσήσει ο άνεμος, γυρνά από κείνη την μεριά. Για τους ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα γνώμη
Του έρτσεται 'ς τον άνεμο, πααίνει σον άνεμο
(1951)
Ό,τι έρχεται απ' τον άνεμο, πάει στον άνεμο. Όταν αρχίζεις να ξεπέφτεις, δεν ξέρεις που θα καταντήσειςστο τέλος
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)
Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς
Το γαιρίδι σον gω τζο μbορεί νdα τσεντήσει
(1951)
Το γαιδούρι στον κώλο δε μπορεί να το κεντήσει
Το πολύ γϊάσιμο φέρνει κουάψιμο
(1951)
Το πολύ γέλιο φέρνει κλάψιμο
Αvdί κάτα γρεύεις το κράς νdα φάς
(1951)
Σα γάτα κοιτάζεις το κρέας να το φάς
Αντί σαβάχος, σα 'νάτα μη γϊάς
(1951)
Σα βλάκας, στ' ανάλατα μη γελάς
Να τρως ανdί λύκος, σαμού πιέν' τ' όργο πάλ' ανdί καρτσουλϊέκ νdά πιέσ'
(1951)
Να τρως σα λύκος, όταν όμως πιάνεις τη δουλειά, σαν πάνθηρας να την πιάνεις
Ο νομάτ' του τζο γρεύει τ' όργον dου, ταυρεί το σεφελϊέχι
(1951)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία
Ο νομάτ' σ' αχίλιν dου κορά φτένει τ' όργον dου
(1951)
Ερμηνεία: Ο άνθρωπος κατά το μυαλό του κάνει τη δουλειά του. Έλεγαν και συμβουλευτικά: Σ' αχίλι σου κορά, ποίκ' τ' όργο σου
Του τζο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(1951)
Ερμηνεία: Δουλειά που δεν μπορεί να κάμει κανείς, ας μην την καταπιάνεται
Φαΐ ηύρες; κάτσε φά. Έργο ηύρες; φύε
(1951)
Ερμηνεία: Φαΐ βρήκες; κάτσε φάε. Δουλειά βρήκες; φύγε. Πόντ. Α. Π. αρ. 721: Ηύρες φαεί; φάε. Ηύρες ξύλο; φύου
Δώτσεν ο Θιός τα κα του
(1951)
Έδωσ' ο Θεός τα καλά του
Τσάπου 'α φυσήσει αν άνεμος, γρατϊέ σε μένα
(1951)
Όπου να φυσήσει ένας άνεμος, αντρικρίζει σε μένα. Το λένε με παράπονο οι άτυχοι, ότανόλα ξεσπάνε απάνω τους
Προίκα τα 'ώνι
(1951)
Τάκαμα αλώνι, άνω κάτω
Παροιμία
(1951)
Σαμού θωρείς του γοντσή σου τα ίδε ψωρϊέσανε, χαζιλλάτει τσαί συ το χατράνι
(1951)
Όταν βλέπεις πως του γείτονά σου τα γίδια ψωριάσανε, ετοίμαζε και συ το κατράμι.
Η γουώσσα λε τα κα, η τσοιλία σου 'έμει δεβόλοι
(1951)
Η γλώσσα τα λέει καλά, η κοιλιά σου είναι γεμάτη διαβόλους
Έρτσεται τα όξου τσαί κατακουά τα ΄πέσου
(1951)
Ερμηνεία: Έρχεται το έξω και κυνηγάει τ΄απομέσα
Ήρταν dα τ΄αζά να γατϊέσουν dα παλά
(1951)
Ερμηνεία: Ήρθαν τα καινούρια να διώξουν τα παλιά
Συ΄φότες πααίνκες, ΄γω ρχούμουνα
(1951)
Ερμηνεία: Συ όταν πήγαινες, εγώ ερχόμουν
Η ευσή του ΄ς το θάλι δεβαίνει
(1951)
Ερμηνεία: Η ευχή του τρυπά την πέτρα
Ήρτα σο τόbe
(1951)
Ήρθα στό ήμαρτον, Όταν μετανιώνει κανείς και ζητάει συχώρεση. Τόbe λ.τ. = ήμαρτον, συχώρεσέ με
Τσάπου ά δώσει, ά βgάλει θάλι
(1951)
Όπου χτυπήσει, θα βγή πέτρα. Για τους άτυχους. Η μεταφορά από το σκάψιμο, όταν κανείς αντι για χώμα βρίσκει πέτρες. Ποντ. Δ. Π. αρ. 255 :Όθεν εντώκεν, τ' εμπροστά τ' λιθάρ' εξέβεν
Να 'υρεύ' να ποίκ' σπίτι πασλάτει στο τ' εμέλι
(1951)
Αν θέλεις να φτιάσεις σπίτι άρχισε από το θεμέλιο
Το θαλί δώτσεν dα σου dοπαν dου
(1951)
Την πέτρα την έριξε στο στόχο της. Για κείνους που πετύχαινουν αμέσως οτι επιδιώκουν
Δώτσεν dα ά θαλά
(1951)
Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον
Του Θεού τα χρόνε τζο πλερϊένdαι
(1951)
Του Θεού τα χρόνια δε σώνονται. Το ΄λεγαν στους ανυπόμονους. Αντίστοιχα έλεγαν: Του Θεού οι μήνες ... οι βdομάδες... οι ημέρες ...
Το μέγο ο ανήφορος έσει τσαί μέγο κατήφορο
(1951)
Ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο
Του ξύλου τς μάννας μ' γίνιτι κουρμί κι τα λόγια τ' ξέν' γίνουντι σπαθί
(1922)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κόκκαλου ου Ράϊκους κι τα πόσια τ'
(1922)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Πααίνει μο τ' α δϊέβοζ, έρτσεται μο τα κατό δϊέβοι
(1951)
Πάει μ' ένα διάβολο, γυρίζει μ' εκατό
Το Χορτόη χορτανίσκουν του νοματού τα 'φτάλμε
(1949)
Χορτόη ονόμαζαν τον Ιούνη. Τον Ιούνη χορταίνουν τα μάτια του ανθρώπου, έλεγαν, γιατί τότε είχαν πολλή πρασινάδα και λουλούδια
Είσαι 'αν dου Πράκα τη μαθράκα
(1951)
Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο. Τόλεγαν στους ασκημομούρηδες και στους βρώμικους. Στου Πράκα ήταν ένα μέρος γεμάτο βρώμικα νερά και βούρκο
Το μασαίρι τ' αβίν dου τζό πελεκά
(1951)
Το μαχαίρι τη λαβή του δεν την πελεκάει. Ένα δικό του άνθρωπο κανείς δε θέλει να τον βλάψει. Λαβ. 189
Του 'υρίζει το κρασί ξίδι, 'ίνεται βυνατό
(1951)
Το κρασί που γυρίζει σε ξίδι, γίνεται δυνατό. Εκείνος που αλλάζει πίστη η ιδεολογία, πιο φανατικά εχτρεύεται οτι πρωτήτερα πίστευε. Λεβ. 246
Μό το χουλϊέρι δίτ' με τα, μό την gρατούνα παίρ' τα
(1951)
Με το κουτάλι μού το δίνει, με τή χουλιάρα μού το παίρνει. Όταν το καλό πού μάς κάνουν τ' ακριβοπληρώνουνται
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)
Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει)
Σαμού ες ψωμί, είσαι τσαί πολύ αχιλλούς
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος. Δηλαδή : τότε οι άλλοι ακούνε τα λόγια σου, ή σε κολακεύουν πως μιλείς σωστά. Ποντ. Δ. Π. αρ. 170 : Εχεμένον ΄ίνεται και αχουλλής
Γιαλάχιν τζό ΄σεις, το στσυλλί πα νdα ποίκ΄;
(1951)
Γαβάθα δεν έχεις, το σκυλί τι να το κάμεις; Για κείνους που ετοιμάζονται να κάμουν δουλειές, χωρίς νάχουν ό,τι τους χρειάζεται
Ο κακκέρ' ζαναχεύει τον gατουρϊέρη
(1951)
Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατουρλιάρη
Στάβgος τζό ΄ς, τ΄ άβγο να νdα ποίκ΄;
(1951)
Στάβλο δεν έχεις, τ΄ άλογο τι να το κάμεις; Για κείνους που κάνουν σχέδια, χωρίς νάχουν που να τα χρησιμοποιήσουν
Το καμήλι τζο θωρεί του τσείνου το γαμbούρι, θωρεί του μαχτσουμού του
(1951)
Για τους ανθρώπους που κοιτάζουν τα ξένα και δε βλέπουν τα δικά τους
Το σιδερώνα θύρι ΄ίνεται σό ξυώνα μουχτάτσι
(1951)
Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξυλένιας. Κι ο πιο πλούσιος ή δυνατός άνθρωπος θα χρειαστεί μια μέρα τη βοήθεια του φτωχού
Φότεζ να μη τσαλdεις το θύρι, το θύρι τζο νοίζεται
(1951)
Αν δε χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγεταιΕ. Ίναι το ευαγγελικό : Κρούετε και ανοιγήσεται. Ματθ. Ζ΄ 7
Σο ινgλίκ' σου 'πουκάτου μ' ες
(1951)
Δηλαδή στην ποδιά σου αποκάτου μ' έχεις
Από ντίπ κι ολότελα, καλή ν' κι η Παναγιώταινα
(1926)
Εν συγκρίση προς το μηδέν, κάτι είναι και το ολίγον
Είνι κουρίτσ' να του πιης στ' gούπα
(1926)
Πολύ ωραίον
Στό βόϊδιν 'bοπουκάτου αρατείτε μουσκάρι;
(1951)
Από κάτου από τό βόδι ζητάτε μοσχάρι; Όταν κανείς περιμένει πράματα αφύσικα. Το μοσκάρι θά πάει στήν αγελάδα καί όχι στό βόδι, γιά νά βυζάξει. Στήν Κύπρο λένε: Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
Είσ' ανdί παρουλού 'νgάθι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Του ουτϊέ 'ς χώρας τα κατζία, ισάνι τζου 'ίνεται
(1951)
Όποιος ακούει του κόσμου τα λόγια, άνθρωπος δε γίνεται (προκοπή δε βλέπει)
Ο δικεόρος δικεόρεψη τζο 'υρεύει τα
(1951)
Ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει
Σου να είσαι ισάνι, να ινείζ α δϊέβος εν gαό
(1951)
Αντί να είσαι άνθρωπος, να γενείς διάβολος είναι καλύτερο
Ο δϊέβος το δϊέβο τζο φήνει τα
(1951)
Ο διάβολος το διάβολο δεν τον αφήνει
Ποίτσες έργατα σην bόλην τσαι σο Ισμύρι!
(1951)
Έκαμες κατορθώματα στην Πόλη και στη Σμύρνη!, ερμηνεία: Τόλεγαν ειρωνικά σε κείνους που καυχιόνταν πως έκαμαν τάχα σπουδαία έργα στα ταξίδια τους
Σο φαΐ ταρνά τρως, σ' όργο πάλι αβούτσ΄είσαι;
(1951)
Στο φαγί γρήγορα τρως, στη δουλειά πάλι τέτοιος είσαι;, Ερμηνεία: Το λένε ειρωνικά στους φαγάδες – τεμπέληδες
Τ' όργο εν' α έργο
(1951)
Ερμηνεία: Η δουλειά είναι μιά εργασία. Στη φράση αυτή φαίνεται χαρακτηριστικά η διαφορά ανάμεσα όργο (= η δουλειά του καθενός, η τέχνη του) και έργο (= η εργασία γενικά, το εργάζεσθαι). Όργο έλεγαν και το δημιούργημα, ...
Χαρκές κατέσει τ' όργον dου
(1951)
Ερμηνεία: Καθένας ξέρει τη δουλειά του
Ξέγdειραμ' dα, ήρταμ' σο βράδι
(1951)
Το γδείραμε, φτάσαμε στην ουρά
Το στσυλλί έσει τ' όνομο τσαι πασχά νομάτοι τρώνε
(1951)
Το σκυλί έχει τ' όνομα κι άλλοι τρώνε
Του χάνεται ο χωρίος συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό που χάνεται εσύ θα το σώσεις;
Είσ' αvdί κακόνα, 'ρνίθι, χέργερdε νdαράζεσαι
(1951)
Είσαι σα σκατωμένη κότα, παντού ανακατώνεσαι
Δον gων dου έσει 'φτάλμε
(1951)
Στον κώλο του έχει μάτια
Να μη νάρτεις σο κάμι ιράστα, του καού το γιμάτι τζο 'ρτσεται
(1951)
Ερμηνεία: Αν δε φτάσεις στο κακό αντίκρυ, του καλού η αξία δεν έρχεται (δε φαίνεται)
Να ήτουν gαο νομάτ', χα να 'σει σε τόνα κερεμέτι
(1951)
Αν ήταν καλός άνθρωπος, θάχε δική του προκοπή
Το καμήλι να ΄υρεύει καμbάλες, ΄ς μακρύνει τον φρόντυόν dου
(1951)
Η καμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της. Όταν θέλεις κάτι, κουνήσου ο ίδιος να το πετύχεις. Λεβ 181
Τρώς ζ΄ναίκας σου τον gω
(1951)
Τρως της γυναίκας σου τον κώλο. Τόλεγαν περιφρονητικά σε κείνους που ανακατεύονταν σε ξένες δουλειές. Σα να πούμε : Άντε στη γυναίκα σου ! Κοίτα τη στραβομάρα σου και άσε μας ήσυχους !
Σου στσυλλού το γιατάχι ξεράδιν τζο βριστσϊέται
(1951)
Στου σκυλιού το γιατάκι ξεροκόμματο δε βρίσκεται
Το στσυλλί να φα κάκε, ''τόbε'' τζο φτένει τα
(1951)
Το σκυλί και σκατά να φάει, δεν τα κάνει ''τόbε'' (δε λέει ''ήμαρτον''
Ζάντζες 'ενόσουν στσυλλί, ξείλτσες σ' αν gαό αβλίχι
(1951)
Από τότε που έγινες σκυλί, έπεσες σ' ένα καλό κυνήγι