Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1501-1600 από 3195
Γλυφ' ου ένας τ' αλλ'νου τα σάλια
(1923)
Δηλαδή έχουν αγάπην πολλήν
Ουπόχ' τα γένεια, έχ' κι τα χτένια
(1923)
Επί ανθρώπου προβαίνει εις τας πράξεις του μη σταθερού υπολογισμού
Τουν έρρξα στον Θιό και στ' γης!
(1923)
Δηλαδή εις την θείαν εκδίκησιν
Ου Θεός κι ου γείτουνας είνι
(1923)
Δηλαδή μετά Θεού είναι ο γείτων
Έζ Νικόας εν dου σειμωνού η μέση
(1951)
Ο Άι-Νικόλας είναι του χειμώνα η μέση
Σφίνg' τα δανdάρε σου, μή κατζέφ'!
(1951)
Σφίξε τα δόντια σου, μή μιλείς. Τόλεγαν σε κείνους πού ήταν έτοιμοι να βρίσουν κάποιον. Τους τόλεγαν γιά να τους συγκρατήσουν
Συρταρdεί τα δανdάρε του, τσαί τζο ψοφά
(1951)
Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά. Όταν κανείς δεν πέθαινε, ή όταν δεν τάβαζε κάτου εύκολα
Σαμού πααίν' σ' όργο σου, μη γρέφ' τη χώρα πα είπει
(1951)
Ερμηνεία: Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου, μην κοιτάζεις τον κόσμο τι θα πει
Τ' όργο του φτένει τα ιτσιράς
(1951)
Ερμηνεία: Τη δουλειά του τη βγάνει πέρα
Σ' του βίνεψες θαλέ, πόνεσες το βροσόν' σου;
(1951)
Από τις πέτρες που έριξες, πόνεσες το μπράτσο σου; Ειρωνικά, σε κείνους που χωρίς να κάμουν τίποτα έλεγαν πως κουράστηκαν
Το καό η ημέρα, φαίνεται τε την εβίτσα
(1951)
Η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή. Πόντ. Α.Π. αρ. 1578 : Το καλόν ημέρα από πουρνού φαίνεται Πον
Το σον άγ' εν ραβdού στόμας
(1951)
Το δικό σου πάλι είναι λαβή μπαστουνιού
Δέσ' του γαϊδούρ', να μημ ψάχν'ς
(1923)
Δηλαδή έσο προνοητικός δια να μη ματαιοπονής
Συ θέλ'ς γαμπρό μι μάτια
(1923)
Πολλά ζητείς, ο γαμπρός όπως και η νύφη παλαιότερον δεν εδύκευαν μάτια. Υπερβολικά λοιπόν θα εζήτη τις, εαν ηξίου τα υψηλοίς ο γαμπρός τους οφθαλμούς του
Ούτι του διαούλου ν' απαντήσης, ούτι του σταυρό σ' να κάν'ς
(1923)
Λέγεται εν καιρώ πειρασμού. Με ενοχλεί τις ως βαθμόν εξοργίσεως, ώστε να του επιτεθώ. Λέφεται εν τοιαύτη περιπτώσει την παροιμίαν ταύτην. Έχω γυναίκα νευροπαθή και ενοχλητικήν, πάλιν δύναμαι να εξαγγείλω την ανωτέρω παροιμία
Κλαίει, κι τα δάκρυα παν πίσου τουν ανήφουρου
(1923)
Λέγεται επί προσποιήσεως θλίψεως και συντριβής, εξ ης δακρύει δήθεν τις
Τουμ πααίν' του λόγγου δρεπάν'
(1923)
Δηλαδή όπως το δρεπάνι αποκόπτει τον σίτον εις τον αγρόν, ούτω και ο υλοτόμος αποκόπτει όλα ανεξαρτήτως τα δένδρα του δάσους
Τούμ πουνεί του δοντάκ' γιά κήν' αυτόν
(1923)
Δηλαδή την ερωτεύεται
Τάφτη τ'ς πέντι δρόμ'ς
(1923)
Πεθάν' ου πατέρας τ'μ πιδιών τη τάφτη τ'ς πέντι δρόμ'ς. Δηλ. Άνευ στηρίγματος τινος, εμτελώς άπορα και ελεεινά
Έχει δρουσιά
(1923)
Δηλαδή Χάρις. π.χ. Δεν έχει δροσιά αυτό του σπίτ' ντίπ = χάριν. Άνθρωπους χουρίς δρουσιά είν' αυτός = άνευ χάριτος
Του 'ηρανέσκει ο λύκος, 'ίνεται στσυλλού ο μασχαράς
(1951)
Ο λύκος που γερνάει, γίνεται του σκυλιού μασκαράς. Εναν δυνατό που γέρασε, όλοι τον ξεφτελίζουν
Ενόμαστ' αδά, 'α ψοφήσουμ' αδά
(1951)
Εδώ γεννηθήκαμε εδώ θα πεθάνουμε. Λεγόταν με πείσμα σε κάποια δύσκολη στιγμή της ζωής, στην αντίσταση π.χ. Στους Τούρκους που ερχόνταν να τους επιτεθούν
Ο ντομάτ' σαμού 'ηρανέσκει, παίρν' ο δϊέβος τ' αχίλιν dου
(1951)
Ο άνθρωπος άμα γερνάει, παίρνει ο διάβολος το μυαλό του
Η μά σου μο το σκοκάρι σε 'ένντσε
(1951)
Η μάνα σου, με τη ζάχαρη σε γέννησε
Το στσυλλί γουζίν τζο 'εννά
(1951)
Τι σκυλί αρνί δε γεννάει
Η κάτα ένι Τούρκος, το στσυλλί ένι Ρωμός
(1951)
Η γάτα είναι Τούρκος, το σκυλί είναι Ρωμιός
Αvdί γουτούζι στσυλλί μη δάκνεις
(1951)
Σα λυσσασμένο σκυλί μη δαγκάνεις
Μή ρωτάς, δώσε μή στήκνεσαι, δώσε
(1951)
Μή ρωτάς, δώσε μή στέκεσαι, δώσε. Όταν μάς γυρεύουν όλο να δίνουμε
Τσουρούκε έργατα μη φτέν'
(1951)
Ερμηνεία: Σάπιες δουλειές μην κάνεις
Συ παρμύρτσες τα, γώ κρέμασα τα σό τσουφάλ' τσου
(1951)
Συ το αδιαφόρησες, εγώ το κρέμασα στο κεφάλι σου
Σ' αν bελέτσι αν 'άβι
(1951)
Σ' ένα τσεκούρι μια λαβή
Πασχά εν' d' αμbέλι, πασχά εν' ο παχτσάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Απός σαμού πεινα, προστσυνα
(1951)
Η αλεπου όταν πεινα, προσκυναει
Το στσυλλί του ουλουτά σο χαϊμά σου μη dα κρετείς
(1951)
Το σκυλί που ουρλιάζει στην αυλή σου μην το κρατείς
Τουν σήκουσι μι τα πλια να...
(1926)
Τον εξηναγκασε θέλοντας και μη να...
Ήσαν συ κουμπλές κι πήρις τον σβάρνη!
(1928)
Εις παραπονούμενον σύζυγον, ότι απέτυχε εις την επιλογήν συζύγου
Δεμ πατάει καλά αυτίνου του κουρίτσ'
(1923)
Δηλαδή είναι έξω της ηθικής
Η παρακαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη
(1951)
Παρκαμίνα = γωνία, τζάκι
Το πολύν dο κυριελέησον gαόν τζο 'νι
(1951)
Το πολύ το κυριελέησον καλό δεν είναι
Ο ράσος του παπά σηκώνει
(1951)
Ερμηνεία: Το ράσο του παπά σηκώνει. Το επάγγελμα του παπά είναι αποδοτικό σε εισόδημα
Τσάπ' είνdαι πουά 'λαχτόρε, ξημερεύ' αργά
(1951)
Όπου είναι πολλοί κοκόροι, ξημερώνει αργά
Ούπ' ξυπναει του προυΐ κι παντρεύιτι κι μ'κρός χαημό δεν έχ'
(1923)
Το πρώϊμον πάντοτε είναι ωφέλημον
Μέγας είσαι πλάτανε, και θαμαστά τά κουμπουρέλια σου
(1927)
Ερμηνεία: Κατά τό Μέγας είς συ Κύριε 'γ θαυμαστά τά έργα σου
Τουμ πήρι του νιρό απ' τα πουδάρια
(1923)
Δηλαδή κατεπνίγη από χρέη υλικά ή ηθικά και δεν το αντιλαμβάνεται ή τον ήυρεν αυθορμήτως κακού
Δε φκειάνου ιγώ παππουλ' τα λιστά
(1923)
Ερμηνεία: Δηλαδή δεν τα κρύπτω, δεν φιλαργυρώ
Που τουν πουνεί που τουν σφάζ'
(1922)
Όλου για κειν' χει
Βιλουνάκι μ', ήταν τα σ' πιω κι σέναν ηγ κούπα σήμερα
(1923)
Δηλαδή έχασα το βελόνι μου και ένεκα τούτου την πικρή κούπα της λύπης
Δεν είνι κουρόμπλου να τα καταπγής
(1923)
Δηλαδή δυσκόλως γίνονται πιστευτά αυτά, τα οποία λέγης
Θέλ' κι ου παλαβός σάβανου
(1923)
Δηλαδή ζητεί πράγμα μη αρμόζον
Δεμ πας να ψ'αλ'ς του Λάζαρου!
(1926)
Όταν πολυλογών τις και φλυαρών γίνεται ακατανόητος εις τους ακούοντας
Ποίτσε αν gαοσύνη τσαι κόνdα τα σο ποτάμι
(1951)
Κάμε μια καλοσύνη και ρίξε τη στο ποτάμι
Κακά μη κατζέφ, έμbου σο νdάϊ
(1951)
Κακά μη μιλάς, έμπα στο σακκί
Κόοφτίνκες, ραφίνκες
(1951)
Έκοβες κι έραβες
Τι τρέχ' η μύτ' σ' γέρουντα; Τρέχ' ατ' του βοριά. Σ' ίξιρα κι απ' του νουτιά
(1926)
Όταν προφασίζεται ως αιτίαν παθήματός του ψευδή
Θα ματαρθή ου κμπάρους για μέλ΄
(1925)
Παροιμίαν
Μι πήι σαράντα ουργυιές μέσ' στ' γης
(1925)
Δεν υπάρχει σώμα να κατετεθή αποδελτιωμένον και εταξινομήθησαν 322 παροιμίες
Δεμ πας να πης το γάϊδαρο, να μάσης αυγά!
(1926)
Ερμηνεία: Επί περιφροήσεως των λεγομένων τινός
Βάρισι τώρα του μαχαίρ' στου κόκκαλου
(1926)
Έφθασε η δουλειά στο απροχώρητον
Καλύτερα να προυσκ'νάη ου άνθρωπους μια εκκλησία. Άμα προσκ'νάς δυο ικκλησιές, καμένια δε σε βοηθάει
(1922)
Ερμηνεία: Ή τον Μαμωνάν ή τον Θεόν. Ου δύνασθε δτσί κυρίοις δουλεύειν
Δε βγαίνου στου πήδ'μα
(1926)
Δεν μου αρκούν τα όσα έχω δια να πληρώσω
Πρέπ' να νουγάη για να βλουγάη
(1923)
Δηλαδή εάν μετά του και συνέσεως ενεργή τις δύναται να απολαύση
Ο νηστικός κουραμάνα νειρεύεται κι ο ξιπόλυτος παλιοτσάρουχα
(1927)
Ερμηνεία: Ότι τις αλγεί εκείσε και τον νουν έχει
Έβαλα του νερό στ' αυλάκ' ιγώ
(1923)
Διευθέτησα την υπόθεσιν, έδωσα την πρέπουσαν κατεύθυνση
Το δε μιλήσης μάλαμα και το μιλήσης ασήμι
(1926)
Η αξία της σιωπής
(Άμα τ' πης τίπουτ' αυτ'νού) βαρεί τ'γ καμπάνα
(1922)
Ερμηνεία: Είναι ανεχεμυθής
Δε μι βάν'ς ιμέναν στα πιλιντζίκια (ό,τ' θέλ'ς να κάμ'ς)
(1922)
Ερμηνεία: Κατά την ζήτησιν υπανδρείας, γεννάται και στεναχωρία, εντεύθεν και η έννοια του: ρίπτω τινα εις στεναχωρίαν
Τουν έπιασαν μι τημ προυβιά στουν ώμου
(1922)
Ερμηνεία: Συνελήφθη επ' αυτοφώρω κλέπτων
Τήρα μη σ' κουλλήσνι κάνα χιρούλ'
(1922)
Ερμηνεία: Πρόσεχε μη σου αποδώσουν αδίκως καμμίαν κατηγορίαν
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;
Έλα, πατέρα, να σ' δείξου τ' αμπελοχώραφά σ'
(1923)
Όταν ενώ συμβουλεύομεν μικρότερον, ούτος δίδεις εις ημάς συμβουλάς άλλας
Σαν τ' γάτα μι του πουντίκ' κάννι αυταίν'
(1923)
Δηλαδή ευρίσκονται εις έχθραν
Γυιός δε γίνιτ' ου γαμπρός κι η νύφη δυχατέρα
(1923)
Η παροιμία λέγεται ως επικύρωσις της επικρατούσης παγκαίνους, αληθούς άλλως τι γνώμης, ότι ουδέποτε υπάρχει αγάπη μεταξύ γαμβρού και πενθεράς, ως και μεταξύ μύμφης και πενθεράς
Του δόντ' σ' να ξύης τίπουτα δέ βρίσκ'ς
(1923)
Επί εσχάτως απορίας λέγεται η παροιμία απτη
Φούντα πήις συ, γύρζα γω
(1928)
Προς άπειρον όστις αποφαίνεται περί πράγματος γνωστού εις της πείρας πολυπείρου ήδη
Τον γύρισαν κατά τον ήλιο
(1928)
Λέγεται περί ανθρώπου, όστις πρόκειμενου να ξεψυχήσει διότι τότε τον γυρίζουν κατά τον ήλιο
Δεν είμαστε στη Βδομάδα
(1928)
Εις βιαστικως ενεργούντα άνευ λόγου και αιτίας. Η παροιμία από την προετοιμασίας του γάμου κατά τας παραμονάς αυτού, ότι τα πάντα επισπεύδονται
Ρήχν'ς μια πέτρα μέσ' 'ς τη θάλασσα μα πως τ' βγάν'ς;
(1914)
Ερμηνεία: Η επανόρθωσις κακού είναι δύσκολος
Ένα κιφάλ' π' δε συλλουιάζ' 'ς του μπουστάν' φυτρών'
(1914)
Γιαγιά τεφήκ Χόντζας
Καλύτιρα να με λεν κιαρατά μπέρι κακουμοίρ'
(1922)
Κιαρατάς – κακουμίρ'ς = το πρώτον λέγεται επί εκδηλώσεως φθόνου, το δεύτερον επί εκδηλουμένου οίκτου
Παντισ'νά κόκκαλα (αυτός ου γέρουντας)
(1922)
Σημείωση: Παντισ'νός εκ του παντές επιρρήματος το οποίον σημαίνει παμπάλαιος
Άλλους του κουντό τ' κι άλλους του μακρύ τ' χαλεύ'
(1922)
Ερμηνεία: Είναι ασύμφωνοι εις τας ιδέας
Κόκκαλου ου Ράϊκους μι τα πόσια τ'
(1922)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ιγώ θα πάω τα Χάσια κι αν με θέλτι για παντρειά τρουΰρ τουν Άϊν Κύριον θα είμι
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Σουρός να γίνιτι κι ας είν' κι απ' τ'ς θ'κούς μας
(1902)
Ας καταστραφούν και οι ιδικοί μας, φθάνει να ωφεληθούμεν ημείς
Χουρεύουν οι ιφτά διαόλ' σ' αυτόν του σπίτ'
(1923)
Ερμηνεία: Δεν υπάρχει ομόνοια εις το σπίτι αυτό, τρώγονται μεταξύ των τα μέλη του οίκου