Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1301-1400 από 3195
Γι' αυτό τρώει το φείδ' για να πουνέσ'
(1928)
Εις αλγούντα ψυχικώς κατόπιν θανατου
Το κάνει σαν το σκυλί με τν καλύβα
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Φάγε πιέ στο μοναστήρι και τίναξ' το σεγγούνι σου
(1928)
Οτι πρέπει να απέχη κανείς από μοναστηριακών κτημάτων
Τι τα κάμ΄νι ουχτώ τραϊά οι ιφτά παπάδες!
(1923)
Ερμηνεία: Χαρακτηρισμός της πλεονεξίας των παπάδων, ήτις μεταφέρεται όπου παρατηρείται ομοία πλεονεξία
Τς μικρής τς Παναγούλας του είχαν αυτουν
(1923)
Δηλαδή διασκέδαζον ασυλλόγιστοι και εις εποχή μη επιτρέπουσαν διασκέδασιν
Ούτι τ' παπά να μην του ειπής αυτό ουπόπαθες
(1923)
Ερμηνεία: Όταν πάθη τις ανήκουστον, του αποτείνεται η παροιμία αυτή
Θα τα πάρ'ς ξιρουμέτρ'
(1923)
Λέγεται επί ελπίζοντος ματαίως ότι θα λάβη χρήματα δανεισθένατα εις αναξιόχρεων
Ξιρουμέτρ' τα πήρι
(1923)
Λέγεται επί ελπίζοντος ματαίως ότι θα λάβη χρήματα δανεισθένατα εις αναξιόχρεων
Κι παπάς, Κώστα; Έτσ' τουφερ' η κατάρα!
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται προς άνθρωπον, τον οποίον βλέπομαν καθέξαντα επάγγελμα αναρμοστον εις αυτον
Έχ' παλούκ' στουγ κώλου τ' αυτός
(1923)
Δηλαδή έχει κατηγορίαν, έχει πληγή
Λάδ' βρέχ' κάστανα χιουνίζ'
(1922)
Ερμηνεία: Αυτός αδιαφορεί διά το σύμπαν
Αυτός είνι μαύρος του ηλιού
(1925)
Παροιμιώδης φράσις είναι κακόμοιρος, κάμνει σφάλματα δια τα οποία τον συγχωρούν
Κάνει κουλουκαθιές αυτός!
(1926)
Είναι ανήσυχος λίαν, να φύγη
Ανύπαντρους, σαν παντριφτή, δεν πρέπει να χορεύη μόνον σακκί στον ώμο του κριθάρι να γυρεύη
(1926)
Λέγεται δια τους εγγάμους, οίτινες περιβάλλονται υπό μυρίων μεριμνών
Ου κ'σσός σκατό κλαδί, ου κούκκους σκατοπουλι, κι ου σώγαμπρους σκατάθρωπους
(1926)
Κ'σσός = κισσός
Μι του βόσκου παχαίν' του πρόβατου
(1926)
Βόσκου = βοσκός = το βόσκημα, η νομή
Πριν, βλάχε μ', τ' άλογό σου
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται σ' έναν που άκαιρα προσπαθεί να διορθώση προηγούμενο σφάλμα του
Σαν το σάκκο στα Καστέλια
(1928)
Για έναν που δεν το κουναει, πάντα στο ίδιο μέρος βρίσκεται. Ντόπια της Αρτορίναι παροιμία. Βγήκε από κάποιο Σάκκο που ποιός ξέρει, γιατί πάντα έμεινε στα Καστέλια – Ρίον – Αντίρριον
Οι νυχτερούδισσες κι οι πουδαρούδισσες το Μάη νυχτερεύουν
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών γυναικών
Αν ήμουν σκυλί, τότι να τραβιέσαν
(1928)
Προς νομίζοντα, ότι δύναται να μειύση την υπόληψιν ευπολήπτου
Απου σκ'λί π' αλ'χτάει, μη φουβάσι, απου κρυφόσκ'λου να φ'λάϊσι
(1925)
Παροιμία αυτονόητος
Σαν τον Πίτα με τον Παστέλα
(1927)
Λέγεται μόνον στην Αμπρακιά της Τριχωνίας
Απού γυρεύει τρουλλί δεν τρώει, διάλε, το θρουλλί
(1926)
Τρουλλί=σωρός, πολλά , θρουλλί=μικρόν τεμάχιον ξύλου εύφλεκτον
Ούλα τα δάχλα ένα πράμα είνι
(1926)
Όλα τα παιδιά εξ ίσου αγαπούνται
Τα γραφτά μας δεν τα ξέρουμε
(1925)
Ερμηνεία: παροιμ. Έκφρ.= το μέλλον είναι αόρατον
Μι πήρι, σι πήρι, τουν πήρι του πουτάμ'
(1922)
Παροιμία λεγομένη επί ατυχούντος εις επιχειρήσεις κλπ
Ήταν του πλι πλάκ'
(1922)
Ερμηνεία: Φραση παροιμιώδης λεγομένη επί του αμετρήτου πλήθους
Του γνωστικού αναχάραζε, του κουζουλού ξεστίχα
(1926)
Αναχαράζω=ξεστομίζω. Ξεστιχώ=βγάζω στίχους πολλούς
Με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου
(1926)
Ερμηνεία: Η δύναμις των χρημάτων
Το' φκειασε ο πατέρας του από μισή ριξιά
(1927)
Ερμηνεία: Επί ισχνού παιδιού
Ένα γίρο δυό σπασμέν' τουν κάν'νι καλά
(1926)
Οι δυό είναι ισχυρότεροι πάντοτε του ενός, έστω κ' ανάπηροι
Αυτός ο άνθρωπος δε δίνει ούτε τ' αγγέλου το νερό
(1926)
Επι φιλαργύρου
Πάμε κι εμείς μαζεύοντα τα πέταλα
(1927)
Ερμηνεία: Οι βραδυπορούντες πεζοπόροι οι οποίοι ακολουθούν καβαλλαραίους συντρόφους, που τράβηξαν πολύ μπροστά
Αλάγρα ειν' το σκοτάδι; κλεισ' τα μάτια να το ιδής
(1927)
Ερμηνεία: Επί των προ των οφθαλμών μας τα οποία παταβλέπομεν
Ούτι στον κουλουκύθ' δεν παίρνει
(1927)
Ερμηνεία: Όταν δεν παίρνει καμμία πρόοδο κανείς από κτίσμα ή από άλλες του επιχειρήσεις
Τόχει στο τρύπιο σακκούλι
(1927)
Ερμηνεία: Ματαίως ελπίζω, υποθέτω
Ιγώ πουστάζω τ' σκύλα κι η σκύλα τ' νουρά τς
(1928)
Όταν προσταγή διδομένη προς τινα μεταβιβάζεται εις άλλον από ραθυμίαν προς εκτέλεσιν
Δεν είν' για το γιατρό, είν΄για τον παπά
(1928)
Ερμηνεία: Επί ανεπανορθώτως εφθαρμένου πράγματος, όπερ είναι για πέταμα
Ένα σκ'λι π' δε σι δαγκών', ας σ' αλ'χτά(η)
(1923)
Ακίνδυνος εχθρός, ας παραμένη εχθρός
Με τα πουλλά κι τα λίγα
(1928)
Ερμηνεία: Επί επιβαλομένως προσθέτου δαπάνης εκεί όπου πολλά και την αλώθεσαν αχρι τουδε προς επίτευξην σκοπου τινός
Είνι για του κούτσουρου τς Παναγίας
(1925)
Παροιμιώδης φράσις, ετρελλάθη, έπαθε διατάραξιν φρενών. Εις την μονήν Προύσου “Παναγία Προυσιώτισσα”', εντός του ναΐσκου υπάρχει κορμός δένδρου επί του οποίου είναι ευσφηνωμένοι κρίκοι, από την οποίαν δένουν τους, προς ...
Ένας Θανάης απ' τ' Σαμπατίνα, ένας κουντός μί γένεια
(1925)
Παροιμία επιτοπία ήτις έμεινεν εκ τού χαρακτηρισμού, τόν οποίον έδωσε κάποιος μιά φορά περί τινός τού οποίου εγνώριζε μόνον τό βαπτιστικόν όνομα, τό χωριό, τό ανάστημα καί τά γένεια. Λέγεται όταν δέν δύναται κανείς νά δώση ...
(Άμα του είπα να μ' πληρώσ' του χρουστικό) πιάσ' τουν κι δέσ' τουν
(1922)
Ερμηνεία: Του εκακοφάνη πολύ
Γλήγουρα θα βαρέσ' η καμπάνα γι αυτόν
(1922)
Ερμηνεία: Θα αποθάνη γρήγορα
Τι τρέχ' η μύτ' σ' γέρουντα; Τρέχ' ατ' του βοριά. Σι ξαίρου κι' απού τοτ π' δεν τράβαϊ ου βοριάς
(1926)
Όταν προφασίζεται ως αιτίαν παθήματός του ψευδή
Ενόσουν τσαι συ ισάνι τσαι κατζέφ' γνένdα μου!
(1951)
Έγινες και συ άνθρωπος και μιλείς μπροστά μου!
Χάρκες κλαί' του τσεινού τον ψόφο
(1951)
Καθένας κλαίει το δικό του πεθαμένο
Αυτός είναι για να σενηστάζουν οι άλλοι
(1927)
Ερμηνεία: Προκειμένου περί ανηθίκου ή γελοίου περί του οποίου πολύς λόγος γίνεται, όχι βέβαια εύφημος
Αλιά π' να μην έκη νύχια να ξιτής
(1923)
Δηλαδή αλίνονον να μην έχης ιδικάς σου δυνάμαις και να περιμένης από δυνάμεις άλλων να θεραπεύση ανάγκας σου
Το παθε σαν κείνον με το σκορδοστούμπι!
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κατής γαμεί τη μάννα μας, ημείς που θα κριθούμε;
(1927)
Ερμηνεία: Επί παρανομούντος εντενταλμένου την τήρησι των νόμων
Πότε γίνηκε κολοκύθι και μάκραινε η νουρά του;
(1927)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τριγών'ς πήγε τριγών'ς γύρισε
(1928)
Δι' αστόχως ενεργήδαντα και αποτυχόντα εις την ενέργειάν του
Δε ζ'γιάζιτι μι μάλαμα αυτός ου άνθρουπους
(1926)
Είναι πολυτιμότατος
Ούλα τα δάχλα έναν πόνουν έχ'ν
(1926)
Όταν πρόκειται περί παιδιών
Ανύπαντρος προξενητής για δικό του παραμιλεί
(1926)
Όταν αμέσως ενδιαφέρεται τις δι' υπόθεσιν ενδιαφέρουσαν άλλον, την διεξαγωγήν της οποίας ανέθεσαν εις αυτον, φροντίζει δι' εαυτον
Όση ώρα βαστάς την πέτρα στη χέρα σου, την ορίζεις
(1926)
Δηλαδή να μην είσαι γρήγορος εις τας αποφάσεις σου
Η πείνα κάνει αδόντια κι΄ ο φόβος πόδια
(1926)
Εις δειλόν
Τώρα στα ξικουκλώματα
(1923)
Δηλαδή εις τας τελευταίας αναλαμπάς της ζωής ανθρώπου
Από κει που ξέρεις, είσαι ως το γόνα, κι από κει που δεν ξέρεις ως το λαιμό
(1925)
Ερμηνεία: Να προτιμά κανείς το γνωστόν το δρόμο. Σ' αυτόν βαδίζει ασφαλέστερα
Όσα ξέρ΄ ου Στεφανής δεν τα ξέρ΄ άλλους κανείς
(1925)
Παροιμία την: όσα ξέρει ο νοικοκύρης δε τα ξέρει ο μουσαφίρης
Μέγον βούτζι φα, μέγον gατζί μη λες
(1951)
Μεγάλη μπουκιά φάγε, μεγάλο λόγο μη λες
Ό,τις παίρει το κατζί του πίσου, ένι 'ναίκα
(1951)
Όποιος παίρνει το λόγο του πίσω είναι γυναίκα
Έvι αvdί Καβάρη κάτσι
(1951)
Είναι σαν του Καβάρη το βράχο
Είνι άσπρα γέλοια κι μαύρα γέλοια
(1926)
Δηλαδή γελάς καμμιά φορά και το είσαι λυπημένος
Ούπ΄ δε φχαρστάει του λίγου ούτι του πουλύ
(1928)
Αγνώμων
Πήι για μαμή κι έκατσι για λιχώνα
(1923)
Δηλαδή εβράδυνε περισσότερον του δέοντος
Έφαεν gαμηλού παστουρμάς
(1951)
Έφαγε καμήλας παστουρμά
Παίρν' του φτυάρ' τ' ν'ρο
(1923)
Έχει τα δυνάμεις, έλαβε πολιτικήν ισχύν
Ποίτσεν dα 'αν dον Ναστραdί – χοτζά
(1951)
Τόκαμε σαν το Ναστραντίν χότζα
Του 'νεγκώθει πολύ ο νομάτ', κατέσει πολύ
(1951)
Ο άνθρωπος που γυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά
Νερό έβgη σο 'μον dο τετ' ζάλι
(1951)
Νερό βγήκε στην τύχη μου
Τιζ έκουασε; Η νύφη έκουασε
(1951)
Ποιός έκλασε; Η νύφη έκλασε
Σήκωσεν dο μυτήν ψεά
(1951)
Σήκωσε τη μύτη ψηλά
Του έρτσεται 'ς το νερό, πααίνει σο νερό
(1951)
Ότι έρχεται από το νερό, πάει στο νερό
Το νηστικόν dο γαϊρίδι τζο βρουκανίζει
(1951)
Το νηστικό γαϊδούρι δε γκαρίζει
Το νηστικόν dο στσυλλί σον ύπνο dου θωρεί κρας
(1951)
Το νηστικό σκυλί βλέπει στον ύπνο του κρέας
Τα νηστικά στσυλλία χάνουν φούρνοι
(1949)
Τα νηστικά σκυλιά χαλούνε φούρνους
Το νερό 'ς τον Gούτσουρ' έν θεό
(1951)
Το νερό από το Φλεβάρη είναι θολό. Με τις βροχές και τις πλημμύρες που κάνει το Φλεβάρη, τα ποτάμια θολώνουν. Αλληγορικά: υπάρχει πάντα κάποιος που φταίει για ό,τι ανάποδο γίνεται
Αvdi καρφί κρούς
(1951)
Σάν καρφί τα χτυπάς
Ο ταρός ά μεζ δείκ΄
(1951)
Ερμηνεία: Όταν δεν θέλουμε να πάρουμε από τώρα απόφαση για κάτι μελλοντικό
Χάσεν dο τσουφάλι του
(1951)
Έχασε το κεφάλι του
Το ψάρι μυρά 'ς το τσουφάλι
(1951)
Το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι
Του βασιλό τη 'ναίκα πάλι, κρυφά βρίζουν dα
(1951)
Και του βασιλιά τη γυναίκα κρυφά τη βρίζουν. Από πίσω εύκολα κανείς κατηγορεί όποιον και νάναι
Τσάπου παρπατεί το ποτάμι, απιτσεί 'α πεις νερό
(1951)
Όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιείς νερό
Σύρτσεν dο χαρϊένι η νύφ
(1951)
Σκούπισε το καζάνι η νύφη
Α σ' έχω σα γουτνία 'πέσου
(1951)
Κούτνι = μεταξωτό
Ανdί κόνκα κάτσες σό ιλέσιν bάνου, κόλλτσες, αφ' τζού 'ρτες
(1951)
Σάν όρνιο έκατσες στό ψοφίμι απάνου, κόλλησες, πίσω δέν ήρθες. Σε κείνους πού όταν μυριστούνε κάπου κέρδος, κάθονται εκεί καί ξεχνούν όλα τ' άλλα
Ο λύκος σαμού συννεφϊέζ' ο χαβάζ', 'υρεύει τα
(1951)
Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός, του αρέσει
Ο αγός δέβη 'γνένdα
(1951)
Ο λαγός πέρασε αντίκρυ