Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1201-1300 από 3195
Απόξω απ' τη μανικούλα μου, ας κι είν' κι η αδιρφούλα
(1926)
Εγώ να μην πάθω, άλλος ας πάθη
Ο λύκος πάτσε τζο ξερώνει
(1951)
Ο λύκος πατσές δεν ξεραίνει
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι
(1951)
Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι. Στους δυό τούτους μήνες φαίνεται αν θα πάνε καλά τα σιτηρά και τα γιδοπρόβατα
Ενόσουν μέλι, ΄ενόσουν σοκάρι, μας τζο κώθεις να μέζ γρέπ΄
(1951)
Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δε γυρίζεις να μας δεις. Τόλεγαν σ΄ έναν που μεγάλωσε κι έγινε ακριβοθώρητος
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(1951)
Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει
Τ' άλισμα το 'χουμι στου μύλου
(1926)
Άμα πάϊναν σι γάμου ή αλλού: Θέλει μ'σαφραίους, Χίλιοι καλοί, αλλά μι τ' άλισμα το 'χουμι στου μύλου = δεν έχομε ψωμί
Άμα νεφρώση το πρόβατο δε ματαξεπέφτη
(1928)
Άπαξ ο άνθρωπος αποκτήσει περιουσίαν δυσκόλως γίνεται πάλιν φτωχός//νεφρώνω = δυναμώνω εις τα νεφρά
Μέγο όνομο τσαι κουτούλικο 'ιδι
(1951)
Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι
Το κατζί μη τα βινέφ' σο γιαπάν'
(1951)
Το λόγο μην το πετάς του βρόντου
Ταχει μαύρα και στριμμένα και στριφιά κουμποθιασμένα
(1927)
Ερμηνεία: Άνθρωπος καθ' όλα ισόρροπος, μυαλωμένος, όπως πρέπει δεν γελιέται ποτέ
Μι τα ξένα ίδρουτα ου άνθρουπους δε γένιτι ν'κουκύρ'ς
(1923)
Δηλαδή ο αδικών δεν δύναται να γίνη νοικοκύρης
Τουμ πάη χέρ' πουδάρ' να τουμ πιάσ'
(1923)
Τον προσεγγίζει πολύ και είναι επόμενον να τον συλλάβη
Έχ' ένα σπίτ' μοναστήρ'
(1923)
Δηλαδή πολλοί ξένοι φιλοξενούνται η δε λείπ' οι ξένοι απ' του σπίτ' αυτό
Θα μας κλάψουνε σαράντα οχτώ Μαρίες
(1927)
Ερμηνεία: Όταν επίκειται μεγάλη διένεξις μεταξύ δυο ανθρώπων, η οποία θα τους οδηγήσει εις ανήκουστον συμφοράν
Κλέφτ'ς άπιαστους, καθάριους ν΄κουκύρ'ς
(1923)
Δηλαδή κλέφτης καθ' υπόνοιαν, είναι καθάριος νοικοκύρης
Τι νουμίαις, μαν'κουκάπ' θα σι κάμου
(1923)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κατά του Μαστρουϊιάνν' κι τα κουπέλια τ'
(1923)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ό,τιζ έφαεν dο σκόρdο, μυρίζει
(1951)
Όποιος έφαγε το σκόρδο, μυρίζει
Το νηστικόν στσυλλί τζο 'αλεί
(1951)
Το νηστικό σκυλί δεν αλυχτάει
Μοναχός του του ξειά, τζο κλαίει
(1951)
Μοναχός του όποιος πέφτει, δεν κλαίει
Σαγιργϊέναν dα 'τία μου
(1951)
Κουφάθηκαν τ' αφτιά μου. Όταν οι άλλοι φωνάζουν πολύ. - Ποντ. Δ.Π. Αρ. 113: Εκώφωσες τ' ωτία μ'.
Ές γρούσε ; ες τασί μέ(γο) γουώσσα
(1951)
Έχεις γρόσια ; έχεις και μεγάλη γλώσσα
Έρριξε τα μούτρα τ' στα σκατά
(1928)
Έρριξε ή Ρίχνει
Τ' είναι τούτος, μάννα μου; Μπούφος, γυιέ μου
(1926)
Ερμηνεία: Επί εκδηλώσεως ανοησίας εκ μέρους ηλιθίου
Η καρδιά μ' τον ξέρ πως ν'χτώνου κι πως ξ'μερώνου!
(1923)
Δηλαδή πάσχω πολύ από δυστυχίαν
Απού της συκιάς το γάλα κι από αμυγδαλιάς ζουμί
(1926)
Όταν θέλη τις να δείξη περιφρόνησιν εις μακρυνών συγγένειαν
Βασιλικός κι' αν μαραθή τη μυρουδιά την έχει
(1926)
Ο ευγενής και αν ειπέση οικονομικώς, πάλι μένει ευγενής
Άμα γλέπς τα μλάρια τα βασιλ'κά, παραμέρα να μη τα προυγγίξ
(1926)
Καλόν η προφύλαξις καίτοι είσαι αθώος, φοβού τας διαβολάς. Ελέγετο, όταν προυσιάζετο απόσπασμα άλλοτε
Τσάπου τζο σπέρει, θερίζει
(1951)
Όπου δε σπέρνει, θερίζει
Τσάπου τζο σπειραίνουν σε, μη φυτρών'
(1951)
Όπου δε σε σπέρνουνε μη φυτρώνεις
Τάημισα κλαίν, τάημισα γϊάν
(1951)
Άλλοι κλαίνε και άλλοι γελούν
Τζο γρέφ' τον τζεχρέ σου 'υρέφ' να παγάσ' σην bαναΐα α γομάρ'ν ξύα!
(1951)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πασχά έρdα τα ράσα, πασχά έρdα ο παπάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Η δική μ' η δλειά είναι σαν του κ'νήϊ, βαρείς λαγό ή δε' βαρεις
(1925)
Παροιμία λεγομένη υπό ανθρώπου του οποίου η επιτυχία την εργασίας του είναι αμφίβολος
Το σον dο κατζί εν στσυλλού κουάσιμο
(1951)
Ο λόγος σου είναι σκυλιού κλάσιμο
Σο π'εζόν dο πιθάρι μη κουάν'
(1951)
Στ' αδειανό πιθάρι μην κλάνεις
Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε
(1951)
Κόποι, κόποι, του συντέκνου κόποι
Τσάπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'ς τα σερε τουν έργον τζο 'ρτσεται
(1951)
Όπου είναι πολλοί κουμανταδόροι, από τα χέρια τους δε βγαίνει δουλειά
Σου να πουγιουρdάς, φα' στσυλλού κρας έν' τζάφ' καό
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τζαλούς να πιέσει
(1951)
Ποταμίζομαι = πνίγομαι
Το ποτάμι του σοτρά 'μbρο, ξοπίσου τζο 'υρίζεται
(1951)
Το ποτάμι που τρέχει μπροστά, πίσω δε γυρίζει
Σα 'μαν dα ποράδε 'μbρο, συ τζο πορείς να βgείς
(1951)
Στα δικά μου ποδάρια μπροστά, συ δε μπορείς να βγείς
Τι' κάν'ς Γιώργον; -Σκαντοχερία κάνου
(1925)
Παροιμιόδες έκφραση λεγόμενη είς απάντηση προς τινά όσοι ερωτούν περί της υγείας τον
Ο Βλάχος κι' άρχος να γενή σκατένια δόξα θάχη
(1926)
Της αγενείας τα στίγματα παρακολουθούν τον άνθρωπον και τα ύψιστα αξιώματα αν καθέξη.
Μπαίνει με το σακκί και βγαίνει με το βελόνι
(1926)
Δια την ασθένειαν, ήτη ευκόλως προσβάλλει και δυσκόλως απαλλάσσει τον ασθενούντα
Εμίνι στίγ ξέρ΄ αυτός
(1923)
Δηλαδή απέτυχε
Τ' αήνι άμε τσ' ε δω πεγάϊδι, α τσακωθεί
(1951)
Το λαγήνι πήγαινε κι έλα στη βρύση, θα τσακιστεί
Το καμήλι γαφϊάς τζο πίνει
(1951)
Η καμήλα καφέ δεν πίνει
Κανείς τον dατά μου τζο ρωτά τα, ρωτά μο τη μα μου
(1951)
Κανένας τον πατέρα μου δεν τον ζητάει, ζητάει μόνο τη μάνα μου
Η μα σου ένι σκόρdο, ο τατάς σου ένι κρομμύδι
(1951)
Η μάνα σου είναι σκόρδο, ο πατέρας σου κρεμμύδι
Πέντε μήνες, πέντ' αδράχτια, πότι τάγνησα η πλατώνα
(1902)
Πλατώνα = Είδος δορκάδος
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
(1951)
Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι
Πιρμή βgεις 'ς τον τσεφο, ρυεύ' να μάθεις μένα γράμματα
(1951)
Πριν να βεις από το τσόφλιο, γυρεύεις να μάθεις εμένα γράμματα
Θέλει και τη σούφλα άκαη και το κουκουρέτσι ψημένο
(1928)
Ερμηνεία: Εκ τον άνευ θυσιών ζητούντα να επιτύχη τι
Του κέντισμα είνι γλέντισμα κι η ρόκα είν' του συργάνιου κι αυτός ου έρμους αργαλειός είνι σκλαβιά μεγάλη
(1926)
Λένε οι γυναίκες προκειμένου να εκφρασθούν περί των δυσκολιών του αργαλειού εις την Αμιοραννιάν
Μι τουν αραμπά σ'!
(1922)
Ερμηνεία: Βραδέως ως λ.χ. Μι τουν αραμπά σ΄ δε σι βιάζ΄κανένας να πιν΄γής ή αυτός πάει με τουν αραμπά τ΄ ή καλύτερα να πααίν΄ς μι τουν αραμπά σ΄ γιατί δυο μέρ΄ς τι σι βρίσκ΄ στ΄ στράτα π΄ πααίν΄ς
Θα του πάρς, άμα ιδής τ' αυτί σ'
(1926)
Επί αδυνάτων
Μ' έρρξι απού κούτσουρου σι λ'θάρ'
(1926)
Από κακό σε κακόν
Δε σι βρίσκου μουδί στου σακκί μουδί στου σακκούλι
(1922)
Ερμηνεία: Δεν μένεις ευχαριστημένος κατ' ουδένα τρόπον. Π.δ. Αυτόν δεν τουν βρίσκ'ς πούτι στου σακκί ούτι στου σακκούλ'
Ηύραμι του καλόκουκου κι τράμι να τ' βγάλουμι τουγ κώλου
(1922)
Σημ. Καλόκουλους = θεοχρεωτικότατος, εύπιστος
Γι' αυτό έκαψα τ'γ καλύβα μ', να μη μι τρών οι ψύλλοι
(1922)
Ερμηνεία: Προς απαλλαγήν μου από βασάνου τινός εστερήθην ουσιώδους τινός πράγματος
Φκάνdαξα 'ς τον παπά τσαι τρώω τη Σαρακοστή
(1951)
Πλαντάζω = θυμώνω
Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς τό τσουφάλιν dου
(1951)
Ο άνθρωπος που πνίγεται, πιάνετ' από τό κεφάλι του
Του πατεί η κλουσίστρα το πουλλί τζο ψοφά
(1951)
Το πουλί που πατεί η κλώσσα δεν ψοφά
Το στσυλλί πες τζο πεινα, το φούρνο τζο χάνει τα
(1951)
Το σκυλί αν δεν πεινα, το φούρνο δεν τον χαλάει
Σ την bείνα γόνατα τζο κρούω
(1951)
Από την πείνα γόνατα δε στερεώνω
Οι πεθαμένοι ζελμονιένdαι ταρνα
(1951)
Οι πεθαμένοι λησμονιούνται γρήγορα
Κι' γω κακά χερόβουλα κι' συ κακά διμάτια
(1922)
Ερμηνεία: Το δικό μου κακό θα έχη αντίκτυπον και εις σε
Αντιβαίνου, κατιβαίνου, τα βρακιά μου λυού κι δένου
(1926)
Αντιβαίνω = ανεβαίνω
Βγάλ' τ' σκούφια σ' κι βάρει μ'
(1926)
Λέγεται προς επικρίνοντα άλλον τινα με τουν οποίον καθ' όλα ομοιάζει
Όπως δείχνουν τα κουκκιά κι μαρτυράει η φλάσκα ούτι φέτους του Χριστου, ούτι του χρόνου Πάσκα
(1926)
Ερμηνεία: Επί εσχάτης αδιαφορίας (γνωστή η ιστορία του παπά)
Να ιδούμι, πόσα απίδια πιάν' ου σάκκους!
(1926)
Όταν τις περιμένη πραγματοποιήσιν των κακών προβλέψεων του δια τινα, τον οποίον συμβουλεύει να αποφύγη το κακόν
Του σιγαλό πουτάμ' πνίει τ'ς αντρειουμέν'ς
(1926)
Εάν μετά περισκέψεως και σοβαρότητος ενεργή τις καταβάλλει πάσαν αντίστασιν
Μήτ' απ' τουμ Πρόκου προυκουπή, μήτ' απ' τη ρίζα ρίζου
(1922)
Η παροιμία εννοεί: βοήθει σαυτον και μην αναμένης ματαίως αλλαχόθεν βοήθειαν
Τουν έβαλαν στου προσήλιου (ή Μ' έβαλαν στου προσήλιου)
(1922)
Ερμηνεία: Με κατέστησαν πτωχόν δια τας ατασθαλίας ή αδικίας των. π.δχ. Α! Είχι καλά πιδάκια! Τουν έβαλαν στου προσήλιου (ειρων.)
Σ' παίρν' τ' χάντρα απ' του μάτ' σ'
(1922)
Ερμηνεία: Είναι κλέπτης επιδεξιώτητος
Παρηγουριά στουν άρρωστου όσου ναβγ' η ψ'χή τ'
(1923)
Λέγεται όταν μας παρηγορούν και μας αποθαρρύνουν ενώ δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας
Πιλ'κάει απάν' τα πουδάρια τ' αυτός
(1923)
Δηλαδή, λεύχει την ρίνην και αποβάλλει ται γλώσσαι του ευχαρίστως = αυτοκτονεί χωρίς να το εννοή
Σ' φτάν' ισεναν μ' πιρσσεβ' ιμέναν
(1923)
Λέγεται όταν τις πράττει τι εναντίον του συμφέροντός του. Τότε ειρωνικώς λέγομεν: σ' φτάν' ισεναν, μ' πιρσσεβ' ιμέναν
Όλα τάχει η Ζαφειρούλα, μόν' ο φερεντζές τής λείπει
(1926)
Ερμηνεία: Επί αναρμόστου
Στούμ πόλιμου τφέκια δε δανείζ'νι
(1926)
Πρέπει να έχης δικό σου.
Μπήκ' ου λύκους στού κουπάδ' ; Χαρά στουν πόχι τού ένα
(1926)
Ότι μεταξύ πολλών συννεμομένων ζώων συμβαίνει νά απολλήται συνήθως τό έν, ανήκον εις άλλον ιδιοκτήτην
Πήδησε ο λύκος στό κοπάδι; Αλλιά πώχει τό ένα!
(1926)
Ο έχων έν τέκνον, είναι εις τήν αυτήν μοίραν μέ τόν μή έχοντα κανέν
Δεν τ'ν έχ' για πλάσ' (τ' μάννα τ')
(1926)
Την περιφρονεί δεν δίδει σημασίαν εις τας συμβουλάς της
Έχου τα μάτια αν΄χτά
(1923)
Δηλαδή ζω
Πρέπ' να κναη τ' νουρά η σκύλα για να παν τα σκ'λιά κουντά της
(1923)
Δηλαδή πρέπει να δείξη τις ότι επιθυμεί τι, δια τα δεχθή τας επεμβάσεις άλλου
Οπόν' πουλλες νοικοκυρές κι όλες αλάτ' στο φαϊ βάννι, καλό δε γένιτι
(1928)
Η δουλειά δε γίνεται καλή όπου πολλοί μπερδεύονται