Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 3548
Η οικονομία έρκεται μονάχη της
(1952)
Από ανάγκη κ' έλλειψη
Το Νοέμβρη νόγα σπέρνε το Δικέμβρη δίκια σπέρνε
(1952)
Η παροιμία παίζει με τις λέξεις νογάω καταλαβαίνω. Τους δυο αυτους μήνες πρέπει να κάνη κανείς προσεχτική και μετημένη σπορά
Το Μάρτη βάλ' αργάτες κι' ας είναι κι' ακαμάτες
(1952)
Ερμηνεία: Του Μάρτη οι μέρες είναι τόσο μεγάλες, που οι εργάτες όσο και να 'ναι τεμπέληδες, θα δουλέψουν
Ο καλός νοικοκύρης ξυπνάει πρώτος και κοιμάται τελευταίος
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Τι να σου κάμη η καλή νοικοκυρά μες στ' αδειανό το σπίτι;
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ο μουσαφίρης δε θέλει άλλο μουσαφίρη
(1952)
Η λέξη μουσαφίρης (τουρκική), έχει έρθει από την άλλη Ελλάδα στην Κεφαλονιά
Τσου παπάδες ναν τσου σεβεσαι για κεια π΄ασκώνουνε όχι για κεια που κάνουνε
(1952)
Ασκώνω= σηκώνω|Εννοεί τα άγια
Στην πουσναρα του παπά, ζωντανοί και πεθαμένοι
(1952)
Πουσναρα (κουτσοβλ.) μεγάλη τσεπη
Με το ζόρι παντρειά, δεν πάει
(1952)
Ζόρι = τουρκική βία
Σκλαβιά και παντρειά είν' ένα
(1952)
Ένα = Το ίδιο
Η πουρβερη το πρόσωπο πως το κατασκευάζει, σαν κότα το ΜαΓιαπριλο, που ξαναπουπουλιάζει
(1952)
Πουρβερη (ιταλική) = πουδρα, η ριζόσκονη του προσώπου, ξαναπουπουλιάζει = βγάζει καινούρια πουπουλα, φτερά
Ο σάλιαγγας σα βουληθή να βγη αφ' το καυκί του, πρώτα βγάνει τα κέρατα, κ' ύστερα το κορμί του
(1952)
Σάλιαγγας = σαλίγγαρος
Φάε σκόρδο, πιάσ' τ' αρματά σου, φάε κρεμύδι, πιάσ' τα γονατά σου
(1952)
Το κρεμμύδι δεν έχει τη δύναμη του σκόρδου
Να 'ξερ' η πόρτα να λεε, κ' η παραστή να μίλιε
(1952)
Παραστή, η παραστάδα, η κορνίζα της πόρτας. Πόσα βλέπει που γίνονται μες στο σπίτι!
Παναγίαβόχτα, που πίνει το παιδί νερό
(1952)
Μπορεί να κομπιαστή το παιδί την ώρα που πίνει νερό, κι' αυτό είναι επικίνδυνο
Την άραξε
(1939)
Και καλά την άραξε
Πήρι τ' ανάπλαγα
(1940)
Πήρε τα βουνά, από φόβο ή από λαχτάρα
Όπου 'χε γνώση εκούρευε και δεν εκωλοκούριζε
(1958)
Έκοβε τα μαλλιά από τον πισινό του προβάτου
Το πουνεντογάρμπι όσο βραδιάζει, ξιδιάζει
(1952)
Πουνεντογάρμπι = άνεμος, αναμεσα πουνέντε (ιταλική δυτικός) και γαρμπή. Φτάνει στον Ελιό περνώντας αναμεσα Ζάκυνθο και Παλική. Όσο βραδιάζει, γίνεται δυνατότερος
Τσάπου τζο σπέρει, θερίζει
(1951)
Όπου δε σπέρνει, θερίζει
Τσάπου τζο σπειραίνουν σε, μη φυτρών'
(1951)
Όπου δε σε σπέρνουνε μη φυτρώνεις
Ότα ραΐση το λαΐνι, εράϊσε
(1952)
Λαΐνι = η στάμνα
Στη βράση κολλάει το σίδερο
(1952)
Μια δουλειά πιτυχαίνει, όταν την κάνουμε πάνω στην ευκαιρία
Ο σερέτης πάντα χάνει, και στο νου δεν το βάνει
(1952)
Σερέτης (θηλ. Σερέτισσα) τσιγκούνης
Όποιος περβατεί, μυρίζει κι' όποιος κάθεται, βρωμίζει
(1952)
Μυρίζει = μοσχοβολάει
Ο Μάης έχει τ' όνομα κι ο Θεριστής την πείνα
(1952)
Πιο πολλή πείνα υπάρχει τον Ιούνιο
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει
(1952)
Από τη συλλογή Μακρή
Από σιγαλό ποτάμι, υψηλά τα ρούχα σου
(1952)
Να φοβάσαι τους μουλωχτους
Άναβε το λυχναρι σου, προτου να σ' εύρ' η νύχτα
(1952)
Από τη συλλογή Μακρή
Τάημισα κλαίν, τάημισα γϊάν
(1951)
Άλλοι κλαίνε και άλλοι γελούν
Τζο γρέφ' τον τζεχρέ σου 'υρέφ' να παγάσ' σην bαναΐα α γομάρ'ν ξύα!
(1951)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πασχά έρdα τα ράσα, πασχά έρdα ο παπάς
(1951)
Πάσχα = αλλού
Όποιος παινιέται μοναχός, και δεν τονε παινούνε, να κάτση να 'ρηνεύεται, γιατί τονε γελούνε
(1952)
Ρηνεύομαι = Ειρηνεύομαι, κάθομαι ήσυχος
Για όσους δεν κλεί η πόρτα σου, κόψιμο μην έχης
(1952)
Δηλαδή μόνο για τους στενούς σου συγγενείς να στενοχωριέσαι
Ο παράς κι' ο σπόρος, α δε σκορπιστουνε, δεν αβγαταίνουνε
(1952)
Αβγαταίνω = πληθαίνω
Στα ρηχά, δεν πλέει καράβι
(1952)
Χωρίς πολύ χρήμα δε γίνονται δουλειές
Δεν ξέρ'ς να κουλανdρίσης εν' άλογο
(1940)
Δηλαδή δεν ξέρεις να μεταχειρισθής, διοικήσης. Δεν ξέρεις να κάμης το πιο εύκολο πράμα
Εμαζεύτηκαν οι κάργες κι' έκαναν τον κούκο αφέντη
(1936)
Ειρωνικά, όταν ο εκλεγόμενος είναι της ίδιας ποιότητος με τους εκλέγοντας.
Βερισέ κανένας δέν δ' λεύει
(1938)
Βερισέ = βερεσέ, τζάμπα
Βρούλλα μ' φέρν' ς τυροβόλια σ' bλέκω
(1940)
Φέν'ς= φέρνεις
Το αίμα νερό δεν ένεται
(1938)
Το σον dο κατζί εν στσυλλού κουάσιμο
(1951)
Ο λόγος σου είναι σκυλιού κλάσιμο
Σο π'εζόν dο πιθάρι μη κουάν'
(1951)
Στ' αδειανό πιθάρι μην κλάνεις
Μάκε, μάκε, συνdεκνού μάκε
(1951)
Κόποι, κόποι, του συντέκνου κόποι
Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα σου το 'καμες κι' όχι καλογείτονα, παρί κακογείτονα
(1952)
Γιατί αλλάζουν τα νοικοκυριά και τα συμφέροντα
Πορδίζω και φταρνίζομαι, για το γιατρό σκοτίζομαι
(1952)
Σκοτίζομαι = δε με μέλει. Τα δυο αυτά συμπτώματα δείχνουν πως δε συμβαίνει τίποτε σοβαρό. Η παροιμία είναι γνωστή και μ' άλλες εκφράσεις
Πάω να πω τον πόνο μου, και λέω την πομπή μου
(1952)
Με το να λες διαρκώς τα βάσανα σου, χάνεις την αξιοπρέπειά σου
Ο Θεός να σε φυλά' απ' άλαλα παιδιά, κι' από φτωχή γης
(1952)
Άλαλος = Παλαβός, ανόητος
Βάρδα από κουμπί
(1939)
Δηλαδή μην έχεις εμπιστοσύνη στο κουμπί
Ούλα τα πουλιά πααίνουν κι οι σκορδαλοί πομένουν
(1940)
Σκορδαλοί = οι γαλιάντρες. Το λένε τώρα το φθινόπωρο, που φεύγουν τα πουλιά. Μα τόχουμε και για παράδειγμα για τους παρακεντέδες (δηλ. Τους άχρηστους, χαραμοφάηδες)
Εύρηκ' η νύφη μας το εννί στην πόρτα μας!
(1956)
Τάχα πως κάτι ευρήκε
Η πείνα 'ναι δασκάλα, και μυαλό μαθήτρα
(1952)
Η πείνα αναγκάζει το μυαλό να σκεφτή
Βάλε μου σουπιά και ρύζι, το τσαπί μου ν' αρμενίζη
(1952)
Τα λόγια αυτά τα λέει ο σκαφτιάς, που αγαπάει πολύ το ρύζι με σουπιά. Φαΐ συνηθισμένο στην Κεφαλονιά, με κρεμμυδάκι, μαύρο από το μελάνι της σουπιάς
Τα ρούχα μου έχουνε τιμή, κ' εγώ τιμή δεν έχω
(1952)
Το καλό ντύσιμο κάνει τους άλλους να σε προσεχουν περισσότερο
Σαν πεινας και δε νυστάζεις, όσο θέλεις κουκουλώσου
(1952)
Κοκουλώνομαι = σκεπάζομαι στο κρεβάτι
Πέθανε να σ' αγαπώ, και ζιέ να μη σε θέλω
(1952)
Αποζητάμε τους ανθρώπους μας όταν πεθάνουμε, ενώ όσο ζούνε τους δίνουμε στενοχώριες
Το μήλο κάτου από τη μηλιά θε πέση
(1952)
Το παιδί θα κάμη ό,τι και το σπίτι του
Μάης, μάϊνα
(1952)
Το Μάη λιγοστεύουν οι δουλειές και τα λεφτά
Αυτός δεν αδειάζει κλαρί
(1956)
Για έναν που δεν τελειώνει γλήγορα κι αποτελεσματικά [το μάζωμα της ελιάς] λέμε [το ανωτέρω]
Κοίμου – κοίμου, κ' η γαιδούρα βόσκει!
(1956)
Στους ξέγνοιαστους
Του χρόνου άκλαδο, από ταχιά ξεράδι κάθε κλήμα δέκα ράτες
(1958)
Επερνούσε άλλη φορά ο παππούλης του Αγγ. Σκλαβενίτη από έναν που ήταν στ' αμπέλι του. Του λέει τ' ανωτέρω και αυτός απάντησε: Ευχαριστώ
Βρήκ' η νύφ' το γεννί στην πόρτα
(1958)
Όταν βρίσκουμε κάτι κοινό και γνωστό, έτσι κι αλλιώς υπάρχει
Πάς άνθρωπος, πάσα ιδέα
(1958)
Έλεγον ο Μανωλιός ο Κουτσάφτης
Πένdι βόδια, δυο ζιβγάρια
(1940)
Κουβέντα, κουβεντούλα τρώει ο λύκος τη βιτούλα
(1959)
Δυό τσοπαναραίοι κουβεντιάζουνε
Τσάπ' είνdαι πουά κουμανdάροι, 'ς τα σερε τουν έργον τζο 'ρτσεται
(1951)
Όπου είναι πολλοί κουμανταδόροι, από τα χέρια τους δε βγαίνει δουλειά
Σου να πουγιουρdάς, φα' στσυλλού κρας έν' τζάφ' καό
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τζαλούς να πιέσει
(1951)
Ποταμίζομαι = πνίγομαι
Το ποτάμι του σοτρά 'μbρο, ξοπίσου τζο 'υρίζεται
(1951)
Το ποτάμι που τρέχει μπροστά, πίσω δε γυρίζει
Σα 'μαν dα ποράδε 'μbρο, συ τζο πορείς να βgείς
(1951)
Στα δικά μου ποδάρια μπροστά, συ δε μπορείς να βγείς
Όποια πάρη παλληκάρι, ξανανιώνει σα φεγγάρι, κι' όποια πάρη γέρον άντρα, τ' ώχου δεν τση λείπει πάντα
(1952)
Τ' ώχου = Η λύπη, η στεναχώρια