Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-210 από 708
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)
Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;
Μο τα παράδε τσόνι, εν μο τη 'ράδα τουν
(1951)
Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο
Ηύρες καό τσιτσάκι να πάρειζ άθος!
(1951)
Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά!
Το γϊάδι του τζ' α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζο κατεβάζει
(1951)
Η αγελάδα που δεν θα ιδεί το μοσκάρι της, γάλα δεν κατεβάζει. Όταν μια δουλειά δεν είναι δική σουή δε σου δίνει διάφορο, δύσκολα την κάνεις.
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)
Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια
Σόπου ο δϊέβος 'ηρανέσκει 'ίνεται άιος
(1951)
Οταν γερνάει ο διάβολος, γίνεται άγιος. Για τους γέρους που το ρίχνουν στις προσευχές, ενω πέρασαν τα νιάτα τους στην αμαρτία
Υρεύκα σε πάνου, ηύρα σε κάτου
(1951)
Σε γύρευα πάνου, σε βρήκα κάτου
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Κόμης 'ς την μάν dου τζο 'εννήθη
(1951)
Ακόμα δε γεννήθηκε απο τη μάνα του