Αναζήτηση
Αποτελέσματα 701-800 από 2529
Σα σε δαγκώση το σκυλί βάλε του μαλλί
(1939)
Κάνε οως δεν καταλαβαίνεις πως σε πειράζει κάποιος
Μην ξεγυμνώνεσαι πριν να πυρώσ' ο λουτρός
(1939)
Το λένε στους βιαστικούς
Για παπάς παπάς, για ζευγάς ζευγάς
(1939)
Ερμηνεία: Δεν πρέπει να κάνεις πολλές τέχνες
Η πείνα, πρώτα χτυπά στα γόνατα κι ύστερα στην κατίνα
(1939)
Κατίνα = ράχι
Η μιά πόρτα κλείνει, η άλλη ανοίγει
(1939)
Το λένε για όσους χάσουν τη δουλειά τους και βρούν απ' αλλού
Όπου λαλούν πολλοί πετεινοί αργεί να φέξη
(1939)
Όπου διευθύνουν πολύ δεν είναι καλό
Το σιγανό ποταμό να φοβάσαι
(1939)
Αυτοί που κάνουν τους σιγανούς είναι διάβολοι
Σαν ξυνός πόρδος πετάχτηκε
(1939)
Το λεν για κείνους που πετάγονται και απαιτουν
Με τη γνώση βρήκαν τη θεότη
(1938)
Απου περγελάξη ρίγλη κουμουλάρι το παθαίνει
(1939)
Ερμηνεία: Όποιος κοροϊδεψη λίγο, θα τον κοροϊδέψουν πολύ
Η πάστρα κάνει τα μαλλιά ξι η – γι – ατσαλιά τσι ψείρες
(1938)
Ατσαλιά = λέρα γρουσουζιά
Οι παράδες κόβγου λόγια κι η φτωχιά τα γόνατα
(1939)
Ερμηνεία: Ο πλούσος ότι θέλει κάνει
Του παπά το πετραχήλι ποταμός είναι και σύρνει
(1939)
Ερμηνεία: βγάζει πολλά
Προκομμένη σαν την κάτω πέτρα του μύλου
(1938)
Πολύ δυσκίνητη, τεμπέλα
Ποιός δα μπη στον ποταμό και δα βγη στεγνός;
(1938)
Όποιος ανακατώνη και που θα υποστή και τ' αποτελέσματα
Χίλια ξαμώνε κι ένα σύγκοβγε
(1939)
Εσαλέψαν τα στοιχεία
(1938)
Πεινή
Η καλή νοικοκυρά, τι να κάνη στ' αδειανό σπίτι
(1939)
Άμα δεν έχει πλούτη κάποια χάνει και τη νοικοκυρωσύνη της
Το στάρι θέλει θέρο πριν κρετσ'λώση
(1940)
Το λεν για τις κοπέλες που πρέπει να μικροπαντρεύωνται
Ρίχνει το νερό απού κάτ' απ' τ' άχερο
(1939)
Είναι πολύ πονηρός και κατεργάρης
Πήγα Γιάννης κι ήρθα Κώστας
(1938)
Το λεν όταν πάη κανείς κάπου και γυρίσει άπρακτος
Ο μυλωνας είχε παιδιά κι εγώ μ' αμοναχός μου κι ωστό να φάω μια μπουκιά εχάθηκε από μπρος μου
(1937)
Ερμηνεία: Το λεν όταν τύχουν πολλοί σε φαΐ και χάνεται γρήγορα
Πρωϊμόσπειρέ με κι αρόσπειρέ με και το Μάη έρχον κια δε σ' αρέσω τάισε μι
(1937)
Το λέει η βρώμη στο γεωργό
Μουσακούρι απ' την αιλιά σου και παιδί απ' την κοιλιά σου
(1937)
Ερμηνεία: Τα ξένα παιδιά δεν μπορούν ν' αγαπήσουν τους θετους γονείς των
Παρηγοριά στον άρρωστο, ωστό να βγη η ψυχή ντου
(1937)
Λέγεται σε κείνους που παρηγορούν κάποιο για κάτι κακό που θα το πάθη ούτως ή άλλως κι όμως τον παρηγορούν
Καλή μας μπροφωνή, στέσετε, νοικοκεράδες το πανί
(1937)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όπου φτύξουνε πολλοί πηλός γίνεται
(1937)
Ερμηνεία: Τα πολλά χέρια στη δουλειά φέρουν μεγάλο αποτέλεσμα
Σε μιά φούχτα νερό πνίγεται...
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται για τους μεμψίμοιρους που μεγαλοποιούν τά μικρά
Ότι έχει ο μπακάλης πουλεί
(1937)
Ερμηνεία: Αναλογα με το εσωτερικό του συμπεριφέρεται κάποιος
Τη δουλειά τ'ς, όσο να βάψ' τ' αυγά τς
(1940)
Υπόσχομαι κάτι, ώσπου να καταφέρω ότι θέλω
Ου όντα πάαινες εσύ, γύριζα εγώ
(1940)
Αυτά τα ξέρω, δε μπορείς να με γελάσης
Ήβαλε παλούκι στον κώλο του
(1938)
Το λεν όταν δεν κάθεται κάποιος παρά φεύγει συχνά
Όπου 'ναι πολλοί το σακούλι σου μην απολής
(1938)
Γιατί θα τα μοιραστουν και σε σενα δε θα μείνη
Πρίχου να ιδούμε το γαμπρό, στολίζομε τη νύφη
(1938)
Το λεν όταν ετοιμάζωνται για κάτι που δεν είναι βέβαιο
Απου 'χει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα
(1938)
Όποιος έχει άφθονα ξοδεύει και στα περιττά πράγματα
Ο Οβριός όταν ξεπέση τα παλιά μπακιά θυμάται
(1937)
Το λεν σε ξεπεσμένο που ζητά πολύ παλιά χρέη
Τόνε θωρείς ξυπόλυτος γοργό καλυκωμένο
(1938)
Δε μένει πάντα ο άνθρωπος στην ίδιαν κατάσταση
Στο κακόν άλογο ποσταλλάσουμε όλες οι λαγόμυγες
(1939)
Ερμηνεία: Στον αδύνατο πάνε όλα τα κακά//λαγόμυγες = αλογόμυγες
Τση νύφης τα προικιά είναι καρύδια, του γαμπρού είναι σύκα
(1939)
Δηλαδή όσα πάει η νύφη ακούονται
Κάθου πραματάκι μου στον τόπο σ' και λόγια μη με φέρνεις
(1939)
Μη δανείζης
Αργά το Μέγα Σάββατο ογληγυρεύτηκε η νύφη μας
(1939)
Το λεν για τις τεμπέλες που την τελευταία στιγμή πιάνουν δουλειά
Πότε σκα ο διάβολος; Σίντας κλάνη ο πεθαμένος
(1940)
Ερμηνεία: Το λέω όταν κάνη κάποιος τον κατιτί ενώ δεν αξίζει
Πέθανε να σ' αγαπώ και ζε να σ' έχω μάχη
(1937)
Λέγεται όταν συμπαθή κανείς κάποιον σαν πεθάνη
Ότι τα σκατά κι ότι το φκυάρι
(1937)
Ερμηνεία: Κι οι δυό μοιάζουν, ότι ο ένας, ότι ο άλλος
Το σίδερο ζεστό κολλά
(1937)
Το πρόσφατο επιτυγχάνει καλύτερα
Η παλιά κότα έχει το ζουμί
(1939)
Έχει κι η αλεπου τον άντρα της με τους πραματευτάδες
(1939)
Το λεν σε κείνους που υψώνονται και παινεύονται χωρίς ναχουν αξία
Ότι έχει η κουρεμένη στο πασάλειμμα το δίνει
(1937)
Ερμηνεία: Το λένε σ' αυτους που ξοδεύουν για τα επιφανειακά πράματα
Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, μ' αγαπά και το νοικοκύρη
(1938)
Το λεν όταν ο ένοχος φανερωθή
Του Σαββάτου τ' όνειρο τ' Οβραίου
(1938)
Δεν βγαίνει σ' όποιον το βλέπει παρά μόνο στον Εβραίο
Περιμένοντας η αλεπου να πέσουνε του κριαριού τ' αρχίδια έπεσε κι' εψόφησε
(1939)
Το λέν όταν περιμένη πάντα κανείς κάτι που δε μπορεί να γίνη
Όλο τον κόσμο ρώταγε και του κεφαλιού σου κάνε
(1939)
Δηλαδή να κάνεις τη γνώμη σου θα είναι η πιο σωστή
Μπαλωματής ξυπόλυτος και ράφτης ξεσκισμένος
(1939)
Ο τσαγγάρης και ο ράφτης δεν προφτάνουν να ράψουν τα δικά τους
Όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς δεν πιάνει κανένα
(1939)
Κείνος που ασχολείται σε πολλά δεν πετυχαίνει
Πέτρα που κυλάει ο τόπος δε μαλλιάζει
(1939)
Όταν δεν καθίσει κάποιος σοβαρά σε μια δουλειά, δεν προκόβει
Παράς ειν΄και ξοδεύεται, πράμα είναι και μένει
(1938)
Ερμηνεία: Όταν έχη κάποιος παράδες πρέπει ν' αγοράζει κάτι που του μένει
Τα περσινα τα κάλαντα, τα φετεινα κεν μοιάζουν
(1938)
Κεν = δεν
Κι ο λυγερός φαίνεται απ' την περπατησιά του
(1938)
Δηλαδή οι τρόποι παρουσιάζουν το εσωτερικό
Το στανικό σκυλί μαντρί δε φυλάει
(1939)
Άμα βάζεις κάποιον με το στανιό, να κάμη κάτι δεν το κάνει καλό
Όπου γέρνει η παλάντζα κι εμείς
(1939)
Είμεθα μ' όλους που θάρθουν στην αρχή
Γεια σου, γέρο. Κουκκιά σπέρνω
(1939)
Το λένε σε κείνον που άλλα του λένε κι άλλα λέει
Το σίδερο ζεστό κοπανίζεται
(1939)
Στην ωρ' απάνω γίνεται κάτι άμα περάση δε γίνεται
Του σκύλου την ουρά τη βάλανε στη μπασκού σαράντα μέρες και πάλι όταν τη βγάλανε ήταν γυριστή
(1938)
Οι ιΔεες δεν αλλάσσουν όσο κακόν πιέζεται κανείς
Όποιος έχει πολλά πεπέρι βάλει εις στα λάχανα
(1938)
Όποιος έχει πολλά = κατά το ίσιωμα της Σινώπης
Κίνησεν ο Οβριός και βρέθηκεν Σαββάτο
(1938)
Το λεν όταν κάποιος που δεν πολυπηγαίνει πουθενα, πάει κάποτε και αποτύχνει