Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2401-2500 από 2529
Σέρνει ο Γιάννης τον Γιάννη κι η Γιάννενα το Γιάννη
(1938)
Οι όμοιοι κάνουν παρέα
Η πέτρα σα δε μείνη στο νερό, δεν αβρυώνει
(1938)
Σημείωση: Δεν αβρυώνει = δε γεμίζει βρύα, αβρυά = βρύα
Πρώτα πάνε οι λαγάνες κι έπειτα τα καρβέλια
(1939)
Πολλές φορές πεθαίνουν πρωτύτερα οι νέοι και κατόπιν οι γέροι
Πότε πρόκοψ' η καημένη; Το Σαββάτο που σημαίνει
(1939)
Για τις τεμπέλες που πιάνουν δουλειά την τελευταία στιγμή
Έμαθε ξυπόλητος και ντρέπεται ντυμένος
(1939)
Το λεν σε κείνους που νοσταλγούν παλιά ζωή, έστω και χειρότερη
Άμα παντρέψης το γιο σου, τον κάνεις γείτονα
(1939)
Δεν σ' αγαπάει πια σαν πρώτα
Ήμαθα και βελονιάζω και γαμώ το μάστορή μου
(1939)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Με το δρόσο πύρι και με το πύρι δρόσο
(1939)
Ο Θεός άμα δε θέλει και φωτιά να ρίξη δεν καιει
Όλουν τουν κόσμ' ρώτα τον, κι απ' τον νου σ' μη βγαίν'ς
(1940)
Παίρνε συμβουλή, αλλά να κάνης ότι νομίζεις καλό
Όσο να σηκώσ' τό' να ποδάρ' τσό 'φαγαν τ' άλλο οι μυρμήκες
(1940)
Το λεν για τους πολύ αργούς
Περσεύει από το λύκο να φάη ο κόρακας;
(1940)
Ερμηνεία: Το τρων οι μεγάλοι και δεν αφήνουν για τους μικρούς
Αυτή σε περάει 'πο περ' από το ποτάμι άβρεχη
(1940)
Δηλαδή είναι πολύ πονηρή
Μη φυτρώνης εκεί που δε σε σπέρνουν
(1940)
Μην ανακατεύεσαι όππου δεν πρέπει
Όθε σκατό κι αυτή φτυάρι
(1940)
Βρίσκεται παντου, ανακατεύεται σ' όλα
Θάρθη τρογύρω το ποτήρ'
(1940)
Το κακό θα μας εύρη όλους μόνο μη χαίρεστε
Έμαθεν αξυπόλυτος και ντρέπεται παπουτσωμένος
(1939)
Γι αυτον που νοσταλγεί παλιά ζω ή χειρότερη
Απου 'μαθε ξυπόλυτος ντρέπεται καλικωμένος
(1938)
Ο κακομαθημένος δε μπορεί να ζήση στην καλομάθηση
Έβγαλ' η νύφη μας ξεσκ'ναδα το Σαββάτο βράδυ βράδυ
(1940)
Το λεν όταν κάθεται κάποιος όλη την ώρα, κι άμα περάσ' η μέρα πιάνει δουλειά
Σκαμνί ποδάρι τσσάκισε, κρανίτικο στον τόπο
(1940)
Το λεν για τις χήρες που παντρεύονται και παίρνουν καλύτερο
Πέθανε να σε πονώ και ζήσε για να σ' έχω
(1940)
Το λεν γι' αυτους που κλαιν του πεθαμένους ενώ όσο ζούσαν τους κακομηταχειρίζονταν
Δε βάφουνε με πορδές τ' αυγά, θέλουνε μπακάμι
(1940)
Με τις ψευτιές δεν κάνεις δουλειά
Πέντε πορδές έξι γρόσια
(1940)
Θα το καταφέρω, δε σκιάζομαι, δεν λογαριάζω τις δυσκολίες
Παρασκευή στον άντρα μου, Τετάρτη στα παιδιά μου και το Σαββατοκύριακο είναι για την αφεντιά μου
(1939)
Ερμηνεία: Αυτές τις μέρες δεν κάνει νυχτέρι
Ας πάρη ο παπάς το στάρι και στο διάολο τ' αντρόυνο
(1939)
Ερμηνεία: Δηλαδή ας κερδίσω 'γω κι ας χαθή ο άλλος
Πάτησε τ' αυγό κι έφτακε στον ουρανό
(1940)
Το λεν γι αυτές που περηφανεύονται πολύ για τιποτένια πράματα
Οντά 'πρεπε δεν έβρεχε και το Μάη χιόνιζε
(1940)
Το λεν όταν κάνουν κάτι παράκαιρα
Στο κοφίνι δε χωρεί και στο καλάθι περισσεύει
(1939)
Ερμηνεία: Όταν λένε για κάποιο, είναι καλός καλός, ενώ δεν είναι, απαντουν έτσι
Μούτε σαράντα χρόνους πλούσος, μούτε σαράντα χρόνους φτωχός
(1937)
Ερμηνεία: Τά πλούτη δεν διαρκούν
Μουδέ καλή, μουδέ κακή, μουδέ πηλένια πεθερά
(1937)
Βλέπε παραμύθι η πηλένια πεθερά και τε γράφει στα παραμύθια
Ο Θεός να σε φυλάη από σπανό
(1939)
Ότι κάνει η κουρεμένη, στο πασάλειμμα διαβαίνει
(1937)
Το λεν γι αυτους που δεν πιάνουν τόππο τα λεφτά τους
Πέρισ' έκλασ' ο λαγός και φέτο βρώμεσε
(1937)
Το λένε σε κάποιο όταν θυμηθή και ζητήση κάτι παλιό, ή κάποια παλιά υπόθεση
Κάθα πέρισυ και καλύτερο
(1937)
Τα πήρε το ποτάμι
(1937)
Κρυφός παπάς δε γίνεται
(1938)
Ερμηνεία: Κάθε μυστικό το μαθαίνουν όλοι
Παληού καιρού χαλάσματα
(1938)
Παληές αναμνήσεις
Από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι
(1938)
Μην έχης εμπιστοσύνη σ' αυτές που κάνουν τις σιγανές
Ο πνιμένος απ΄τα μαλλιά τ' πιάνεται
(1940)
Στην απελπισία του κανείς κάνει ότι μπορεί
Κούτου μάνα, κούτου παιδί
(1939)
Βάρβαροι γονείς, βάρβαρα παιδιά
Πιο πολλά 'ν' τα έξοδα του γάμου παρά τα προικιά της νύφης
(1937)
Το λένε σε κάθε υπόθεση που γίνονται πολλά έξοδα για λίγο κέρδος
Κάνε με προφήτη να σε κάνω βασιλιά
(1938)
Το λένε όταν γίνη κάτι που θα μπορούσαν να το προμαντέψουν και δεν το προμάντεψαν
Στου τρελλού την κεφαλή, μάθαινε μπερμπερλίκι
(1937)
Ερμηνεία: Ανέλαβε ξένη δουλειά χωρίς να ξέρη
Στου κασίδη το κεφάλι μάθαινε μπερμπεριό
(1938)
Το λεν όταν σε βάρος κάποιου άλλου μαθαίνει ένας δουλειά
Η πολλή τιτιζιά τρώει το νοικοκύροι
(1938)
Τιτιζιά = μεγάλη τάξη, μεράκι για την τάξη κ' καθαριότητα
Εκεί πυ δεν τη σπέρνουνε φυτρώνει
(1938)
Ανακατεύεται εκεί που δεν πρέπει
Καλημέρα, Γιαννη! Κουκιά σπέρνω
(1938)
Το λεν για τους κουφούς
Θα πάρης το μπερκιάτ βεροί απ' τις σασκίνηδες
(1938)
Θα σου πουν ευχαριστώ οι τρελλοί
Κρυφός πόνος δε γιατρεύεται
(1938)
Ο πόνος πρέπει να εξωτερικεύεται
Όποιος πεινα ψωμιά βλεπεί κι' όποιος διψά, πηγάδια κι' οπου 'ναι αξυπόλυτος, παπουτσια με τις μύτες
(1938)
Όταν κανείς επιθυμεί κάτι που δεν έχει
Σκαμνιού ποδάρι έσπασε καρυδενιο στον τόπο
(1938)
Το λεν όταν πεθάνη ο άνδρας κάποιας δηλαδή θα παντρευτή και θα πάρη πιο καλό
Ένας σα δε σηκωθής, άλλος κε αναπαίεται
(1938)
Κε = δεν
Ακριβά πουλιε και δίκηα μέτρα
(1938)
Παρά να κλέψης στη ζυγαριά και να πουλής φτηνα, καλύτερα να πουλής ακριβά και να ζυγίζης σωστά
Εδώ πληρώνουντ' όλα
(1938)
Για τα καλά και για τα κακά εδώ ανταμείβονται ή τιμωρούνται
Είπαμε, κερά, να κλάνης, μα να μην το πολυκάνης
(1938)
Όχι υπερβολές
Πετιέται σαν τον βροντοπηδίτη
(1938)
Το λέν όταν πετιέται κάποιος στην κουβέντα ή πηγαίνει από το 'να μέρος στ' άλλο
Τον ποντικό γενίτσαρο
(1938)
Ερμηνεία: Κάνει τα μικρά μεγάλα
Να ήξερα ο πάππος μου πως ήθηλα πεθάνει, θα τον άλλαζα με τις λαμπλαπουδες
(1938)
Λαμπλαπουδες = στραγάλια αφράτα
Που περπατάει ή τρώει ή τρών τονε
(1938)
Ο ενεργητικός και δραστήριος ή κερδίζει ή χάνει
Όποιος έχει δυό μάτια, πάει στο στάρι, κι όποιος έχει ένα πάει στ' αλεύρι κι όποιος είναι στραβός πάει στον ψωμά
(1938)
Το συμφέρον είναι ν' αγοράζης σιτάρι να κάνης μόνος σου ψωμί
Εγώ 'πεμπα το σκύλο μου κι ο σκύλοςτην ορά ντου κι εκείνος ή τον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους που μεταβιβάζουν παραγγελίαν και δεν την εκτελούν μόνοι τους από τεμπελιά
Ήπεψα 'γω το σκύλο μου, κι ο σκύλος την ορά του, κι ο σκύλος ήτον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
(1939)
Το λένε όταν πέμπη ο ένας τον άλλο για να γίνη μια δουλειά