Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1401-1500 από 2529
Από την κεφαλή βρωμίζει το ψάρι
(1938)
Το λέω όταν ο αρχηγός κάνει το κακό
Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό
(1937)
Ερμηνεία: Με τους κακούς παθαίνουν κι οι καλοί
Ό,τι κάνεις θα το βρής
(1938)
Ό,τι έκαμες θα τα λάβης
(1937)
Κάνεις, λάβης, κοιλία μη σε πονέση
(1939)
Κακό θα κάμης, κακό θα βρής, μόνο να μη σου κακοφανή
Αν είναι για τα κάλλη έχουν τα κι οι γι αρκάλοι
(1939)
Αρκαλος = ασβός
Κάτσε, κόρη, τύχη να 'βρης
(1938)
Ερμηνεία: Το λέν όταν καμμιά μεγάλη παντρευτή και πάρη καλό
Καρτερεί ποτέ να ψοφήσ' η προβατίνα να να τσι πάρ' (τη) προβιά τσ'η
(1940)
Το λέν όταν κάποιος αδιαφορεί για τον άρρωστο, που πρόκειται να κληρονομήση
Είναι βαρειά η καλογερική
(1940)
Το λέω σε κείνον που αφήνει μια δουλειά, γιατί του φαίνεται βαρειά
Εγώ κακό 'χυρόπουλο κι εσύ κακό δεμάτι
(1938)
Κι οι δυό 'μαστε κακοί και δε θα προοδέψωμι
Πάρ' τονα στο γάμο σου, να σε πή και του χρόνου
(1938)
Όταν λέη κάποιος κάτι εναντίο
Του ζητιάνου τα μούτρα μαύρα, μα ο ντροβάς γεμάτος
(1939)
Δηλαδή παίρνει ντροπές, αλλά μαζεύει
Όποιος έχει αμπέλια ας βάνει αργάτες και καράβια καλαφάτες
(1939)
Δε μ΄ ενδιαφέρει για ξένες υποθέσεις
Στον ήλιο, μάγλα δεν κολλά κι άνευ κολλήση βγαίνει
(1937)
Ερμηνεία: Και προς στιγμή να κατηγορηθή ο αθώος, στο τέλος θ' αποδειχτή η αθωότητά του
Ο κουζουλός σάντολος βγάνει τ' όνομά ντου
(1937)
Ερμηνεία: Το λένε για κείνους που δίδουν τ' όνομά τους στους αναδείκτους των
Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, μα πλια το νοικοκύρη
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν πιαστή κείνος που πρόκειται να κάμη το κακό πριν το κάμη
Όσο θέλεις μαύρε λούστου, μόνο τα νερά ξοδιάζεις
(1938)
Το κληρονομικά δεν βγαίνει
Ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φάτο
(1938)
Το λεν σε κείνον που δέχεται ευχαρίστως να εξυπηρετήση κάποιον
Εκατό ξυλιές σε ξένον κώλο
(1937)
Αυτά που λέμε εδώ να μείνουν
(1938)
Πάντα στο τερσέκι θα μπη η γωνιά
(1939)
Τερσέκι=η άκρη του τοίχου, η γωνία. γωνιά=αγκωνάρι. Ο καλός κάπου θα χρησιμοποιηθή
Ο άνθρωπος αλλάζει εφτά φορες την ημέρα
(1938)
Ο άνθρωπος δεν παρουσιάζει πάντα την ίδια φρεσκάδα ψυχική κ σωματική
Dτο γάιδαρο κοντά να γίνεται κι εσύ λίγο γάιδαρος
(1938)
Στον αγενή να φέρεσαι αγενώς
Μιάς ώρας βασίλειο, βασίλειο λογιέται
(1938)
Το λεν όταν για λίγη ώρα πάρη κάποιος κάτι ξένο
Όποιος παίρνει βερεσέ, δεύτερη μεθά
(1938)
Όποιος δεν πληρώνει αμέσως ό,τι αγοράζει, στενοχωριέται όταν το πληρώνει
Έφυγε σαν το βρεγμένο το ποντίκι
(1938)
Ερμηνεία: καταντροπιασμένος
Το γάιδαρο τσιγγλάς, τις πορδές του θ' ακούς
(1939)
Άμα πειράζης κάποιον κακό κακά θα σου φερθή
Έχει τεμπέλας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα
(1939)
Το λένε όταν έχη καμμιά καλή μοίρα
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρων και πίνουν
(1939)
Άλλοι δουλεύουν κι άλλοι απολαμβάνουν τη δούλεψη
Άλλα βουλιώτ' ο γάιδαρος κι άλλα γαϊδουρολάτης
(1939)
Άμα λογαριάζεις κι άμα σου 'ρχονται
Όλη όλη μου η πρίκα να 'τονε σαν τ' αντρούς μου το θάνατο
(1938)
Το λεν όταν θέλουν να δείξουν πως δε λογαριάζουν κάτι για άξιο να τους προξενήση λύπη
Κατά που 'τον η Βλατούσα ήτον κι απού τζ' ακλουθούσα
(1938)
Όμοιοι είναι
Καλοφάωτα, μα κακοχώνευτα
(1938)
Το λεν όταν δανείζεται κάποιος, μα δε μπορεί να πληρώση
Να σε κάψω Γιάννη, να σ΄αλείψω λάδι
(1939)
Ερμηνεία: Να σου κάμω το κακό κι ύστερα να προσπαθώ να το διορθώσω
Ένα τόχω κι είν΄ ογρό το στεγνώνω το φορώ
(1939)
Δεν έχω τίποτ΄ άλλο από ότι φορώ
Ο Θεός έχει σκάλες κι ανεβάζει και κατεβάζει
(1939)
Άλλοι γίνονται και άλλοι ξεγίνονται
Δυο γαϊδάροι μαλώνανε σε ξένον αχερώνα
(1939)
Όταν μαλώνουν δυο για ξένη υπόθεση
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο
(1939)
Ο καλός σου λόγος υποχρεώνει
Του ζητιάνου τα μούτρα μαύρα, μα ο τρουβάς γεμάτος
(1939)
Τρουβάς=ταγάρ
Σα δανείζεσαι να κλαις και σα θα πληρώσης να γελάς
(1939)
Βγαίνεις απ' το βάρος
Εσένα το φαλί σου στο δρόμο πετάχτηκε και γυρίζεις όλο στους δρόμους
(1938)
Φαλί= ο αφαλός (ομφαλός), η παροιμία από σχετική πρόληψη
Αυτός ανεμοστρόβιλος καλοκαιριά θα φέρη
(1937)
Μετά τις δύσκολες περιστάσεις, θάρθουν οι εύκολες
Αρναούτικο κεφάλι πάει νιώτικο τσικάλι
(1938)
Είναι πολύ βάρβαρος
Ότι να την κάνης τη γωνιά γωνιά πάντα γωνιά
(1939)
γωνιά=αγκωνάρι=πέτρα πελεκημένη που μπαίνει στις γωνίες του τοίχου. Ο καλός κάπου θα χρησιμοποιηθή
Ο βάρσαμος ν' απλώνη κι ο βάτος να ριζώνη
(1938)
Βάρσαμος=δυόσμος
Του γαδάρου την ορά σαπουνίζεις, μόνο το σαπούνι χάνεις
(1939)
Όποιος δεν έχει αθρωπιά, δε γίνεται άνθρωπος
Πλιά μπρος πάει τ' αρνί στο μακελειό παρά την προβατίνα
(1939)
Πιο πρώτα πεθαίνει ο νέος από το γέρο
Δε σ' αρέσει η αιλιά, πάρε το βούι να γεννά
(1938)
Το λένε σε κείνους που από ανοησία αφήνουν τα καλά και πάνε σε χειρότερα
Τους δύο όταν δε δης, τον ένα να μην κρίνης
(1938)
Και τους δυό που μαλώνουν πρέπει να τους ακούς για να βγάνης κρίσεις
Σκάλες ανεβάζει ο Θεός, σκάλες κατεβάζει
(1939)
Δεν μένουν πάντα τα πλούτη και τα καλά σ' ἐναν άνθρωπο
Η γριά κότα έχει το ζουμί
(1939)
Του Γενάρ' η καλλουργιά παρ΄αλίγο κοπρισά
(1939)
Όταν καλλιεργηθή το χωράφι χωρίς να σπαρθή ποτίζεται κι ύστερα γίνονται τα ψιμίκια
Ο ζόρες βάνει το λαγό στην τρύπα
(1939)
Όταν έχη κανείς ζόρε τα καταφέρνει
Είπαν το χωριάτη χόρεψε κι ήσπασε τα πατερά
(1938)
Κάνει υπερβολές
Τ' αδικοκάμωτο φλουρί που δεν το γράφ' ο νόμος δύσκολα το κληρονομά ο τρίτος κληρονόμος
(1937)
Όσα αποχτηθούν άδικα, χάνονται γρήγορα
Όλα 'ν' του γάμου δύσκολα κι η νύφ' αγαστρωμένη
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους που συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εκτέλεση κάποιας σκέψης τους
Ο Άδης έχει έμπαση, μα έβγαση δεν έχει
(1937)
Λέγεται για κείνους που δανείζονται χωρίς να επιστρέψουν τα δανεικά
Το αίμα νερό δεν γίνεται καν γενή δεν πίνεται
(1938)
Οι συγγενείς όσο και να μαλώσουν ο ένας με τον άλλο, πάλι είναι συγγενείς
Ο άνθρωπος μ' έναν κώλο γερνάει, μ' ένα βιός δέ γερνάει
(1939)
Τα πλούτη χάνονται
Όπου γάμος και χαρά και ο Γιάννης μπροστά
(1939)
Για κείνον που βρίσκεται πανταχού παρών
Όποιος θέλει να δείρη τη γυναίκα του να της πάρη ολακίσο κρέας ή χταπόδ'
(1939)
Αυτό χάνεται από το τσουκάλι
Κοίτα την μπροστινή σου στακομεριά και μην κοιτάζης την πίσω
(1939)
Μην κατηγοράς τους άλλους, κοίταζε τα δικά σου
Σ' έναν ήλιο επλώνανε οι μανάδες μας τα ρούχα ντως
(1939)
Το λένε σε κείνους που παρουσιάζονται ως συγγενείς, ενώ η συγγένεια τους είναι ελαχίστη