Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 5686
Το περβόλιθ θέλει άθθρωπομ καμπουρην
(1940)
Δηλαδή σκυμμένον, σκαλίζοντα την ρένταν, εργατικόν
Πόρτα σφαλωμένη, τζεφαλή φυλαμμένη
(1940)
Αποφεύγων τας σχέσεις και αδιάφορος δεν έχεις ενοχλήσεις
Έκαμεν τζι' ο Γεννάρης νήλιον
(1945)
Ο καιρός συνήθως τον Γεννάρη είναι βροχερός ή συνεφιασμένος και σπάνια αίθριος. Η παροιμία λέγεται και μεταφορικά για ανθρώπους που σπάνια γελούν και που είναι πάντα κατσούφηδες
Θυμός του χωρκάτη, ζημιά του πουγγιού του
(1924)
Ο ένεκα του θυμού του υβρίζων ή δέρων άλλον, θα τιμωρηθή και θα καταδικασθή εις πρόστιμον. Ωσαύτως λέγεται η παροιμία και επί των ανοήτως πλειοδοτούντων εν πλειστηριασμώ πέραν της αξίας του πράγματος, μόνον και μόνον διά ...
Σαν τογ Γούμενον του Δαμαλά
(1924)
Επί των μη εργαζομένων, αλλά διδόντων αυταρχικώς διαταγάς εις άλλους εργαζομένους και μοχθούντας
Όπκοιος λάμνει γλήορα, αρκεί να πάη
(1924)
Αρκεί = αργεί
(Που τα βρίσκει τόσα ριάλλια, που ξοδκιάζει;) Πλάσκει τα εσύ τημ πέτραν
Σημείωση: Πλάσκω = (πλάττω) δημιουργώ, εξευρίσκω
Αδε μουτσούναν του σσύλλου
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αναισχύντων (ισοδυναμεί με το των αρχαίων ''κωνύπης'')
Η φτώσα εμ που τοθ Θεόν, η σπάστρα εμ που τους αθθρώπους
Σπάστρα = πάστρα
Σσύλλον λούσης σσύλλον πλύννης, πάλαι σσιυλλιές μυρίζει
(1954)
Σκύλλον λούσης σκύλλον πλύννης πάλι σκυλλιές μυρίζει
Το πολλύν Κυρελέησον βκάλλουν τζιαι τομ παπάμ πελλόν
(1951)
Με το πολύ Κύριε Ελέησον βγάζουν και τον παπά τρελλό
Προστάζω 'γιώ την κάτταν μου τζι' η κάττα τα καθιά της
(1951)
Προστάζω εγώ την γάτα μου, κι' η γάτα τα γατάκια της
Μάχουνται ούλα τους σσιύλλους τζιαι τους κάττους
(1954)
Μαλλώνουνε σαν τα σκυλιά με τις γάτες
Δουλεύκει σαν τομ μαύρον, τζαί τρώει σαν τον αφέντην
(1940)
Μαύρος είναι ο σκλάβος. Ο ευσυνείδητως δουλεύων πρέπει να τρέφεται καλώς
Μήνας πόσ' σου ντζίζει, τες μέρες του μέμ μετράς
(1940)
Επί όσων αρέσκονται μα μεριμνώσι δια ατας υποθέσεις άλλων και όταν ακόμη δεν τους ενδιαφέρουσιν
Οι μέρες εμ περίτου που τα λουκάνικα
(1940)
Ο μετ' αγωνίας αναμένων, νομίζει ότι του χρόνου η πάροδος σθντελείται βραδέως
Το καράβιν αντάν εν έσει καραβοτζύρην, πάντ΄ αγέρας το σπάζει
(1940)
Ναυτική εικών.
Εν τζεφαλή, έν έν κολοτζίγ γιά βκιολίν
(1940)
Δι όσους έχουσιν επιμόνους απαιτήσεις, ή είναι ενοχλητικοί
Καταλάβαιτε που τ αμούτρα
(1940)
Το πρόσωπον, ως ψυχής κάτοπτρον, δίδει ιδέαν του χαρακτήρος μας
Αντάν να θέλ' ο Πλάστης μου δίχα τά νέφη βρέσει
(1940)
Ο Θεός είναι παντοδύναμος
Ο ήλιος του Γεννάρη τζιαι τα λόγια της πολιτιτζιής εν έχουν πίστιν
(1945)
Ο καιρός του Γεννάρη είναι πάντα άστατος
Έναν όϊ αξίζει έναν ανώϊν
(1951)
Ένα όχι αξίζει ένα ανώγειον
Ο κάττος τζ' αν εγέρασεν, τα νύσ'α πού 'σ'εν έσ'ει
(1948)
Ο γάτος κι αν αεγέρασε τα νύχια που 'χε τά 'χει
Άλλοι τρώσιν το λαρdίν τζ' άλλοι ππέφτουσ στήν ορgήν
(1948)
Ερμηνεία : Άλλοι φταίνε και σ' άλλους ξεσπύν
Εγιώ αλλού τζ' άλλ' έσσω μου
(1948)
Εγώ στο σπίτι αλλονών κι άλλοι στο σπίτι το δικό μου
Το σημερινόν αυγόν αξίζει την αυριανήν όλην
(1940)
Συλλ. μαθητής Σωτήρης Νικολάου
Άι μ' Προκόπη πρόκοψ για σύκα για ματζίλες
(1940)
Ο άγιος Προκόπιος, όπως και ο άγιος Πολύκαρπος, ποστεύεται ότι συμβάλλουσι να πολυκαρπούν τα καρποφόρα δένδρα. Πρώιμες είναι οι ματζίλες τον Μάιον και τα σύκα τον Ιούνιον
Ο κεθένας για τον εαυτόν του, τζ ο Θεός για ούλλους
(1940)
Ουδείς ενδιαφέρεται δί ημάς όσον ημείς αυτοί. Συνεπώς να περιμένωμεν βοήθειας από ημάς αυτούς και τον Θεόν
Έξω που της φουστάναν μου, τζ' η ίδια η μάνα μου
(1940)
Ερμηνεία: Να αδιαφορούμεν δι' ότι αποβλέπει άλλους, έστω και αν συνδεόμεθα στενότατα
Έν να σου το κάμω δκυό λογιών
(1940)
Και καλά και κακά . Λέγεται καθ' ην περίπτωσιν αρνείται τις να παράσχη ζητουμένην χάριν
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης τομ Πλάστημ μου ψουμίν πον να γιωρκήση
(1945)
Γιωρκήση = παραγάγη
Αγ κάμη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης τ' αμπάρκα γεμωσμένα
(1945)
Αμπάριν, το = αποθήκη, σιταποθήκη
Εςhει Chυράς Ελένης που το πωρνόν; Σφίξε τα ζεβλοράματα. Έςhει το δείλις; Κόψε τα
(1945)
Κυρά – Λένη = Ίρις
Που σε παίρν' ο γάδαρος τζ' αι που σε φέρν' ο νους σου!
(1948)
Ερμηνεία: Για κείνους που δεν ξέρουν τι συζητούν και λεν ανοησίες
Έμ πίττα και λαρτίν
(1924)
Παρεμφερής: Είναι κώλος και βρακίν, φίλοι αχώριστοι
Είπαν της πουτάνας πως εμ πουτάνα, τζ' εστάθην έξω τζ' εκαμέν το τελλάλιν
(1940)
Δεν έχει τίποτα να χάση, και δεν στενοχωρείται δια την διαπόμπευσιν
Άμα γονατίζει το σπερμένον, σηκώνει τομ μάστρον του
(1940)
Επιτυχής είναι η γεωργία, όταν η σπορά έχει ύψπς ώστε να κλίνη. Η πλουσία συγκομιδή σώχει τον γεωργόν
Τα ριάλια της γεναίκας φακκούν τα τερτζέλια της πόρτας
(1940)
Η πλουσία προίκα προάγει εις αιτήσεις γάμου
Εμπήκεσ στηγ κουβένταν σαν το ρύζιν τ' άπλυτον
(1940)
Ερμηνεία: Επί των απροσκλήτως συμμετεχόντων εις συνομιλίαν άλλων
Τα περσινα φιλήματα, φέτη εγ καταρωτήματα
(1940)
Φιλίαι επιπόλαιοι, καταλήγουσι γλήγορα εις λησμοσύνην
Εν του σσοινιού τζαι του παλλουτζιού
(1940)
Εικών από τα ζώα
Εταιρκάσαν τα σκουφκιά μας
(1940)
Έχομεν το ίδιον κεφάλι
Συγγενής, δικός τζαι φίλος, εν η πούγκα του πλασμάτου, τζαι παρηορκά ως την ώραν του θανάτου
(1940)
Επειδλη η λέξις δικός που σημαίνει συγγενήν παρέλκει ο δεύτερος δε στίχος χωλαίνει νομίζομεν ότι η παροιμία προήλθε από κακήν διατύπωσιν της ακολούθου
Δός μου τόβ βίλλοσ σου να γαμήσω τήγ γαάραν, γιατί τόδ δικό μου ξημαρίζωτον
(1940)
Γαάραν ή γαδάραν
Ετζιύλησεν το στούππωμαν τζι ηύρεν την μαείρισσαν
(1953)
Όταν σμίξουν δυο οι οποίοι έχουν τον ίδιον χαρακτήρα
Άμα θέλεις να σε μισήση κανένας κάμε του καλόν
(1940)
Ο ευεργετούμενος ευρίσκεται εις ήσσονα από τον ευεργέτην του θέσιν, και βαρέως φέρει τούτο
Έκαμεν τον κόσμοφ φέττιν
(1940)
Όταν συντελείται μια κατάκτησις (φέττιν) επακολουθεί αναστάτωσις, θόρυβος
Ο κακός ο τσύλος, κοκόμ ψόφον έχει
(1940)
Ο δύστροπος και κακεντρεχής πιστεύεται ότι θα έχη κακόν τέλος
Έκαμεν τοψ ψύλλογ κάμηλον
(1940)
Ερμηνεία: Επί των μεγαλοποιούντων τα γεγονότα χάριν προαγωγής των συμφερόντων των
Του κακού κακόγ κόβκει ο νους
(1940)
Ο κακός τον χαρακτήρα πάντοτε κακίες σκέπτεται
Επρίστην το σερτίμ μου τζ' έγινην αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Ανάγνιωσ' τογ κολλιόν να βκάλει τ' αμμάτισ σου
(1930)
Επί των αχαρίστων, οι οποίοι κακοποιούν τους ευεργέτας των
Δα έτζ' τζ' η ργκά δα έτζ' τζ' ο φούρνος
(1920)
Ργκά = γραία
Που σε παίρν' ο γάδαρος τζαι που σε φέρν' ο νους σου!
(1931)
Για κείνους που δεν ξέρουν τι συζητούν και πέφτουν έξω ή λεν ό,τι φτάσουν
Φωνή λαού, φωνή Κυρίου
(1940)
Η θέλησις του κυριάρχου λαού πρέπει να είναι σεβαστή
Η σπορά σου σκορπιστή τζαι τα παιδκιά σου βουναριν
(1931)
Τα σπαρμένα δηλαδή χωράφια σου ναναι στα διάφορα μέρη του χωριού, ώστε αν δεν βρέξη στο ένα μέρος να βρέξη στο άλλο και τα παιδιά σου να τάχεις μαζωμένα
Όπου σε παίρν' ο γάδαρος, τζ' όπου σε φέρν' ο νούς σου
(1940)
Δι όσους δεν έχουσι τάξιν και άνευ πείρας προβαίνουσιν εις αποφάσεις αμελετήτως και επιβλαβείς
Καλόσ στον κανισσιάρην κατά που 'φερεν να πάρη
(1920)
Ερμηνεία: Επί αρνήσεως τινός να κάμη χάριν τινα ή να δωρήση τι εις άλλον
Ποιός έπιασε το ψουμίμ πού το στόμασ σου; Τζείνος πούπιασε τήδ δουλειάμ πού το σέριν σου
(1940)
Ο οκνηρός και αδιάφορος, κακώς διευθύνων τάς εργασίας του, χάνει το εξ αυτής κέρδος, πού το ωφελείται ο φιλόπονος και ικανός
Δουλειά πόν αρτσεύκεται, ποττέ της εν τελειώνει
(1940)
Η αναβλητικότης δεν είναι συντελεστική διά την αποπεράτωσιν των υποθέσεων
Ποτζεί π΄ αππήησεν η αίγια εν ν αππηήση τζαί το ρίφιν
(1940)
Τα τέκνα από τους γονείς των παραδειγματίζονται, είτε και εκ κληρονομικότητος έχουσιν τα ελαττώματα των. Λέγεται ως δικαιολογία κακής των τέκνων πράξεως, προ παντός των θηλέων
Η αζούλα νάταμ πούζα, έθεν να πουζιάση ο κόσμος ούλλος
(1940)
Η ζήλεια είναι πάγκοινον ελάττωμα ώστε να μην είναι εκπληκτικόν ότι κάποιος ζηλεύει. Πούζα=κήλη
Οι ποταμοί στηθ θάλασσαν τρέχουν
(1940)
Λέγεται δι' όσους είναι πλούσιοι και τυχεροί ώστε να επιτυγχάνωσι εις καθετί
Σαν τογ Γούμενον του Δαμαλά
(1940)
Επί των αυταρχικώς προσταττόντων
Φωνάζει γιατί κάβκει τον ο κώλος του
(1940)
Κραυγάζομεν όταν κινδυνεύει το συμφέρον μας
Δος του πάσ' στογ κώλον πον έσει πίστιν
(1940)
Είναι ακίνδυνον το ξύλισμα
Έγ κώλος τζαί βρατζίν
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων συνδέονται δια στενής φιλίας
Τομ Μάρτην τα συνάματα, τομ Μαν αναδιούσι
(1940)
Τον Μάρτιον η κριθή αρχίζει να χρυσίζη. Ότι θερίσωμεν παρακαίρως κατά Μάϊον θα καή
Όποιος ντζίση το μέλιν, γλύφει τα δάχτυλα του
(1940)
Το χρήμα ελκύει ώστε πολλοί να γίνουν καταχρασταί
Έγλυψε το δαχτύλιν του στο μέλιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων εκέρδισαν κάτι και μάλιστα όχι εντίμως
Μάνα μου, το κανίσσισ σου, ξερόν απόχτιν ήτουν
(1940)
Λέγεται δια τους προσφέροντας φιλοδωρήματα ανάξια λόγου
Εν έσει που θέλει να δη τογ καλύτερόν του
(1940)
Η γνώσις ότι ήμεθα κατώτεροι άλλου, γεννά φθόνον και εχθρότητα
Με τα λόγια τα δικά μας, αναπάκευτ' η καρκιά μας
(1940)
Εις δυσκόλους του βίου στιγμάς αυτοπαρηγορούμεθα και με λόγια απατηλά
Λοαρκάζει δίχα τοξ ξενοδόχον
(1940)
Δι αποφάσεις ζωτικάς από άλλους λαμβανομένας και όχι από τον αμέσως ενδιαφερόμενον
Ο ποντικός έσει φτιν τζ' η καμήλα εν έσει
(1940)
Λέγεται ιδία προς μικρά παιδία
Τρέχουν οι λίρες που τα ποδινάρκα του
(1940)
Ερμηνεία: Επί βαθυπλούτων
Στογ γάμοσ σου, εν να κουβαλώ νερόμ με το καλάθιν
(1940)
Η μεταφορά νερού με το καλάθι είναι τελείως αδύνατος
Ο κάττος τζ' αν εγέρασεν, τα νύσια πούσεν έσει τα
(1940)
Δεν είναι η πάροδος του χ΄ρονου που μεταβάλει τας συνηθείας και τον χαρακτήρα μας