Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4801-4900 από 5686
Ο νους ο πέλλος κάμνει της σόρταν κακορίζιτζην
(1940)
Τύχη συνήθως είναι ό,τι δια των λόγων και των πράξεων μας δημιουργούμεν
Τ' αμμάτιν του νοικοτζύρη, προκόβκει το χωράφιν
(1940)
Ως αμέσως ενδιαφερόμενος επιμελείται το κτήμα του
Αξ ξανακάτσω νύφφη, ξέρω να καμαρώσω
(1940)
Δι' όσους εξαπατηθέντες αποβαίνουσι πλέον προσεκτικοί
Κάθε φέσιν τζεφαλήμ που το φορεί ξέρει
(1940)
Μόνον ημείς γνωρίζομεν επακριβώς τα καθ' ημάς
Η μάνα σου μαυροκολοιός, τζι ο τζύρης σου κορώνα πόθεν να πάρη το παιδίν τζαι να γενή κοκώνα
(1940)
Τα τέκνα ομοιάζουσι ψυχικώς και σωματικώς τους γονείς των
Τα ριάλια παν τζ' έρκουνται, τζ' η γειά μήτε πάει μήτε έρκεται
(1940)
Με εργασίαν αποκτώμεν χρήμα όχι όμως και την υγείαν
Ά(φ)ησ' το Σάββατον έξω γυναικούλλα μου
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο οχτρός δουλείαν να κάμη εν εισ΄εν τζ΄εμασέτουν τα παιδκιά του
(1940)
Ερμηνεία: Για κείνους που δεν έχουν δουλειά και κοροϊδεύουν τον καιρό με κάτι ψευτοδουλειές
Ο κώλος ο αβράκωτος είεν το βρατζ' ίν τζ' εσ' έστην
(1948)
Ερμηνεία: Ενώ πρωτύτερα δεν είχες τίποτα, τώρα, που κάτι απόκτησες νομίζεις πως έχεις (του κόσμου τα βασίλεια)
Προσταή βασιλιτζ'η ορgή Θεού κατάρα
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται να δηλώσης πωςκάτι που σε πρόσταξαν δεν μπορείς να το αποφύγης, γιατ' είναι βαρειά η τιμωρία που σε περιμένει
Με το ζόριμ πανdρειάν;
(1948)
Ερμηνεία: Άμα σε εξαναγκάζη σχεδόν ο άλλος να δεχτής κάτι καλό που σου προσφέρει, κ' εσύ δεν το δέχεσαι
Έβκαρ' τηγ γιαιάν, για να μέσ σε βκάλει τζείνη έξω
(1940)
Η γιαγιά ή αζαγιά (ιστός αράχνης) μαρτυρεί αμέλειαν και οκνηρίαν. Εις τα χωρία θεωρείται κακή σύστασις δια την οικοκυράν, και δια τούτο θεωρείται παλαιότερον οι ζητούντες νύμφην απέφευγον τοιαύτην από σπίτιν που είχε ...
Όπκοιος εν ημπορεί να δέρη τογ γάδαρον, δέρνει το σάμαν
(1940)
Δι' όσους διότι αδυνατούσι να τιμωρήσωσι τον πταίσαντα καταφέρονται κατ' άλλων, έστω και αναιτίως
Ο γάδαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' έσκυψεν
(1940)
Ο ψεύτης και ο οκνηρός μηχανεύεται τρόπον να αποφύγη ανατιθεμένην εργασία
Έμπάσσω, Θεέ μου τζαί βρέσεσαι
(1940)
Ο Θεός ούτε σπίτι έχει ούτε και βρέχεται. Λέγεται δια τους ψευδή ή παράδοξα λέγοντας
Ο στραός εγέλασε του γαριλλιάρη τζ' ο πεζός του καβαλλάρη, τζ' ο κλαννιάρης του πορταντάρη
(1940)
Ο υστερών του άλλου λαμβάνει τα μέτρα του και αποβαίνει ανώτερός του. Ο μανθάνων τα άλογα “πορτάντο” λέγεται πορταντάρης. Φαίνεται ότι απροσέκτως ετέθη η λέξις διότι εδώ υπονοείται ο πέρδων
Εις το στόμαν του πελλού, περισσεύκει το γέλοιον
(1940)
Λέγεται δια τους αδιαφορούντας δι ότι εις αυτούς ή τους άλλους συμβαίνει
Σέρκα όφτζαιρα μισουσ΄σε τζ΄οι αγίοι
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Έσει το γέλοιον τάξιν, τζαί το χάχχανον παιγνίδιν
(1940)
Κάθε πράγμα να γίνεται εις κατάλληλον ώραν και εν μέτρω
Έπεσες χαμαί; Πιάσ' τηγ γην τζαι σήκου πάνω
(1940)
Εαν απωλέσας την περιουσίαν σου επιδοθείς δραστηρίως εις την γεωργίαν δύνασαι να ορθοποδήσης
Βαφτίζω τζαί μυρώνω, για ζήση για πεθάνη
(1940)
Επί όσων αναλαμβάνουσι κάτι, αδιαφορούσιν όμως δια τα μέλλοντα να επισυμβώσι
Γιά νάναι, γιά νά λείπη
(1940)
Αναλαμβάνοντες υποχρέωσίν τινα, πρέπει νά εργασθώμεν ευσυνειδήτως
Ακτυπά τζιαι της πρόκκας, ακτυπά τζιαι του πετάλου
(1954)
Σημείωση: Κτυπά το καρφί, κτυπά και το πέταλο
Εσού παπάς, εσού τατάς
(1931)
Ερμηνεία: Άμα διεξάγης πολλές υποθέσεις που δεν υπάγουνται στην δικαιοδοσία σου ή στην ειδικότητα σου, χωρίς να δίνης λογαριασμό σε κανένα
Κατά τοδ δάσκαλομ που είσαι, έτσι γράμματ' εν να μάθης
(1940)
Αναστρεφόμενοι τινα συχνά αποκτώμεν τας αυτάς και εκείνας συνηθείας και χαρακτήρα
Ποιός σούβκαλεν ταμμάδκια σου; Ο δικός σου, για τούτο εγ καλά βκαλμένα
(1940)
Ο συγγενής είναι εις θέσιν να γνωρίζη καλώς τα καθ' ημάς, συνεπώς και να μας βλάψη σοβαρώς
Ο δικόσ σου, τζ' ας σε κάμη οφτόσ στο σουβλίν, εσ σε τρώει
(1940)
Δια την συγγενικήν αγάπην, αλλά και δια τον φόβον της κατηγορίας ότι δεν εφείσθη ουδέ στενού του συγγενούς
Με τοδ δικός σου φαε πκιέ, τζ' αλισβερίσιμ μεγ κάμης
(1940)
Δοσοληψίαι με συγγενείς δημιουργούσι εχθρότητα ζημιούσαν υλικώς
Διτζοί μου, όσους βαδώννει το σπίτιμ μου
(1940)
Μόνον εις τους λίαν στενούς συγγενείς, όσους περικλείει το σπίτι μας, δυνάμεθα να έχομεν εμπιστοσύνην
Τα δικά σου εσ σύκα τζαι στοιβάζονται, τα δικά μας εγ καρύδκια τζαι φακκούσιν
(1940)
Τα καρύδκια προστριβόμενα προξενούσι θόρυβον όχι όμως και τα σύκα. Επί όσων αι πράξαις κρίνονται αυστηρώς ενώ των άλλων όχι
Άμα φυσά βορκάς τζαί βρέσει πούλενε σιτάριν τζαί 'γόραζε βούδκια
(1940)
Ο βορράς σκορπίζει την βροχή. Όταν με τον “βορκάν” βρέχει, προμηνύεται πολυομβρία και μαγάλη απόδοσις, δια τούτο απαιτούνται ζώα δια μεγάλη καλλιέργειαν
Θελε μου βρέξε κάστανα τζαί σονίσε καρύδια (να συναχτούν οι κορασιές απού τα πανοθύρκα)
(1940)
Ειρωνιώς δια τους λέγοντας ψεύδη και παραδοξολογίας
Πέρα βρέσει στηγ Καραμανιάν σιονίζει
(1940)
Λέγεται δια τους αδιαφορούντας δε άσα λέγονται ή και γίνονται περί αυτούς
Ό,τι βρέξει, ας κατεβάση
(1940)
Λέγεται επί αποφάσεως ληφθείσης εν αδιαφορία, δια τα επακόλουθα
Παίζει σαν τηγ κάτταμ με τομ ποντικόν
(1940)
Λέγεται δι όσους ισχυροί και ικανοί, διασκεδάζουσι με την αδυναμίαν των άλλων, παρέχοντες ελπίδας και αμέσως αφαιρούντες αυτάς
Εγεράσαν οι κάττοι τζαί περιπαίζουν τους ποντιτζοί
(1940)
Επί των αποβαλόντων την δύναμίν των που οι ασθενέστεροι εσέβοντο
Εσύρκασεν ο κάττος τημ μίλλαν
(1940)
Ειρωνικώς δι όσους προσποιούνται ότι τάχα δεν αρέσκονται εις κάτι ενώ τους είναι ευχάριστον
Εγέννησεν η κάττα μου
(1940)
Είναι μάλλον ενοχλητική όταν έχη γατάκια. Λέγεται όταν ταράσση την ησυχίαν μας ενόχλησις από ζητήματα σοβαράς φύσεως
Εμπήκαν τζαι τα σκατά στο πκιάτον
(1931)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τομ Μαμ πουλούν σιτάρκα τζαι τον Άουστον τα λάδκια
Ερμηνεία: Παροιμία δια την κατάλληλον περίστασιν της πωλήσεως εκάστου πράγματος
Ο Θεός να σε σχέπη απου νωστόμ πραματευτήν τσ' από παλιάμ πουτάναν
Παρεμφερής άρχοντας 14
Ο παπάς βαστά τ' ατσίν τζ' η παπαδκιά τ' ασκόδημμα
Ερμηνεία: Επί των εχόντων πλεονέκτημα και ισχύν μεγαλυτέραν εις των αντιπάλων
Όπκοιος μιχτεί με τα πίτερα τρων τον οι όρνιθες
Ερμηνεία: Ήθη χρηστά φθείρουν ομικίαι κακαι
Έβκαλεμ μιαμ πιθαμήγ γλώσσαν
(1940)
Επί υβριστών ή σκληρώς εργαζομένων. Η εικών ελήφθη από τον βίον των σκύλλων, που κουρασμένοι, δια να ευκολύνωσι την αναπνοήν των δροσισθώσιν εκβάλλουσιν σπιθαμιαίαν γλώσσαν
(Λεφτοπείνα, λεφτοδίψα) εγείνημ πνέμμαν
(1930)
Σημείωση: Λεφτοπεινώ = ισχναίνομαι εις πείνης και στερήσεως
Λαλεί ό,τι έρτη στηγ γλώσσαν του
(1940)
Επί των απερισκέπτως ομιλούντων γινομένων κακού πρόξενοι
Δάκκα τηγ γλώσσασ σου
(1940)
Μη κακολογής δια να μη έχης δυσάρεστα. Επίσης επί των κακά προιωνιζομένων
Όποιος εγ γυρέβκεται, ποττέ του εγ γιατρέβκεται
(1940)
Θεραπεύεται εκείνο δια το οποίον φροντίζομεν, ενώ το αμελούμενον αποτυγχάνει
Ανύπαντρος προξενητής, για λόου του γυρεύβκει
(1940)
Ο ανύπαντρος παρεξηγείται ως δι εαυτόν ενεργών, όταν κάμνει προξενιά
Πράμμαμ πόγ γυρέβκεται χάννεται
(1940)
Εκείνο που δεν μας ενδιαφέρει εμελείται και χάννεται
Εγύρευκα σε με το τζερίν
(1940)
Τόσον μου ήσο αναγκαίος ώστε σε εζήτουν με κάθε μέσον
Το αγρέλλιν να το φάς τοσ σειμώνα
(1940)
Πλήν της δια το σπαράγγι παροιμίας δια την θρεπτικήν αξίαν των τροφών, ιδία του των φυτικού βασιλείου, και την κατάλληλον εποχήν ή τρόπον καταναλώσεώς των και παρασκευής, λέγονται εν παροιμία παρατηρήσεις των χωρικών πολλού ...
Έμ που τα άγραφα
(1940)
Επί γεγονότων ανέλπιστων επισυμβαινόντων αιφνηδίως
Δεντρόμ πογ κλινίσκει, πάντ' αέρας το τσακίζει
(1940)
Ο μη συμμορφούμενος με τας περιστάσεις και εναντιούμενος κατά ισχυροτέρων ζημιούται
Δέρε τογ καλόν, να γινή καλύτερος. Δέρε τογ κακόν να γινή σειρότερος
(1940)
Η τιμωρία σωφρονίζει τον καλόν, ενώ τον κακόν εξαγριώνει
Δήσε τηβ βονιτζήν τζει που θέλει ο αφέντης της, τζ' άτζ ψοφήση εγ καλά ψοφισμένη
(1940)
Διαταγαί των προϊσταμένων πρέπει να εκτελώνται διότι πάσα ευθύνη δια τας συνεπείας αυτούς μόνον βαρύνει
Δέρε τογ καλόν να γινή καλύτερος, δέρε τομ πελλόν να πελλάνη τέλεια
(1940)
Η λέξις πελλός μάλλον με την σημασίαν του κακόβουλος
Να σου δώσ' η μούλα του Δεσπότη
(1940)
Παλαιότερον οι Μητροπολίται εξέτρεφον εκλεκτά μουλάρια, δια τας ποιμαντορικάς των υποχρεώσεις, μη υπάρχοντος άλλου μεταφορικού μέσου
Έδησεν τογ γάδαρόν του
(1940)
Έδησε, συνεπώς εξησφάλισεν. Αλλά και μετά την εργασίαν δένομεν τον γάϊδαρον, διότι δεν μας χρειάζεται. Λέγεται δι' όσους δεν έχουσι φροντίδας
Δέρνουν τον οι πάντες τζ' οι ανέμοι
(1940)
Επί φερεοίκων βασανιζομένων να εύρωσι πόρον ζωής
Έδησέν το σε ψιλόμ μαντήλιν
(1940)
Όταν γίνονται πιστευταί αναλήθεις ομιλίαι
Εδωσέν του τήμ πάνω λούραν, τζαί τήγ κάτω πασπατούραν
(1940)
Λούρα είναι στενή λωρίς χωραφιού Πασπατούρα (Α. Σακελλαρίου) σημαίνει στραβάρα. Πασπατεύ(κ)ω σημαίνει ψάχνω είς το σκότος τζηλαφών. Ειρωνικώς διά τους νυμφεύσαντας την θυγατέρα των άνευ προικός
Όποιος γάαρος μπή στηδ δουλιάν, τζ' εμείς που πάνω σάμαν
(1940)
Επί όσων ενδιαφέρονται μόνον δια την εργασίαν των και είναι ικανοί ώστε να μη φοβούνται την μεταβολήν του προσωπικού εκεί όπου εργάζονται
Θέλεις να κάμης τόγ γείτόσ σου νοικοτζύρην; Μέν του δώσης ό,τι σου ζητήση
(1940)
Ούτω πως θά εξαναγκασθή να έχει ό,τι χρήσιμον διά το σπίτι του
Δός μου, τζυρά, τον άντρα σου τζ' εσού άμε γυρευκ' άλλον
(1940)
Διά τους αναιδώς προσπαθούντας να οικειοποιηθώσι ξένα αγαθά και τους καρπούς της προσπαθείας των άλλων
Δός μου το με τα σέρκα σου, τζαί τρέσε το με τα πόδκια σου
(1940)
Εκείνο πού θά δανείσωμεν θά μας επιστραφή αφού το ζητήσωμεν πλειστάκις
Τα δίτζηα χαλούβ βολίτζια
(1940)
Το δίκαιον είναι ισχυρόν και τελικώς επικρατεί
Έδωσεν του την τύφλαν τάβλαν
(1940)
Έπκιασε την τύφλαν του
Σαν τηγ κάτταν τηβ βρεμμένην
(1940)
Η γάτα, προ παντός δε η κότα, φοβούνται το νερόν διότι τους είναι επικίνδυνον εις την υγείαν. Λέγεται επί όσων έπαθαν ψυχρολουσίαν ηθικήν
Έσ΄ ο σσύλλος βρακοζώνιν;
(1940)
Επί ανικάνων ή πτωχών μεγαλοφρονούντων από τους οποίους δεν δύναται κανείς να περιμένη τίποτε το καλόν και αξιόλογον