Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4401-4500 από 5686
Γύρου γύρου των αντζειώμ μας, τα σκατά τωγ κοπελλιών μας
(1940)
Δια οικίας διακρινομένας δια το ακατάστατον και την ακαθαρσίαν των
Το σημερινόν αβκόν, αξίζει την αυριανήν όρνιθα
(1940)
Το πραγματοποιούμενον σήμερον κέρδος αξίζει το μεγάλο τοιούτο της αύριον
Μεφ φοάσαι τοσ σσύλομ που λάσσει τζ' εδ δακκάνει
(1940)
Εχθρός ύπουλος είναι περισσότερον επικίνδυνος
Εμπήκαν τζαι τα σκατά εις το πκιάτον
(1940)
Δι ανυπολήπτους, θέλοντας να λαμβάνονται υπ' όψιν
Δός τον τζυρά τον άνdρασ σου τζαί λάμνε γύρευκ' άλλον
(1931)
Δός τον κυρά τον άντρα σου και τρέχα γύρευ' άλλον. Γιά κείνους πού δανείζουν κάτι πού το χουν απόλυτη ανάγκη
Η γλώσσα κόκκαλα 'εν έσει τζιαι κόκκαλα τσακκίζει
(1951)
Η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα και κόκκαλα τσακίζε
Γιορτή του γειτόνου μας παραμονή δική μας
(1951)
Το κάθε πράγμα είναι με τη σειρά του. Σήμερα πάσχω εγώ, αύριο εσύ
Που γλέπεται γλέπει τον τζ' ο Θεός
(1951)
Όποιος φυλάγεται, τον φυλάγει και ο Θεός
Η γυναίκα το μαλλίν, τζ' άθθρωπος το μουστάτζιν, θωρεί το μαντερέβκεται τζ' έσει το για καμάριν
(1940)
Ήτο παρήφανος η κοπέλλα, που είχε χοντρόν βρούλλον, και μακρύν και οι άνδρες καλά στριμμένον μουστάκι
Ο γάαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' έκατσεν
Επί των συναισθανομένων τα εαυτών αμαρτήματα
Εμείναμες σαν τομ παπάν, που εν έχει προσφορά
(1924)
Ερμηνεία: Όταν μικρόν τι κώλυμα, ο δια μικράς προβλέψεως ηδύνατο να αποφευχθή, παρακωλύη και ματαιώνη την επιτέλεσιν σπουδαίου τινός
Επετάχτην η παπουτσα σου
(1940)
Ερμηνεία: Τα μικρότερα φορούσι τα ενδύματα των μεγαλυτέρων παιδιών, αλλά και επί νεωτέρας αγάπης και φιλίας
Εγ γιοφύριμ πον να το περάσουμεν
(1940)
Είμεθα θνητοί και κάποτε θα αποθάνωμεν
Έβκην το πόϊν της τάβλας; Βάλε άλλον
(1940)
Διά τα μικρά και ασήμαντα η καλύτερη θεραπεία είναι η αντικατάστασίς των
Πάλε καλώς σας ηύραμεν, πάλε jηνούργκος χρόνος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των επανερχομένων εις το ίδιον σημείον μια επιχειρήσεως κατόπιν αγόνων και ακάρπων προσπαθειών και κόπων, ως ο κύκλος του χρόνου, όστις παρουσιάζει εκάστοτε τα ίδια πράγματα
Ας με κράζουοι – σ – σπασίναν τσ' ας λαμπάζω που τημ πείναν
Λαμπάζω = εξίσταμαι, μένω ενεός
Γέρημη καρκιά επείναν, τζαι τα μάδκια εν εκλείαν
(1940)
Όποιος πεινα πολύ, δυσκολεύεται να κοιμηθή
Δείξε μου τηρ ράσησ σου
(1940)
Στρέψε να φύγης μακράν μου
Δώσ' του ψουμίν του μάντζιπα πον χαλάλιν του
(1954)
Μάντζιπας = φούρναρης
Η νύφη αντάν να γεννηθή της πεθθεράς ημοίαζει
(1953)
Αντάν = όταν
Γυρεύκει που τήμ πέτραν αφορμήν
(1931)
Ερμηνεία: Για να τσακωθή, να μαλλώση
Ο ήλιος του Γεννάρη τζιαι τα λόγια της πρόστυχης εν έχουν πίστιν
(1945)
Ο καιρός του Γεννάρη είναι πάντα άστατος
Ο Γεννάρης γεννά τζιαί πογεννά
(1945)
Ο καιρός το Γεννάρη κάποτε είναι βροχερός και κάποτε αίθριος
Η σιωπή του βρενίμου εν η απάντησι του πελλού
(1924)
Παρεμφερής: Η σιωπή τους φρενίμους εν η απόκρισι τους πελλούς
Εν εμ πάντα Πάσκαν, έχει και Σήκωσιν
(1924)
Δεν ουριοδρομούν πάντοτε τα πράγματά μας. Οφειλεί τις να αναμένη και αντιξόους περιστάσεις
Το πράμαν το καλόν συντυχάννει μανιχόν του
(1924)
Το καλόν εμπόρευμα δεν έχει αναγκην διαφημίσεως
Η πρωταρκά τ' αγκάστριν της πολλά το καμαρώνει μαντάν να κάτση στο σελλίμ πικρά (: τότες) το μετανοιώνει
(1940)
Η πραγματικότης είναι πικρά διάφορος πολλάκις από ό,τι η φαντασία μας την παρουσιάζει
Η πέτρα η πελετζητή πάντα τον τόπον της έσει τον
(1940)
Όποιος έχει ατομικήν αξίαν, όπου δήποτε και αν ζήση θα εκτιμηθή
Το πουργούριν επήεμ πέρα τζ' ήρτεν τζ' εν εκρύανε
(1940)
Συγκρατεί πολλήν ώραν την θερμότητά του
Το ρεσπερλίκκιθ θέλει άρκοντα για πελλόν
(1940)
Η καλή καλλιέργεια είναι μάλλον αποδοτική
Πέτρα που τζυλά, μαλλίν εμ πιάννει
(1940)
Ο μη εργαζόμενος που μονίμως δεν δύναται να δημιουργήση εργασίαν και οίκον
Βορκάες της Αγίας Μαρίνας ωεφή του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός
(1945)
Αν στις 17 Ιουλίου, Εορτής της Αγίας Μαρίνας φυσούν βόρειοι άνεμοι και ο καιρός στις 20 του ίδιου μηνός, εορτήν του Προφήτη Ηλία, είναι συνεφιασμένος, το γεωργικόν έτος προβλέπεται να είναι καλόν
Αφίσαμεν τα θέρη μας τζιαί ξικαννασυρίζουμεν
(1951)
Αφίσαμε τα θέρη μας και καθαρίζουμε το κανναβούρι
Σιύλλος απροσκάλεστος στογ γάμον είντα γυρέβκει;
(1951)
Σκύλος απροσκάλεστος τι ζητάει να πάη στον γάμον;
Επάθαμεσ σαν τομ μάνdημ που το πουλάριν
(1931)
Ερμηνεία: Λέγεται στις περιπτώσεις που τσακώνεσαι με τον άλλο συζητώντας πράγματα μελλοντικά κι απραγματοιποίητα. Συνοδεύεται από κείμενο...
Μεν κλαις κουκκούφα τάπαθες, κλάψε τα εν να πάθης
(1951)
Μην κλαις καύκαλο (νεκροκεφαλή) για κείνα που έπαθες, κλάψε για κείνα που θα πάθης
Του γυιαλλιού κατά που να του δείξης δείχνει σου
(1954)
Του καθρέφτη ό,τι πρόσωπο του δείξης θα σου δείξη
Ο Θεός αγαπά τον κλέφτην αγαπά τζιαί τον νοικοτζιύρην
(1954)
Ο Θεός αγαπά τον κλέφτη αγαπά και τον νοικοκύρη. Ο Θεός επιτρέπει πολλάς φοράς να επιπλέουν οι άδικοι, έρχεται όμως καιρός που τους πατάσσει
Απ' όν ακούει του γονιού παρά γωνιάς τζοιμάται
(1954)
Όποιος δεν ακούει στο γονιό του, στη γωνία πάει και κοιμάται
Ο άθθρωπος άμα γεράσει φάκκα τον χαμαί να σπάση
(1954)
Ερμηνεία: Όταν γηράση κανείς καθίσταται άχρησος δια πάσαν εργασίαν
Ο άνθρωπος όταν γεράση κτύπα τον στη γη να σκάση
(1954)
Ερμηνεία: Όταν γηράση κανείς καθίσταται άχρησος δια πάσαν εργασίαν
Τζιείνον που γίνην εν πογίνεται
(1954)
Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί γενομένης ήδη συμφοράς την οποίαν προσπαθούν να δικαιολογήσουν “κατόπιν εορτής”
Έκαμεν η γεναίκα παλληκάριν, τζ εν έδησε βρατζίν
(1940)
Επειδή παίζοντα και δυσαρεστούμενα με το τίποτε βωμωλοχούσιν εις βάρος της μητρός των
Όσες φορούσιν τσεμπέριν εγ γεναίτζες ;
(1940)
Συνηθίζεται εις την Πάφον να φορούσιν αι γραίαι μεγάλην μανδήλαν
Εξέβημ που τον Άδηφ φώς
(1940)
Διά τους εις μάτην αναμένοντας κάτι από εκείνους που ασφαλώς δεν θα συμμορφωθώσι ποτέ με την επιθυμίαν των
Όμορφη γεναίκα, δειάολος του χωριού
(1940)
Δια την αντιζηλίαν μεταξύ των θαυμαστών της
Ό,τι γυρέβκεις εν το βρίσκεις
(1940)
Ευρίσκομεν το ζητούμενον αν μη βιαζόμενοι ψάχνομεν εποπολαίως
Πόθεν να σ΄ αθθυμηθώ αντρούλη μου; Που το μάρμαροσ σαπούνιν, για που το πετσίν χρηάς
(1940)
Επί των φειδωλευομένων, των ακαταστάτων ή και παλαβών. Κατά μύθον τσιγγούνης σύζυγος έφερε εις την μισότρελλην γυναίκα του επίτηδες μάρμαρον αντί σάπωνος και πετσίν αντί κρέατος
Ήρταν τα πράμματα αναπάπουλλα
(1940)
Έμειναν άνευ καθοδηγήσεως και έγενοντο άνω κάτω
Εν εν η κοπριά του Σιλιγκούρα
(1940)
Ερμηνεία: Επί περιουσίας που ο καθένας προσπαθεί να υφαρπάση, φαίνεται ότι ο Σιλιγκούρας άφηνε να πέρνουν την κοπριάν του χανιού του ελεύθερα
Θεέ, μεδ δώσης του παιδκιού, όσ' αφορκιέτ' η μάνα
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αντάν ν' ασπρίσουν οι κολοιοί
(1940)
Επειδή τούτο είναι αδύνατον η παροιμία είναι εκφραστική τελείας αρνήσεως
Άρπαξες τολ λόον που το στόμαμ μου
(1940)
Ερμηνεία: Επί των λεγόντων όσα ο άλλος θα έλεγε
Ο κολοιός εν ασπρίζει
(1940)
Είναι φύσει μαύρου χρώματος
Δήσε τον γάδαρον τζιαμέ που θέλει ο μάστρος του τζι' ας ηψοφήσει
(1953)
Τζιαμέ=εκεί
Απ' αντραπή και αγκαστρωθή κακόν αγγάστριν έσσιει
(1954)
Όποιος εντραπεί κι εγγαστρωθή θάχη κακόν εγγάστριν
Τσαγκάρης ανυπόληπτος τζ'αι νεφαντάρης τίτσιρος
(1948)
Ερμηνεία: Πείραγμα για κείνους που, ενώ με την τέχνη τους φτιάχνουν στον άλλο κόσμο διάφορα πράματα της ειδικότητάς τους, δεν φκιάχνουν όμως για τους εαυτούς τους τα πράματα αυτά
Τόρα που 'γαμήθηκεν η ρκά, εμαντάλωσεν
(1940)
Συνετός είναι ο προβλέπων τον κίνδυνον και λαμβάνων τας απαιτούμενας προφυλάξεις εγκαίρως και όχι κατόθιν εορτής
Η γεναίκα εγ κοπριά
(1940)
Όπως η κοπριά απλώνει ούτω και η κόρη, από το 14ον έτος αρχίζει, να υπερβάλλει τον άρρενα, να αναπτύσσεται και να είναι εντός ολίγου γεναίκα ώριμος
Κακά εν τα γεράματα
(1940)
Λέγεται δια τα επακολουθούντα το γήρας κακά, κατά το κακόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον
Ακόμα εν εβκήκεμ που ταβκόν
(1940)
Λέγεται δι' όσους ζώσιν απομακρυσμένοι του κόσμου,οι οποίοι επομένως δεν είδον και δεν εγνώρισαν τον κόσμον,ειρωνικώς δε δια τους μικρούς την ηλικίαν και τους άνευ πείρας των του κόσμου που επιτηδεύονται τους παντογνώστας ...
Καλά που βαστά ο Θεός τα τζέραμιδκια ξηκάρφωτα
(1940)
Τα σπίτια αντί με λάσπην εστεγάζοντο βραδύτερον με εγχώρια κεραμύδια. Δι' όσους λέγουσι παράδοξα και απίθανα, είτε και υπερβολικά ψεύδη
Τηγ κουφήθ θωρείς την, τζαι τημ μαλαήζ ζητάς;
(1940)
Δι' όσα είναι χειροπιαστά, αποδείξεις παρέλκουσι. Μαλαή είναι το αποτύπωμα ποδός λαγωού
Ο Θεός ένασ σηκώνει, τζ΄ άλλον καθίσκει
(1940)
Τα του κόσμου είναι ασταθή. Ο πλούσιος γίνεται πτωχός και τάνάπαλιν
Καθαρός ουρανός αστραπές εφ φοάται
(1940)
Ο αθώος δεν φοάται την κατηγορίαν και τον θόρυβον περί το όνομά του
Το σσοινίν του χωρχάτη, μονόν έφ φτάνει, διπλόμ περισσεύκει
(1940)
Ο χωρικός αμαθής και πεισματάρης, αγνοών πως να εξυπηρετήση το συμφέρον του, ζημιούται
Ο παπάς τα 'μπρός του εν εθώρεν, τζαί τα πίσω τ' ανηέλαν
(1940)
Τα δικά μας ελαττώματα που καλώς γνωρίζομεν και όχι τα των άλλων να κρίνωμεν
Του κόσμου τάνα(γ)έλαστον, του κόσμου ανα(γελά του
(1940)
Λέγεται επί των αξίων κοροϊδίας όσοι σκώπτουσι άλλους δι' ανάξια γέλωτος ελαττώματα
Οι τοίσοι έχουν φκιά, τζαι οι φραμοί αμμάδκια
(1940)
Οταν πρόκειται περί σοβαράς εκμυστηρεύσεως,κάθε προφύλαξις δεν είναι περιιττή.
Αμαρτία ξημολοημένη, έμ μισοσυχχωρημένη
(1940)
Ανομολόγησις κακής πράξεως προάγει είς επιείκειαν. Επίσης και όταν ελευθέρως ζητούμεν χάριν
Εγ γιά τές αμαρτίες μου
(1940)
Επί δυσπραγούντων ή και αντιμετοπιζόντων δυσκολίας κατά την βιοπάλην
Ο κλέφτης τζ' αδ δεγ κλέψη πκοιόν τόνομαν πούσεν έσει το
(1940)
Υστέρα μετάνοια και καλή συμπεριφορά ελάχιστα συμβάλλει να λησμονηθή προτέρα κακή φήμη
Αντάν κλέφτουν, μεν κλέφτεις τζ' αντάν κρεμμάζουν μεφ φοάσαι
(1940)
Δεν φοβήται καμμίαν τιμωρίαν όστις δεν κλέπτει
Φωνάζει ο κλέφτης, να φοηθή ο νοικοτζύρης
(1940)
Δι όσους θορυβούσι περί τας πράξεις των, δια να διασκεδασθή η κακή περί αυτών γνώμη των
Ξέρει να κλέψη, εξ ξέρει να χώση
(1940)
Είναι δυσκολώτερον του κλεπταποδόχου το έργον παρά το του κλέπτου
Ο κλέφτης εν έσει καρτσιλλίκκιν
(1940)
Διότι φοβείται πως συλλαμβανόμενος θα τιμωρηθή
Κόντραν είχα τζ' έβκαλά την τζαι του γείτου μ' έβαλά την
(1940)
Δι όσους ενύμφευσαν την θυγατέρα τους
Ήρτεν σαν την κούππαν την άπαννην
(1953)
Ερμηνεία: Όταν φταίη κανείς και προσποήται τον αθώον. Άπαννη (η) = αμεταχείριστη
Απόν αππέξω του χορού πολλά τρασύδκια ξέρει
(1953)
Απόν= όταν είναι (κανείς)