Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4301-4400 από 5686
Αντάν να σ' εύρω με πολλούς, Γειά σου τζυρά κουμέρα, τζαντάν να σ' εύρω μονησήν, τα μύρα πάσιμ πέρα
(1940)
Ερμηνεία: Επί των διπροσώπων των προσποιουμένων τον τίμιον ενώ ηθικώς είναι εξαχρειωμένοι
Αγ κάμη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης σιταροκρίχαρα πον να ςhυονοκοπήση
(1945)
Σhυονοκοπήση, ςhυονοκοπώ = χύνω, αδειάζω αδιάκοπα, ςhυονώνω = χύνω, αδειάζω
Ο γάδαρος ο οκνιάρης εν τζαί βαρυγομαρκάρης
(1940)
Δι' όσους μη αρεσκόμενοι εις την εργασίαν βαρυδουλεύουσι διά να απαλαγώσι το ταχύτερον
Είπεν ο γάδαρος του πετεινού τζεφαλά
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων ενώ έχουσι πολλά και σοβαρά ελαττώματα ονειδίζουσι τους έχοντας ελάχιστα και επουσιώδη
Μεν ανοίξης τ' αμάδκια του βουδκιού, γιατ' έν να σου κουτουλλήση
(1940)
Μη διαφωτίσης τον άλλον, διότι θα σε βλάψη όταν βλέπη καλύτερα
Τα μμάδκια που εί(δ)αν τσ' είπαν, εβγήκαν, τσείνα που ν' είδαν τσ' είπαν, πως εδκιαβήκαν;
Εαν ο όντως ιδών και μαρτυρήσας τιμωρήται δια τυφλώσεως, είναι δυνατόν να μη τιμωρηθή ο ψευδή καταγγείλας;
Το πολύμ μάση, χαλά το στομάσι
(1940)
Μεγάλη και συχνή στενοχωρία βλάπτει την υγείαν
Η κρυάδα μπαίνει με το σατσίν τζαί βκαίνει τρίχαν τρίχαν
(1940)
Το κρύον βραδέως και δυσκόλως απαλλαττόμεθα
Όποιος ακούει ένα, τζαί κρινίσκει δκυό, άσσημηγ κρίσιν κάμνει
(1940)
Ακούει ή θωρεί
Αφήνουμ μας τα κρίματα, να πάμεσ στην Παράδεισον;
(1940)
Ερμηνεία: Επί πολυασχόλων, που δεν έχουσιν ώρας αναψυχής
Που τον τζαιρόν τους Αλαμάνους
(1940)
Ερμηνεία: Προ εκατονταετηρίδων ήλθον πολλοί εις Κύπρον, πλείστοι των οποίων ηγίασαν και περιελήφθησαν εις το εορτολόγιον Κύπρου
Χέμα κώλον, χέμα φτύμαν
(1940)
Ερμηνεία: Επί των απλήστων και των αξιούντων κάθε θυσίαν, μικρά ή μεγάλην, να επιβαρύνη άλλον
Με κρύον, με βράστην
(1940)
Ερμηνεία: Επί πλήρους αδιαφορίας
Ήρτεν νύφφη στοχ χωρκόν; Έμπασσω ρωμανίστου
(1940)
Την νεοελθούσαν νύμφην θα ιδώμεν και θα γνωρίσωμεν. Να μελετώμεν τον χαρακτήρα των αγνώστων μας πρίν σχετισθώμεν με αυτούς
Η νύχτα πίσκοπογ γεννά, τζ' αβκή μητροπολίτην
(1940)
Απηλλαγμένοι φροντίδος την νύχτα έχομεν κάθε άνεσιν και σκεφθώμεν ηρεμώτερον
Κου(β)αλεί νερόμ με το καλάθιν
(1940)
Ως αστειότης προς ένδειξιν αγάπης: “Εις τογ γάμοσ σου εν να κουβαλώ νερόμ με το καλάθι” Επί ματαιοπονούντων
Ο νους εν αγέρας τζαι πετά για φεύκει
(1940)
Είναι πολύ εύκολο να χάση κανείς τα μυαλά του
Νηστεύκει το λατρίν τζαι τρώει τημ μίλλαν
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Όπου θέλει ο κουτσσαγκάς, κολλά το φτίν του μπότη
(1924)
Λέγεται ιδία περί προεστών και προυχόντων κοινοτήτων ή δικαστών, απονεμόντων το δίκαιον, όπως θέλουν, αυθαιρέτως
Ο Θεός σφαλα μιάμ πόρταν και αννοίει καμαρόπορταν
(1924)
Παρά Σακελλ.:άλλην. Και αν στερηθώ τίνος, ο Θεός θα μου δώση άλλο αγαθόν ακόμα μεγαλύτερον ΣΚ. Β', 281 αρ. 116
Απόζ ζυμώση Σάββατον, κακήν Δευτέραν έχει
(1924)
Οφείλομεν να είμεθα προβλεπτικοί
Εξέβημ που τον Άδηφ φώς
(1924)
Επί όλως απροσδοκήτου επιτυχίας
Είπαν του πελλού πελλέ, τζ' έπκιασεν τημ πελλάρν τζ' έκατσεν
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων οχυρούνται όπισθεν της εκτιμήσεως των άλλων και εκμεταλλεύονται αυτήν
Είπαν του πελλού, σφάλα τημ πόρταγ, τζ' ετζείνος επήρεν τημ μαζίν του
(1940)
Λέγεται δι' όσους είναι υπερβολικοί εις όλα τους
Ο κραμποπούλης τίνος τημ πάρταν εν να πάρη. Του λαχανοπούλη
(1940)
Ο κλέπτης θα συνταχθή με τον ομοιόν του
Εν ο πελλός που τημ πόρταν
(1940)
Από το ομώνυμον παραμύθιν (“ΚΧ” ΙΓ', σελ. 150) κατά το οποίον ο φρόνιμος αδελφός είπεν εις τον τρελλόν “πάρε τημ πόρταμ μαζί σου”, κλείσε την δηλαδή, και αυτός την εφορτώθην εις τον ώμον
Ο πελλός πελλός εγεννήθην, τζαί πελλός εν να ποθάνη
(1940)
Η εκ γενετής τρέλλα είναι αθεράπευτος, όπως αμετάβλητος είναι και ο χαρακτήρ
Ο πελλός θαρκέται πως εν ούλλοι πελλοί
(1940)
Δι' όσους κρίνουσι τους άλλους επί τη βάσει του ιδικού των ποιού και χαρακτήρος
Οι πελλοί εγ γερνούμ ποτέ
(1940)
Εφ' όσον αναίσθητοι, ούτε λυπούνται ούτε στενοχωρούνται διά τίποτε
Εδ δυνατόν ταμάξιν να τσυλλήση τολ λαόν
(1940)
Ο ευφυής και επιδέξιος, δεν φοβείται τον αμβλύν την σκέψιν
Επήαμεν του κώλου
(1940)
Όταν αι εργασίαι πηγαίνουσι κακώς όπως ο συρόμενος αντί να περπατή
Όποιος θέλει να ζήση στογ κόσμον, πρέπει να κάμνη τομ μισόφ φρόνιμον τζαί τομ μισόμ πελλόν
(1940)
Πολλάκις δια το συμφέρομ μας και την ψυχικήν μας γαλήνην πρέπει να προσποιούμεθα ότι δεν εννοούμεν
Τώρα πουγίνην η θάλασσα γιατούρτιν, εσπάσαν τα κουτάλια μας
(1940)
Κουτάλια ή οι κουτάλες
Ξεραντζαρίδην άλογον, καταλυμός τ΄ ασέρου
(1940)
Το αδύνατον ζώον δεν παχαίνει όσον και αν φάγη
Με κουτσόν τζαι με στραόν, ποτέ σου μεν ι – μπλέξεις
(1940)
Ως “σημαδκιασμένοι” θεωρούνται κακοί: Κουτσός προσποιηθείς τον τυφλόν συνεκρούσθη με τυφλόν πεζοπορούντα
Όσον να πη η αλουπού τα πάθη της, τηβ βούνναν της εβκάλαν την
(1904)
Δι' όσους άσημοι και πτωχοί δεν κατορθούσι ποτέ να εύρωσι το δίκαιόν των
Ψάλλει μας τολ λάζαρον
(1940)
Λέγεται δια τους ενοχλητικούς
Ξερανζασμένον άλο(γ)ον, καταρριμός τ΄ ασέρου
(1940)
Καταρριμός, εκ του καταρίβκω (καταρισσέβκω)
Κάθε πρόβατον που το πόϊν τ' εν να κρεμμαστή
(1940)
Εκτιμόμεθα κατ' αξίαν και ικανότητα
Αμ μέσ σηκώση ο Θεός τον έναν, τον άλλον εν καθίσκει
(1924)
Άλλοι υψώνονται και άλλοι ταπεινώνονται, άλλοι βαίνουν προς την ευτυχίαν και άλλοι προς την δυστηχίαν κ.τ.λ.
Άδε νους για πίσκοπον!
(1924)
Ερμηνεία: Επί των ζητούντων θέσιν τινα υπερτέραν των προσόντων και της αξίας των. Ειρωνικώς. ΣΚ. Β', 284, αρ. 237
Όποιος τα χώματα κουνά τα μάτια του γεμίζει
(1948)
Ερμηνεία: Εκείνος που ανασκαλίζει παλιά ζητήματα θα ξεσπάσουν εις βάρος του. Ο Αναγνωστόπουλος εν λ. Μάτι έχει τα εξής: Ξανίσκεις τα χώματα, να μπούν μεσ' στα μμάθκια μου=αναξέεις εν τη καρδία μου πληγήν, που αρχίζει να ...
Πού τζ'ααμαί πού 'ν να ρέξη χόρτον εν ηβλαστά
(1948)
Από κεί πού θά περάση χορτάρι δέ φυτρώνει. Ερμηνεία: Γιά τους μοχθηρούς
Βάλλεις τογ Γιώρκην με τον Άϊγ – Γιώρκην;
(1948)
Ερμηνεία : Άμα πρόκειται για σύγκριση δύο ανθρώπων, που ο ένας είναι κατά πολύ καλύτερος του άλλου
Ηύρες το σύκοσ, σήκου το, γιατί σηκώνει τ' άλλος
(1948)
Ερμηνεία : Άμα βρης ένα πράγμα πάρ' το, γιατί θα το πάρη άλλος
Ο Γεννάρης γεννά τζ'αί 'πογεννά
(1948)
Ερμηνεία: Είναι μήνας άστατος
Μια παδκιά του γέρου αξιάζει σίλιες του παίκιου
(1931)
Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλιες του νέου. Διάκριση εμπειρίας και γνώσεων ματαξύ γέρου και νέου
Αγκρίστηκεν ο λαός με τ' όρος!
(1948)
Ερμηνεία: Όπως είναι αδύνατο ο λαγός να μαλώση με το δάσος, έτσι αδύνατο είναι και δυό που' χουν αμοιβαία μεγάλα συμφέροντα να μαλώσουν
Τα ρούχα μου εγ γερά. Από το Σαββάτον τζαί Τζερκατζήν τζαί την Δευτέραμ πούντα
(1940)
Ειρωνικώς δια πράγματα και υποθέσεις που είναι σαθραί και επισφαλείς, ενώ το αντίθετον νομίζονται
Χτίζουν οι πελλοί να κάθουνται οι φρόνιμοι
(1940)
Η διάθεσις νεκρών χρημάτων εις αγοράν οικιών είναι επικερδής όχι όμως και αι διά δανείου
Εν το κουτσόν της Καλής
(1940)
Καλή γεναίκα είναι η Νεράϊδα
Αθ θέλ' ξοδειευάσης εσ σοδκειάζεις
(1940)
Κάθε εργασία έχει ανάγκην κεφαλαίων διά να κινηθή
Εν έσει που τον ήλιον μοίραν
(1940)
Λέγεται προ παντός δια τα ορφανά αλλά και δια τους αποκληρους της τύχης
Ο τράος ξέρει τέσσερα, που τον τραέβκει πέντε
(1940)
Ο έχω πείραν των του βίου γνωρίζει καλύτερα από τον άπειρον
Ο οκνιάρης, εν τζαί βαρυγομαρκάρης
(1940)
Ο οκνηρός διά να τελειώση το ταχύτερον παραφορτώνεται
Που ξυπνά πωρνόν, νυστάζει γλήορα
(1940)
Ο βιαζόμενος αποκάμνει
Πόσα ξέρεις; Τα όσα γύρισα
(1940)
Τα ταξίδια διδάσκουσιν
Εμάλλωσε με τομ μαύρον
(1924)
Εμέθυσεν, εν Ζαγόρι
Απού τα παγωτά νερά, τζ' απού τα σιόνια μέρες
(1940)
Ερμηνεία: Υπάρχουσι πολλαί και αξιόλογοι περί καιρού, γεωργίας, τροφών
Ήρτεν κούππα άπαννη
(1940)
Καθαρά και άδεια όπως και το άπαννον πιάτο
Ψουμιά εν έχουμεν, τζ' αί ρεπάνια γυρεύκουμεν
(1948)
Ερμηνεία: Πράγματα δηλαδή απόλυτης ανάγκης δεν έχουμε και γυρεύουμε πράματα όχι αναγκαία
Ειες του κάττου το μαλλίν για να 'ινή μετάξιν;
(1948)
Ερμηνεία: Και μας εξηγεί τη σημασία της ο ποιητάρης ο Παλαίσ' ης “τ' αδρώπου του κακόγνωμου η γνώμη του ν' αλλάξη;”
Ούλ΄ οι μαύρ΄ εν Αφτουλλάες;
(1948)
Ερμηνεία: Για κείνους που επιχειρούν κάτι, που έκαναν άλλοι, χωρίς όμως να 'χουν την δύναμη ή την επιδεξιότητα να το κάνουν
Είπαν του μαύρου να φάη αβκά, τζ΄ έφαν τα με ταβκότσουφλα
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων υστερούσιν εις τρόπους καλής συμπεριφοράς και υποπίπτουσιν εις σοβαρά λάθη
Όπκοιος δουλεύκει το μετάξιν, πρέπει νάδει νούν τζαί τάξιν
(1940)
Η μέταξα είναι αξίας, διό απαιτεΐται προσοχή δια να μη κατασπαταληθή
Εμεάλυνε το γαδούριν, τζ΄ εκόντυνε το στρατούριν
(1940)
Με το διάβα του χρόνου ο μικρός γίνεται πλέον υψηλός, ότε κονταίνουν τα παλαιά του φορέματα
Έκαμες τα ρούχα μου, σαδ δκυό ώρες μεσάνυχτα
(1940)
Όπως με φορέματα λερωμένα, εντρεπόμεθα ούτω και μετά κακήν πράξιν να εμφανισθώμεν δημοσίως
Εγίνηκα νερόμ τζ' ήπκιεμ με η γη
(1940)
Ερμηνεία: Επί μεγάλης εξ εντροπής στενοχωρίας
Έπεσεβ βαρυγομαρκά στομ μύλον
(1940)
Ερμηνεία: Επί μεγάλης κοσμοσυρροής
Ο μούχτης επέθανε
(1940)
Ερμηνεία: Επί αρνήσεως δωρεάς ή χρηματοδοτήσεως
Άνταν έτρωες τη γρούταν, σήεν αθθυμάσουν τούτα
(1924)
Όταν απέλαυες απερισκέπτως τινός, ώφειλες να σκέπτεσαι τα κακά επακολουθήματα του.
Άνταν έτρωες την γρούταν, σήεν αθθυμάσουν τούτα
(1924)
Όταν απέλαυες απερισκέπτως τινός, ώφειλες να σκέπτεσαι τα κακά επακολουθήματα του
Που τες σέλλες σάματα και που τα σάματα χαμαί
(1924)
Τα σάματα είναι εφίππια ήττον πολυτελή από τες σέλλες. Επί των βαθμιαίως και ούχι αποτόμως περιπτόντων εις ένδειαν και δυστυχίαν.
Τράντα γρονώγ κοντράππαρος να μάθης τομ πυρτάντον
(1931)
Τράντα χρονών ψωράλογο να μάθη πως θα τρέχη
Το σημερινόν αυκόν αξίζει την αυριανήν όλην
(1940)
Συλλ. μαθητής Χρίστου, Σταύρος
Ο γάδαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' επισόκατσεν
Βλ. Σακελλαρίου Κυπριακά Γ, σελ. 393, εν τ. στρατούριν παραλλαγήν της αυτής παροιμίας Γ. Ν. Π.
Μπαίνν' ο Μας τζιαι βκαινν' ο Μας τζιαι μπαίνν' ο Πρωτογιούνης τζιαι βκαιννουν τα γρουσόμηλα με τα γλωρά τ' αθάσια
(1924)
Πρωτογιούνης = Ιούνιος
Που τηβ βασιλιτζιάν σκνίθθα, τζαι που τησ σκνίθθα βασιλιτζιάν
(1940)
Συμβαίνει πολλάκις καλοί γονείς να έχωσι κακά παιδιά και ταναπαλιν
Τζ' η κοσσινού τον άντρα της με τους πραμματευτάδες
(1940)
Ερμηνεία: Επί των ανυπολήπτων των προβαλλόντων μεγάλας δια τον εαυτον των αξιώσεις
Άμα έπαθεν η ρκά τηδ δουλειάν έμπην τζι' ερουμανίστην
(1951)
Αμά η γρηά έπαθε την δουλειάν μπήκε μέσα στο σπίτι της κι έβαλε τον σύρτην. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι εκ των υστέρων συναιτίζοντας και κάνουν όσα έπρεπε να κάνουν
Έλα πάππου μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
(1951)
Δια τους επιμένοντας με πείσμα διά κάτι, προ ανθρώπων οι οποίοι καλώς γνωρίζουν και κατέχουν το περί ου ο λόγος
Ελείψαν οι κάττοι τζαί χορέβκουν οι ποντιτζιοί
(1951)
Λείψανε οι γάτοι και χορέβουν οι ποντικοί
Με το ζόριμ παντρειάν;
(1951)
Σημ. Με το ζόρι γάμο; Δίδεται ως απάντησις τις την βίαν που εξασκείται διά να αποδεχθή τις κάτι
Εσεναμ πρέπει σου σουλιμά
(1940)
Λέγεται επί κακών και επικινδύνων Σουλιμάς ή σουλεμάς από την αραβικήν Selaminie (τουρκική Sulmu) είναι υδραργυρική συσκευασία η γνωστή ως Sublime, ήτις μετέπεσεν εις την σημασίαν του ''φαρμάτζιν''