Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4101-4200 από 5686
Που το γιοφύριν που ρέσσει ο κόσμος ούλλος να ρέσσης τζαι σου
(1953)
Ρέσσω = περνώ, ούλλος = όλος
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
(1931)
Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά εσύ ο ίδιος αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά
Νάταν ούλλη μας η έννοια σαν τ' αντρός μου ο θάνατος
(1940)
Διά συμφοράς που μας αφήνουσιν ασυγκινήτους
Αντί να τρίξη τ' αμάζιν, τρίζει ο αμαξάρης
(1940)
Καθ' ας περιπτώσεις αντί του παθόντος παραπονείται δια κακομεταχείρησιν ο βλάψας και αδικήσας
Εξ΄για τον αππανάν
Λέγεται δια παν το απορριπτέον. Το πράγμα δηλ. Τούτο είναι δια τον απόκατου, δια τον κάλαθον των αχρήστων
Μουjωννο τημ μουτσούναμ μου
(1930)
Μουjωνο = μαυρίζω
Μικτσίν γουμάριν σύλλοδ δύναμιν
(1951)
Μικρό φόρτωμα μα όλο δύναμι
Η γεναίκα θέλει λάϊν, τζαί πάλιλ λάϊν, τζαί της αρκολιάς το λάϊν
(1940)
Είναι τόσον πολυδάπανος η γυναίκα και εις τόσας ανάγκας έχει να επαρκέση ώστε και τον ισχνότερον πόρον κέρδους να τον χρειάζεται
Αντάν εγαμήθην η ρκά, έβαλεν τζαί παραμάνταλον
(1940)
Επί των λαμβανόντων υπερβολιτιάς προφυλάξεις κατόπιν όμως εορτής
Στον γέρημον τον τόπον για ξύλα, για νερόν
(1940)
Ερμηνεία: Εις τα ορεινά μέρη μόνον ξύλα και νερόν εν άφθονία ευρίσκομεν
Γράψε τα στο χάσ' δευτέριν
(1940)
Ερμηνεία: Επειδή τα οφειλόμενα δεν θα επιστραφώσιν, ας γραφώσι εις την μερίδα των ζημιών
Άνθρωπος ακάλεστος στογ γάμοσ σαν τογ γάδαρον
(1940)
Δύναται να υποτεθή παραλλαγή της προηγούμενης διά παραλείψεως της λέξεως “στογ κάμπον”. Πιθανόωτερον όμως η παροιμία να είναι πλήρης, νοουμένου ότι. Αφού μετ' αναιδείας προσήλθεν απρόσκλητος, έκαμον σαν να ήτο ένας γάδαρος, ...
Εχάσαμεν τζαί ταβκά τζαί το καλάθιν
(1940)
Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι είχον ήδη εξασφαλίσει κάτι,άλλ' από απληστίαν επιδιώκοντες περισσότερα έχασαν και ότι ήδη είχον.Γενικώςεπί μεγάλης και απροσδοκήτου ζημίας.
Έδρωσα γαίμαν
(1940)
Επί σοβαράς στενοχωρίας, κατά την συνάντησιν αξιολόγου εναντιότητος, είτε και εις υπέρ δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν προσπάθειαν. Προήλθε πιθανώς εκ του ευαγγελικού ρητού θρόμβοι αίματος τηςεφιδρώσεως του μαρτυρούντος Ι. Χ.
Το γαίμαν νερόν εν τζαι γίνεται
(1940)
Η δυσαρέσκεια μεταξύ συγγενών,δια την παιδιόθεν οικειότητα και αγάπην,ούτε διαρκεί ούτε εξωθείται εις τα έσχατα.
Έμ μάλιν αφεντικόν
(1940)
Το αφεντικό ως ιδιοκτησία του Μ. Αφέντη, ήτο αξίας και σεβαστόν. Μεταφόρικώς ότι καλής ποιότητος καλείται αφεντικόν.
Κάθε πουλλί με την φωνήν του σιαίρεται
(1957)
Η παροιμία αυτή δείχνει τον εγωισμόν του ανθρώπου, ο οποίος θεωρεί εαυτόν ανώτερον των άλλων και ευχαριστείται από τας πράξεις του, θεωρών αυτάς αξιολόγους, παραγνωρίζων τας πράξεις των άλλων
Τα έξοδα του γάμου μας, η νύφη εν τ' αξίζει
(1953)
Όταν αγοράσωμεν κάτι το οποίο δεν έχει αξίαν
Η καμήλα έναμ ππαράν ήτουν ακριβή, τζαι σίλιους παράδες ήτουν φτηνή
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο Θεός να σε φυλάη που άσσημον πουκάμισον
(1940)
Όπως τοιούτο μας εκθέτει ούτω και η κακού χαρακτήρος γυναίκα, είτε και η δυσφημισμένη. Τοπική Λευκονοίκου ως και η επομένη
Εκοντήναν οι ποδκιές μας, τζ' εφανήκαν οι πομπές μας
(1940)
Ο πλούτος καλύπτει όσα η πενία αφήνει να φαίνωνται
Το ξύλον εν ι-σπάζει που τημ πρώτημ κουττουτζιάν
(1940)
Ο ισχυρός δεν καταβάλλεται με το πρώτον κτύπημα
Εν ο σπανός που τους τέσσερις
(1940)
Λέγεται επί των πεισμόνων και απαιτητικών
Ήτον η μάννα μάϊσσα και η κόρη αστρονόμη (ή αστρονόμισσα)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Μεγάλολ λοκμάφ φάε, τζαι μεάλολ λόομ μεμ πης
(1940)
Λέγεται και τουρκιστί πανομοιοτύπως: Buyuk lodma yu Buyuk Soz soyleme
Ότι καμμύσω ταμμάδκια μου, πέτρα πάνω ΄σ πέτραν ας μην μείνει
(1930)
Δηλαδή όταν αποθάνω, ο κόσμος όλος ας χαλάσει
Αρτσιούνται οι μαείρισσες, αρτσιούνται τζ' οι κουτάλες
(1940)
Δια τους παρ' αξίαν προβάλλοντας αξιώσεις
Εβυζύνισά του έναμ πάτσον τ εστράψαν ταμμάδικά του λαμπρόν
(1930)
Σημείωση: Βυζινίζω πεποιημ. Λέξις εκ του ήχου βυζιβυζ = κάμνω συριγμόν, σκρίζω, βοϊζω
Καλώς τογ κανισσιάρην. Κατά που έδωσε να πάρη
(1940)
Ειρωνικώς
Το κλάμαν κλάμαν φαίρνει, τζ' η χαρά χαράν
(1940)
Κατά συμπάθειαν συμπονούμεν τους πάσχοντας και επιχαίρομεν με τους ευτυχούντας
Αγ κάμη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης τομ Πλάστημ μου ψουμίν πον να γιωρκήση
(1945)
Γιωρκήση = παραγάγη
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης σιταροκρίχαρα πον να ςhυονοκοπήση
(1945)
Σhυονοκοπήση, ςhυονοκοπώ = χύνω, αδειάζω αδιάκοπα, ςhυονώνω = χύνω, αδειάζω
Στην άστοςhιάν, (ή στην ακριβκειάν) τα μόσφιλα. Στην φτήνειαν, τα πουρούδκια
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τρέσ' η μύξα μου που τηγ κρυάδα. Ξέρω σε που το καλοτζαίριν
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μονηχός σου χόρευκε, τζ' όσο θέλεις πήδα
(1940)
Όταν δεν ενοχλούμεν άλλον να μετέχη των τολμημάτων μας
Άμα κάτσουν νέφη πασ' στο Τρόοδος, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Τα μυαλά σου τζαι μιαλ λίρα
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων λέγουσιν αναληθείας και ανοησίας
Επαίρναν τομ μάντην να τογ κάμουν βασιλέα τζ' είδεν τους πεύκους τζ' είπεν αδέ πεύκους για γυλάρκα
Ερμηνεία: Επί των αμετάβλητων και αδιορθώτων και προσκεκολλημένων τους έθιοι, (γ)υλάριν= ο ξύλινος κύκλος ή γύρος ή σκελετός του κοσκίνου
Επαίρναν τομ μάντην να τογ κάμουν βασιλέα τζ' είδεν τους πεύκους τζ' είπεν αδέ πεύκους για υλάρκα
Ερμηνεία: Επί των αμετάβλητων και αδιορθώτων και προσκεκολλημένων τους έθιοι, (γ)υλάριν= ο ξύλινος κύκλος ή γύρος ή σκελετός του κοσκίνου
Τζιείνος που λουτουρκά σε δκιό εκκλησιές της μιάς γελά της
(1954)
Κείνος που λειτουργά σε δυό εκκλησιές τη μια την ξεγελάει. Ερμηνία : Επί των περί πολλά ασχολουμένων, οι οποίοι δεν δύναται να φέρουν εις πέρας όλας τας εργασίας που αναλαμβάνουν. Αντιστοιχεί το ρητό :”Ου δύναται τις συσί ...
Σταλαματιά – σταλαματιά γεμίζ' η λίμνη
(1954)
Ερμηνεία: Επί οικονομίας
Τζαιρόν του θέρους γύρευκε, τζαί θέρος μέγ γυρεύκεις
(1940)
Το θέρος είναι ενδιαφέρουσα εποχή. Ο ακτήμων ευρίσκει εργασίαν και ο κτημασίας εσοδιάζει
Θέλεις θέριζε τζαι δήννε, θέλεις δήννε τζαι κουβάλε
(1940)
Επί οκνηρών, που προβάλλουσι κωλύματα διά να αποφύγωσιν υποχρέωσιν τίνα
Το βρατζίν το ζουρωμένον εμ πάντα βρωμισένον
(1940)
Ο στιγματισμένος μένει πάντοτε τοιούτος
Όποιος ζυμώνει ενωρίς, τρώει ψωμιά γλήορα
(1940)
Ο προνοητικός ευπορεί και ευτυχεί
Εμ βάλλει γλώσσαμ μέσ στο στόμαν του
(1940)
Δια τους φλυάρους τους άρρητ' αθέμιτα λέγοντας
Βλέπου που τες γλώσσες τες κατζιές
(1940)
Δια την εκ της δυσφημίας ηθικήν ζημίαν
Ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλουπού τα τρώει
(1912)
Αποδίδονται ξένα αδικήματα
Τα μακρυνά εν τζαι θαμμαστά
(1940)
Ό,τι συμβαίνει μακράν από ημάς φαίνεται σπουδαίον ενώ όσα βλέπομεν δεν μας κάμνουν εντύπωσιν
Πο τζει πον να βκη ο λόος, εν να βκη τζ' η τζυσή
(1940)
Η ψυχή θείον δώρον, δεν αρμόζει να εξέλθη από στόμα, μολυνθέν από την έξοδον ψευδών
Η μασαιρκά γιανίσκει, τζ' ο κακός λόος μεινίσκει
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Επιάστηκα που τα μαλλιά μου
(1940)
Δια τους αλλοφρονούντας, τους ευρισκομένους εις πλήρη απόγνωσιν
Μακρυά μαλλιά, λλία μυαλά
(1940)
Ελέγετο πειρακτικώς προς γυναίκας όταν είχον μακρυά μαλλιά
Ταύρα με τζ' ας κλαίω
(1940)
Άλλοτε η νύμφη, κλαίουσα, προσεποιείτο ότι δεν θέλει να αφήση τους γονείς της. Κάποτε ερωτηθείσα όταν την εσπρώχναν να εξέλθη του σπιδιού, διατί κλαίει απήντησε ούτως
Εμ πιστεύκεις εμέναν, τζαι πιστεύκεις του γαδάρου μου;
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ήρτεν του σαλ λουκμάς
(1940)
Λέγεται δι όσους σημειώνουσιν ευκόλους επιτυχίας μη αναμενομένας
Τζοιμάται σαν τ' αμπέλιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί ύπνου βαθέως
Άσπορος να μεμ μείνω, όξα εν να κλάψω το θέρος;
(1930)
Το δύσκολον και το κακόν είναι το να μη δυνηθεί τις να σπείρη. Όταν σπείρη, το θέρος είναι εύκολον να το κάμη όσον πολύ και αν είναι. Παροιμία επί περιστάσεων, καθ΄ ας επιχειρών να κάμη τι εύκολον συναντά εμπόδια και ...
Ο Θεός ορφανά κάμνει τζιαί κακορίζικα εν κάμνει
(1954)
Ο Θεός ορφανά κάνει και κακορίζικα δεν κάνει. Δεικνύει την πρόνοιαν και φροντίδα του Θεού δια τους ανθρώπους
Ο ουρανός ο καθαρός, αστραπές εν φοάται
(1954)
Ερμηνεία: Ο τίμιος άνθρωπος δεν φοβάται τους συκοφάντας
Απόδ δουλέψει μισταρκός εγ γίνεται αφέντης
(1951)
Όποιος δεν δουλέψη υπάλληλος δεν γίνεται αφεντικό
Ο Θεός αρκεί αμμάχ χαρίζει
(1951)
Ο Θεός αργεί δια την κρίσιν του άλλα θα κρίνη
Εν τζείνος που έγλυψεν το εληοκόκκονον
(1940)
Τοπική των Λευκάρων. Αναφέρεται ότι ένας Λευκαρίτης, επειδή η εληά που έτρωγε έπεσε στο πηγάδι μισοφαγωμένη, έφερε τους συγγενείς του και ήντλησε το νερόν δια να φάγη και το υπόλοιπον της ελήας. Ο Λευκαρίτης, κατ' άλλην ...
Εν ο γιατρός ο Κούτζης
(1940)
Εις τα Περβόλια παρά την Λάρνακα εζούσε περί το 1625 ο Aloiso Cucci απόγονος καλής οικογενείας της Ιταλίας, πλούσιος και έξοχος ιατρός με σοβαράς εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις, ώστε να θεωρείται πάνσοφος. Λέγεται δια τους ...
Ο γέρος τζ' ας στολίζεται στο έβκα αγρωνίζεται
(1940)
Το ανήφορον, επειδή απαιτεί καρδίαν και πνεύμονας υγιείς αποκαλύπτει τον καλώς έχοντα γέροντα, όπως και η εργασία αναδεικνύει τον ικανόν και επιδέξιον
Κάθουμαι πάσ σταγκάθκια
(1940)
Όπως ο καθήμενος εις αγκάθια είναι ανήσυχος από το κέντημα τους ενοχλούμενος, ούτω ανυπομονούσι και δυσφορούσιν όσοι στερούνται ειδήσεων δι΄ότ,τι ενδιαφέρει αυτούς σοβαρώς
Μιτσύμ μωρόν εν είχαμεν τογ γέρον εκρατούσαμεν
(1940)
Λέγεται δι' όσους παρ' ελπίδα ενοχλούνται και επιβαρύνονται με ζητήματα τα οποία ούτε κάν υπελόγιζον
Ο άθθρωπος αντάγ γεράση ο Θεός να τοχ χαλάση
(1940)
Η κακή λειτουργία των οργάνων του λόγω φθοράς, καθιστά τον βίον του δυσάρεστον
Ούλλα σάζουνται, μόνον του σπανού τα γένεια εβ βλαστουν
(1940)
Ερμηνεία: Επί των φύσει ανεπιδέκτων και της ελαχίστης βελτιώσεως
Τραυώ το σσκοινίσ σου
(1940)
Ο οδηγών τινα είναι υπέρ του, φροντίζων οτ' αυτον
Όποιος εγ καλά, καλύτερα γυρέβκει, τομ πελάν της τζεφαλής του γυρέβκει
(1940)
Ερμηνεία: Επί των πλεονεκτών, που επιζητούσιν περισσότερα διακινδυνεύοντες και τα κεκτημένα
Πούναι καλά τζαι θέλει καλύτερα, τομ μπελάν του γυρέβκει
(1940)
Όποιος κυνηγά το άγνωστον, κινδυνεύει να χάση και ό,τι αγαθόν είχεν
Καλός καλός ο σοίρος μας τζ' ευρέθη χαλαζιάρης
(1940)
Όταν τα πράγματα αποδεικνύουσι εσφαλμένην την σχηματισθείσαν καλήν γνώμην
Οι καλοί λογαριασμοί, κάμνουν τους καλούς φίλους
(1940)
Διότι αίρουσιν κάθε πέτραν σκανδάλου
Ασσημόραβκε, τζαι καλοσιδέρωνε
(1940)
Το καλόν σιδέρωμα σκεπάζει το κακόν ράψιμον. Η κακλή συμπεριφορά σκεπάζει τα ελαττώματα
Το πίτερον έφαεν το σιμιδάλιν
(1940)
Καθ' ας περιπτώσεις παρά πάσαν ελπίδα, πτωχός επιβάλλεται του πλουσίου
Ψουμίν νάση το Μοναστήριν, τζαΙ καλόηρους πολλούς
(1940)
Άρκεί να υπάρχη λουφές δια να προσρεζωσιν οι επιτήδειοι
Με τον τζαιρόν γίνεται η αουρίδα χαλβάς
(1940)
Ερμηνεία: Πρέπει να είμεθα υπομονητικοί
Είσαι τζείνη που το κουμνίν
(1940)
Κουμνίν ή πιθάριν. Λέγεται επί των πτωχών αλλά και μεγαλομανών συγχρόνως