Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 340
Αμ' αστραφτ' η σκοτεινή εν ούλον νερά
(1940)
Σκοτεινή τοποθεσία προς Α του Φτέρυχα (Κερηνείας)
Απού πεινά τζ' εν τρώει, τζαί θέλει ν' αρκοντήνη, εν να πεθάνη άζηππα, τζ' η πείνα εν να του μείνη
(1940)
Επί όσων στερούνται και των ουσιωδεστέρων χάρις κακώς εννοουμένης οικονομίας
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας
(1948)
Πείνα 111
Όποιος βλέπεται βλέπειτον κι ο Θεός
(1943)
Δηλαδή όποιος προσέχει τον προσέχει κι ο Θεός.
Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
(1940)
Την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των τέκνων έχει η μήτηρ
Άρρωστη τζ' αγκαστρωμέν να πω του κάττου ππίσσι?
(1940)
Επί οκνηρών. Οκνηρά σύζυγος εγκυμονούσα, το σηκότι που έφερε ο άντρας της εκρέμασε εκεί πλησίον της. Όταν ούτος έμαθε τι απέγινε και ηρώτησε γιατί αφήκε τον γάτον να φάη το σηκότι, ήκουσε το ως ανωτέρω
Τάσπρα ξυπνούν τον άνθρωπον, τζαι το ψουμίν τοδδύλλον, τζαί το κριθθράριν τάλογον, τζαί το πουττίν τοβ βίλλον
(1940)
Διά πρόθυμον και δραστήριον δράσιν πρέπει να υπάρχει το κίνητρον
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, αμ' αγοράση τζαί σαρκάν, εθ θα μας συνυχάνει
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά μήτε το μούλκιμ πάντα
(1940)
Μούλκι, κτηματολογικώς, σημαίνει πλήρη ιδιοκτησίαν ως η οικία, δένδρον, διατιθεμένην κατά βούλησιν εν το χωράφι είναι αραζή, εφ' ου άνευ κρατικής αδείας είναι αδύνατον να ανεγερθή οικία
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά, μηδέ τ' οφφίτζι πάντα
(1940)
Λόγοι παρηγορίας δι' ατυχούντας αλλά και υπομνήσεως ότι ουδέν είναι σταθερόν ή διαρκές εις τον βίον
Άρκος τζαί πελλός, κατά που τους δόξει
(1940)
Ιδιότροποι και εκκεντρικοί προβαίνουσιν εις πράξεις ασυνήθεις
Έδ διά τ' αντζέλου του νερόν
(1940)
Επί των άκρως φιλαργύρων, οι οποίοι και εαυτούς στερούσι πολλών εκ φιλαργυρίας. Άγγελος είναι ο προστάτης μας άγγελος, κατ' ακολουθίαν ο εαυτός μας
Ο Θεός αρφανά κάμνει, τζαι κακορίζικα εγ κάμνει
(1940)
Το θείον θεραπεύει το αναπόφευκτον κακόν, ελεών άλλως τον θιγόμενον
Γιατί είμαι ξένος τζ' ορφανός, τζαι εμ με αγαπούσιν ούλλα τα ποβαρέματα πάνω μου ποβαρούσιν
(1940)
Δι' όσους επειδή στερούνται προστάτου υφίστανται δοκιμασίας
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Πού τον τζύρην αρφανιάν, τα παιδκιά μεσ' στηγ γωνιάν. Πού τημ μάναν αρφανιάν, τα παιδκιά στηγ γειτονιάν
(1940)
Η μητέρα συμμαζεύει τα τέκνα της ενώ ο πατέρας όχι λόγω ασχολειών του
Αντάν αστράφτει τζαί βροντά να μέφ φοάσαι, αντάχ χωρίζει μια ψυσή που την άλλην να φοβάσαι
(1940)
Λέγεται ιδία επι τοκετού
Άσταψεν ο Βασιλειάτης, τζ' εμουγκάρισεν ο σοίρος έσει νερά
(1940)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Άσσημμ πράμαν, (τζαί) καλήμ πούλησιν
(1940)
Αντίδοτον δοθέντος κακού δίδεται η εύνοια της τύχης
Αμ αστράψει ο Λιμνίτης, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Ασσημοφόρα, τζαί μέρ ριάς
(1940)
Προτιμώτερα τα ευτελή ενδύματα προφυλακτικά του ψύχους παρά τοιαύτα επιδείξεως, αλλ' επικίνδυνα δια την υγείαν μας. Προτιμητέον το ωφέλιμον αντί του ευχαρίστου
Παρά νάσης άρρωστον, κάλλιον να κόβκης πέτραν
(1940)
Αγωνιώμεν δια την απόληξιν της νόσου, και διότι προσφιλής μας ύπαρξις πάσχει
Το παννίν το άσσημον, της νεφανταρκάς μεινίσκει
(1940)
Ύβρεις προς ανώτερον υποψίας μένουσιν εις βάρος του υβρισκού, όπως το ελαττωματικόν ύφασμα
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1940)
Το γάλα και η σούππα η μονόχογλη, με ρύζιν και νερόν αποτελούσι την κυριωτέραν εν Κύπρω τροφήν δια τους ασθενείς. Τοιαύτην δίαιταν εννοείται ότι γλήγορα βαρύνεται ο ασθενεής
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν
Η αρρώσκεια τζ' η φτώσεια εν το σειρότερον κακόν
(1940)
Η ασθένεια είναι μεγάλον κακόν για τους απόρους, διότι απαιτεί δαπάνην δια καλήν διατροφήν και θεραπείαν
Κατύση του αρφανού τζει πόν νάναι
(1940)
Όσον καλά και αν ζη, δεν ευρίσκει την αγάπην και την φροντίδα των γονέων του
Αρκοντικά πορεύκουνται τζαί σσύλλικα τζοιμούνται
(1940)
Επί πτωχών που διά να επιδειχθώσιν υφίστανται στερήσεις ουσιώδεις
Οι αρκόντοι πάσ' τηδ δεκάραν κάβκουνται
(1940)
Ο πλούσιος, αποβάς φιλάργυρος, φθάνει εις τα άκρα
Άρκοντας τζαί πελλός έν ένα
(1940)
Και ο μέν και ο δε, μη έχων κανενός την ανάγκην περιφρονεί και αψηφεί τους πάντας
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)
Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, τζ' αγ κάμη φκυάριν τζαί σαρκάν, τζαί ποιός του συντυχχάνει
(1940)
Αν δε' ευτελέστατα πράγματα γίνεται θόρυβος τι θα συνέβαινε δια σοβαρά; Βρου(φουρ)κάλιν, δεσμίς χ΄ρτου χωρίς σκουπόξυλον, σαρκά δε σάρωθρον από μαζιά, με σκουπομάνικο
Ο άρκος έφαεν τζ έβρασεν, ο φτωχός έφαεν τζ' ερίασεν, άρκος εποταξάρωσεν τζ' ο φτωχός έβρασεν
Ερμηνεία: Ο πλούσιος φαγών τα πολυποίκιλα φαγητά και πιών οινοπνευματώδες και άλλα θερμαντικά ποτά, εθερμάνθη. Ο πτωχός όμως φαγών το λιτόν φαγητόν του και μη πιών άλλο ειμήν ύδωρ μόνον, εκρύωσεν, αλλά κατόπιν που ήρχισε ...
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Άρκος έφαν τζ' έβρασε, τζ' ο φτωχός ερίασε ο άρκοντας επέθανε, τζ' ο φτωχός εγλύτωσε
(1940)
Υπερσιτιζόμενος ο πλούισος ακολουθών την όρεξιν του και όχι την διαιτητικήν παραβλάπτει την υγείαν του, διακινδυνεύων και την ζωήν του ενώ ο πτωχός τρώγων ό,τι έχει δεν απειλείται από τας εκ του υπερσιτισμού νόσους
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Αμ μεν ι-σφίξεις το τζερίμ, μέλιν εβ βκαίννει
(1940)
Όπως η κηρήθρα αποδίδει το μέλι μόνον όταν συμπιεσθεί, ούτω και ο φιλάργυρος δίδει χρήματα μόνον όταν βιασθή.
"Εταιρκάσαν τα σκουφκιά τους." "Εταιριάξαν τα φέσια τους."
(1954)
Επί συμφωνίας χαρακτήρων.
Κόchινα νέφη: μαύρα νερά
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κούρεψε τ' αυκόν να πιάσης το μαλλίν
Ερμηνεία: Επί πτωχών
Εν να πηδκιαυλίσης
(1920)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Μάρτης γτάρτης τζιαί παλλουκοκάφτης
(1945)
Ερμηνεία: Ο καιρός είναι συνήθως τον Μάρτη υπερβολικά ψυχρός
Όπκοιος ιδκιάζεται, μεινίσκει μεσόστρατα
(1940)
Ο βιαζόμενος δύναται να κτυπήση, να λησμονήση κάτι τό απαραίτητον, καί να αργοπορήση. Και μεταφορικώς
Δκυό jαμπαζήες, πάνω σ' ένασ jhοινίν έχ χορεύγκουν
(1930)
Επί απαταιώνων, αγύρτων ή πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι δύναται να καταλήξουν εις συμφωνίαν, διότι δεν δύνανται ν' απατήσουν ο εις τον άλλον'. Τζιαμπαζήδες = μεσίται προς διαπραγμάτευσιν αγοραπωλησίας ζώων'
Όπκοιος ιδκιάζεται νά σέση μονομιάς σέζει δκυό φορές
(1940)
Ο βιαζόμενος δέν αποτελειώνει ό,τι ανέλαβε ή τό τελειώνει ελαττωματικώς
Εκάλλει τηγ κουφήμ που την τρύπαν
(1940)
Ερμηνεία: Επί των δυναμένων να πείθωσιν ευκόλως
Όμορφομ μωρόσ στησ σούσαν, άνοστοσ στηγ γειτονιάν
(1931)
Όμορφο μωρό στην κούνια, άσκημο στη γειτονιά
Εκδιάλεξετ (τ) εποδκιάλεξετ (τ)αι πάλε έπκιασεν το σειρόττερον
(1930)
Ποδκιαλέω = εκλέγω εκ των υπολειμμάτων μετά προηγουμένων εκλογήν, επανεκλέγω
Κόchινα νέφη: μαύρη πείνα
(1945)
Κόκκινα νέφη στον ορίζοντα κατά τα δειλινά προμηνύουν καιρόν μη βροχερόν και κατά συνέπειαν ανομβρίαν και πείνα
Απού τσικνίθα βκαίνει βασιλιτσιά, τζ' από βασιλιτσιάν τσικνίθα
(1940)
Από γονείς αξιολόγους γεννώνται πολλάκις ανάξια τέκνα και τανάπαλιν
Πού πάντα πολλά βιάζεται γλήορα πεθανίσκει
(1940)
Ο συνήθως πολύ βιαστικός, είναι ευαίσθητος καί νευρικός, ώς εκ τούτου καί μάλλον βραχύβιος
Χωρίζει το νύσιμ που το κριάς;
(1931)
Για δυο που 'ναι πολύ στενοί συγγενείς η που 'ναι στενά συνδεμένοι
Γέλα του Νικόλα, να περάσης τολ λιμνιώνα
(1931)
Άμα έχεις δηλαδή να βγάλης κάτι από κάποιο, κάνε του τον φίλο κι άμα το βγάλης, τότε του δείχνεσαι
Δούλευκε σαν τομ μαύρου τζοαί τρώε σαν αφένdης
(1931)
Εργάζου σκληρά, για να τρώς καλά
Αρκή ροσhής ο άνεμος τζιαί του θανάτου πρήσμαν
(1945)
Της βροχής προηγείται συνήθως άνεμος και του θανάτου το πρήξιμο
Παρακάλε το μάλιν της γεναίκας σου νά ΄γ γυαλλικά
(1948)
Ερμηνεία : Θέλουν να δηλώσουν πως η γυναίκα άμα σου δώση προίκα θα σου το χτυπάει κάθε στιγμή· γι΄ αυτό θα ΄ναι προτιμότερο να ΄ναι γυαλικά, που σπάνε και τελειώνει το ζήτημα
Της νύχτας τες δουλειές είεν τες η μέρα τζ' ενηέλασέν της
(1931)
Της νύχτας τες δουλειές τες είδ' η μέρα κ' ειρωνεύτη
Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι
(1958)
Αυτό θέλει να μας πη ότι τον Δεκέμβρη δεν μπορούμε να τραγουδήσωμεν και να γλεντήσωμεν, αλλά κλειστοί στα σπίτια μας λόγω του χειμώνος μας μένουν τα παραμύθια για να περνούμεν ευχάριστα τις χειμωνιάτικες μέρες
Απόν ημπόρει να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1954)
Κείνος που δεν μπορεί να δείρη το γάϊδαρο, δέρνει το σαμάρι
Έδει μιαβ βίδαμ ποβίδωτην
(1940)
Όπως η μηχανή, όταν δεν είναι εν τάξει, εργάζεται ελαττωματικώς, και ο μη ισορροπημένος, θα έχη κάποιαν βλάβην εις το μυαλό. Λέγεται και “Έσφιξεν τον η βίδα”
Όπκοιος ιδκιάζεται κάμνει τά παιδκιά του στραβά
(1940)
Η μεγάλη βία συνεπάγουσα κακήν εκτέλεσιν, είναι αφορμή αποτυχίας
Βάρ' του καθενού την τσαέραμ που του πρέπει
(1940)
Να συμπεριφερόμεθα αναλόγως της θέσεως και αξίας εκάστου
Γλέπου, να σε γλέπη τζι ο Θεός
(1931)
Δηλαδή φυλάγου, να σε φυλάγη κι ο Θεός
Μέβ βάλης ούλλα σου ταβκά στο ίδιον καλάθιν
(1940)
Τα αυγά ως εύθραυστα, ευκόλως σπάζουσι.Επίσης τα χρήματα μας εις μιαν επιχείρησιν τοποθετημένα δύνανται να χαθώσιν όλα όχι όμως και όταν είναι καταμερισμένα.
Λαλείς του, βάφτισ' το μωρόν, τζαί πνί(γ)ει το
(1940)
Επί όσων είναι υπερβολικοί
Εγώ αλλού τζι' άλλ' έσσω μου
(1931)
Εγώ στο σπίτι αλλονών κι άλλοι στο σπίτι το δικό μου. Άμα πρόκειται για κανένα σπίτι, που ο άντρας είναι μ' άλλες έξω κι η γυναίκα ή οι κόρες του δέχονται τους φίλους τους σπίτι
Γλήορη και καματερή το Σάββατον το δείλις
(1943)
Περί της οκνηρίας οικοκυράς, η οποία αφίνει όλες της δουλειές την τελευταίαν ώρα
Η αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει τζ΄άις Σάββας σαβανώνει, τζ΄άις Νικόλας παραχώνει
(1940)
Τα “Νικολοβάρβαρα” (4-6 Δεκεμβρίου) η χιών καλύπτει ως σάβανον την γην και η κακοκαιρία με την ψύχραν ευνοούσι τας ασθενείας εξ ων ο θάνατος
Ο θεός ειξέρει το τζ' εγιώνdαν να το κρύψω;
(1931)
Ο θεός γνωρίζει το κι εγώ γιατί το κρύβω; Δεν πρέπει λοιπόν να κρύβουμε κάτι μιά και το ξέρει ο θεός
Είδες του σκύλλου το μαλλίν να γίνεται μετάξι; είδες και του αγριόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Άμα φυσούν το καλοτζιαίριν λιβαςhιές, έρκεται ο γρόνος καλός
(1945)
Αν το καλοκαίρι φυσά λίβας, η χρονιά προβλέπεται καλή
Ο Θεός μακροτζαιρά τζαί δικαιοπκιορώννει
(1931)
Δηλαδή ο Θεός σου δίνει αρκετό χρόνο, για να μετανοήσης, αλλά στο τέλος σ' ανταμείβει ανάλογα με την πράξη σου
Τόρα που εγεράσαμεν, εβάλαμ μας φώκος στογ κώλον
(1940)
Επί αναθέσεως εργασιών υπέρ δύναμιν, και εις εποχήν δύσκολο δια την διεκπεραίωσιν των
Αμ μέδ δολώσης εμ πκιάννεις
(1931)
Αν δεν υποχωρήσης σε λίγα ή αν δεν προσποιηθής τον φίλο, δεν θα καταφέρης έναν άνθρωπον εκεί που θες
Άμα φυσούν καλοτζιαίριν βορκάες έρχεται ο τζιαιρός παττάλικος ή εν νάρτη αστοσhά
(1945)
Αν κατά το καλοκαίρι φυσούν Βόρειοι άνεμοι, η πρόβλεψη είναι πως η χρονιά θα είναι άσχημη
Είες του σσιύλλου το μαλλίν να γένεται μετάξιν; είες τζιαί του αρκόλυκου η γνώμη του ν' αλλάξη;
(1954)
Ερμηνεία: Η πονηρά φύσις των ανθρώπων δυσκόλως μεταβάλεται
Με τοδ δικός σου φαε πκιέ, τζι αλισιβερίσιμ μεγ κάμης
(1931)
Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς
Αστακός και το πιπόνιν και γαμπρός πολλούς κομπώνει
(1943)
Δε μπορείς να εννοήσης τον χαρακτήρα του γαμπρού όπως και το πεπόνι και τον αστακόν
Άμα τρεχτουν πρώμα οι κουέλλες ο γρόνος εν όψιμος
(1945)
Πρώϊμος οίστρος στα πρόβατα χρονιά όψιμη