Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4501-4600 από 5068
Μέλιν νάση το κουμνίν, τζαί μέλισσες πολλές
(1940)
Όταν έχομεν άφθονα χρήματα, πολλοί θα προθυμοποιηθώσι να μας εξυπηρετήσωσι ή να μετάσχωσι των αγαθών μας
Ας έχω προσφάειν, τζ΄ ας μέν έχω σκουτέλιν
(1940)
Απαραίτητον είναι μόνον η εξασφάλισις του επιούσιου άρτου
Όσην ώραν έχει ο νούρος του φόραδου άλλην τόσην ησυχίαν έχουμεν αμάνταν τζ' εμείς για πάντα
(1940)
Διά της ουράς το άλογον εκδίωκει τας μυίας. Δι' όσους μαστίζουσι συνεχείς συμφοραί
Αφ' φά σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα εν ι-ξημαρίζει
(1940)
Ο εντίμος δεν ατιμάζεται δυσφημούμενος από ανθπόληπτον υμβριστήν
Που μπαίν' ο ήλιος, γιατρός εμ μπαίνει
(1940)
Μικροβιοκτόνος εξυγιαίνει την ατμόσφαιραν χαρίζων υγείαν
Θάψε με τζαί να σου χάψω
(1940)
Έκαστον είδος καλλιεργείας, χρειάζεται και ίδιον τρόπον περιποιήσεως
Κούρεψε ταβκόν, τζαί πκιάσ' το μαλλίν του
(1940)
Το αυγόν είναι λείον μη έχον τίποτε εις την επιφάνειαν του δια να το ξυρίσωμεν και να το καρπωθώμεν.Λέγεται επί των αναξιοχρέων οφειλετών, αφ' ων ουδέν θα δυνηθώμεν να λάβωμεν, ως και επί αγόνων επιχειρήσεων που δεν μέλλουσι ...
Εμ που το ψηλόγ γαίμαν, τζαί που το βρωμισμένος σόϊν
(1940)
Ειρωνικώς δια παρεισάκτους κακής καταγωγής και ανατροφής που επιτηδεύονται τον αριστοκράτην
Ο θυμιατός τα ποκαθαρίζει
(1940)
Εφόσον είναι ασταθής της τύχης η εύνοια την ευτυχίαν της σήμερον δύναται να διαδεχθή η δυστυχία
Παρά παπούτσιμ που τηβ Βενεδκιάν, τζαί ναν 'μαρτζελλωμένον, κάλλιομ που τηγ γειτονιάν, τζαί ναν 'κομμαδκιασμένον
(1940)
Ο αλλοδαπός είναι άγνωστος. Ο εντόπιος είναι γνωστός αυτός και τα προτερήματα ή τα ελαττώματά του
Π' ακούεις με(γ)άλον τρύγος, έπαιρνεν μικρόν καλάθι
(1940)
Μικρόν ή μιτσόν
Όπκοιος εν ακούει ταιρκάζει τα
(1940)
Δι' όσους εξ απροσεξίας ακούουσιν άλλ' αντ' άλλων
Έθ θα σε κάμω καβάτζιν
(1940)
Δεν θα παραχαϊδευθής, ώστε να γίνης υπερήφανος και τεντωμένος σαν λεύκη
Ούλλοι να βλαστημούν, τζ'εσού να λαλής Κύριε Ελέησον
(1940)
Να μήν είμεθα βλάσφημοι, αλλά να εγκαρτερούμεν
Γιατρού μαμμούς τζαι ράφτενας μεμ πής τηγ γνώμησ σου
(1940)
Να μη επηρεάζομεν τους ειδικούς, φέροντας ευθύνην
Η βέργα η ξημαρισμένη, όποθεν τημ πιάσης ξημαρίζεις
(1940)
Όπως και αν φερθώμεν προς ανθρώπους με ελαττώματα πάντοτε ζημιωμένοι θα είμεθα
Ξέρει τζ΄ η μάνα του να κάμνη πίττες, αμμ΄ αλεύρι έν έσει
(1940)
Επί ικανών στερουμένων όμως μέσων
Εκατέβημ που τογ γάδαρον ξηνόστραφα
(1940)
Οι επ' αυτοφόρω συλλαμβανόμενοι ούτω ετιμωρούντο. Δι όσους απέβησαν ο περίγελως του κόσμου
Ο νήλιος του Γεννάρι, το ρούχον τ' άσπρον τζ' ο κώλος της πουτάνας, τόσην ώραβ βαστά παστρικός
(1940)
Λέγεται επί όσων δεν ημπορούμεν να έχωμεν εμπιστοσύνην
Τά πισυνά καμώματα έν τής γειτόνισσας, τζαί τά μπροστινά έν τής παπαδκιάς μου
(1940)
Τά σφάλματα καί ελαττώματά μας δέν προσέχομεν, λαμβάνομεν όμως υπ' όψιν τά τών άλλων
Του Γεννάρ' η 'μέρα, της πουτάνας οι όρκοι τζαί του ππούστη τα λόγια, μεν τα πιστεύκεις
(1940)
Διίτι αυτοί δεν έχουσιν αίσθημα τιμής
Αν ήταγ καλ η πομισιαρκά, εκάμναν τζαί τες γεναίτζες
(1940)
Ο συνεταιρισμός, έχων τα καλά του, δεν είναι φρόνιμον να εφαρμόζεται παντού
Το Πο(γ)ύριν έναμ μίλιν, τζαι το συντόμιδ δκυό
(1940)
Επί δρόμου ομαλού βαίνομεν ταχύτερον παρά επί ανωμάλου, έστω και βραχυτέρου
Η πολλή βροχή γυρίζει κουντούρα
(1940)
Η πολυομβρία παραβλάπτει την σποράν και συμβάλλει εις ανάπτυξιν της κουντούρας (αίρας)
Αντάθ θωρείς δκυό τζαίτρώμ πού το βιόσ σου, τρώε τζ' εσού με τα δκυό σου
(1940)
Λέγεται συνήθως εις φαγοπότι ίνα και οι φιλοξενούντες τρώγουσι και πίνουσιν όπως οι άλλοι
Όπου τζ' αν ποταυριστώ, τρώει μου τα η δρακούντα
(1940)
Επί όσων ατυχούσιν εις τας επιχειρήσεις των από την κακήν του τύχην
Έξη αππάρους, τράντα ριάλια
(1940)
Δι' ό,τι κρίνομεν ανάξιον λόγου
Η γενεά πατά βασίλειον
(1940)
Ευγενής συνήθως είναι ο εξ ευϋπολήπτου οικογενείας
Εν επήρεν ο άνεμος τ' αγκάλια
(1940)
Τα αγκάλια (αγκάλη, η) αι άδετοι δέσμαι στάχυος, εαν σκορπισθούν και απωλεσθούν είναι αισθητή ζημία. Δι' όσους σπεύδουσι να αποπερατώσωσε τας υποθέσεις των άνευ ανάγκης
Αρκή βροσής άνεμος, τζαί του θανάτου πρίσμαν
(1940)
Της βροχής συχνά προηγείται άνεμος και του θανάτου οίδημα των άκρων εκ κακής κυκλοφορίας. Καιρικαί παρατηρήσεις
Ανέμους κουαρκάζει
(1940)
Ειρωνικώς δι' όσους δεν παχαίνουσι ή δεν σημειώνουσιν ουσιώδη κέρδη
Άψε, σβύσε
(1940)
Να δαπανηθή όσος χρόνος απαιτείται να άψη και να σβύση το φώς. Προτροπή για τάχιστην ενέργειαν
Είπεν αψιού, τζ' εβκαλέν τον
(1940)
Ερμηνεία: Μετά μικράν εισπνοήν, κατά το πτάρνισμα, ακολουθεί θορυβώδης εκπνοή. Με ταύτην τα ψυχικά μας χαρίσματα ή ελαττώματα μεταδίδονται τρόπον τινά εις άλλον. Επί ομοιότητος χαρακτήρος
Αγκρίστιτζεν η καλή μου, να πά να τημ μερώσω ένα κοφίζιγ κότσιτους να της παρασενώσω
(1940)
Καλή είναι η σύζυγος, η αγαπημένη όπως κάλος είναι ο σύζυγος, μνηστήρ ή ερωμένος
Αγκρίστην ο λα(γ)ός με το όρος
(1940)
Ή βουνόν
Το χαλινάριν της γλώσσας του εκόψαν το με το ψαλλίδιν
(1940)
Εσυνηθίζετο με το νύχι ή το ψαλίδι να κόβουν, άμα τη γεννήσει, το “χαλινάριν” της γλώσσας του βρέφους δια να ομιλήση γλήγορα και να κόνκει σαν ψαλλίδι η γλώσσα του
Λάθος γιατρού, θέλημαθ Θεού
(1940)
Συμβαίνει πολλάκις ο θάνατος ασθενούς να αποδίδεται εσφαλμένως εις λάθος του ιατρού. Τρόπος παρηγοριάς και συγκαλήψεως του ιατρού, δια τον οποίον ισχύει το αρχαίον ρητόν: “Κτείνειν μεν, θνήσκειν δ' ου”
Γλύφ' η κάττα το ριννίν
(1940)
Μια γάτα έγλυφεν το ρινίν εις το οποίον υπήρχε μίλλα. Σαν ετελείωσεν η μίλλα η γάτα έγλυφε αλλά το αίμα της που έτρεχε από την γλώσσαν της. Δι όσους αισθάνονται ηδονήν δια κάτι το οποίον όμως γίνεται εις βάρος των
Η γλώσσα κόκκαλα εν έσει τζαι κόκκαλα τσακίζει
(1940)
Ιδίως όταν δικαίως μεμφόμεθα αλλά και όταν κακολογώμεν
Δουλεύκει σαν τοσ σσύλλον τζαί τρώει σαν τον αφέντην
(1940)
Εργάζεται μεν σκληρά, τρέφεται όμως καλώς
Απόζ ζυμώση Σάββατον, κατζήδ Δευτέραν έσει
(1940)
Παλαιότερον εσυνηθίζετο κάθε Σάββατον να παρασκευάζονται τα δια μιαν εβδομάδα απαιτούμενα ψουμιά. Συνεπώς όστις δεν εζύμωνε το Σάββατον δεν είχε την Δευτέραν, διότι δεν υπήρχον ως σήμερον φούρνοι. Μεταφορικώς δια τας ...
Ένα τάσει τα βρεμμένα, ίσια με τα μουσεμένα
(1940)
Εσφαλμένως, νομίζομεν, λέγεται διότι και τα μεν και τα δε είναι διάβροχα, συνεπώς δεν διαφέρουσι
Όντας είχα εν είχα. Τόρα πόχω, εν έχω
(1940)
Όταν είχα χρήματα δεν είχα μυαλά να τα διατηρήσω. Τόρα που έχω νουν δεν έχω χρήματα
Αντάθ θωρείς τοθ θκειόσ σου με τηθ θκειάσ σου, τσούλλωνε τζ' εσού τ' αφκιά σου
(1940)
Όταν οι αφ' ων εξαρτώμεθα συμφωνούσιν, να μη ελπίζομεν ευκολίας εικών εκ των ζώων που νοιώθοντα κίνδυνον κατεβάζουν τ' αφτά τους
Που το στόμα σου τζ' είς του Θεού τ' αφτίν
(1940)
Ο λεχθείς λόγος να ακουσθή από τον Θεόν δια να πραγματωθή
Ο Θεός έχ χαλά δκυό σπίδκια. Ένα τζαί καλά
(1940)
Όπου κακοί εκεί και του Θεού η οργή
Ψαρεύκει στα θολά νερά
(1940)
Επί όσων επωφελούνται ανωμαλιών προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων των
Θολώνει τα νερά
(1940)
Επί όσων διά τους σκοπούς των συσκοτίζουσι τα πράγματα
Ακούσαμεν τούτον ν' ακούσουμεν τζ' άλλον
(1940)
Εξονυχιστική έρευνα είναι αποδοτική δικαιοσύνης
Τα Νικολοβάρβαρα τζ' οι τοίχοι τρέμουν
(1940)
Κατά τον Δεκέμβριον ο χειμών ευρίσκεται εις πλήρη ακμήν
Τον ένα αντράπου τον, τον άλλον φοήθου τον, με τον άντρα μας παιδίν εν εκάμαμεν
(1940)
Παράλογος καλωσύνη και έλλειψις θελήσεως, οδηγεί εις συμφοράν, υλικήν ή ηθικήν
Ο άντρας κάμνει τηγ γεναίκαν εικόνα,τζ' ο άντρας τηγ κάμνει χώμα
(1940)
Χρηστή σύζυγος κακής τυγχάνουσα μεταχειρήσεως και κακής χειραγωγουμένη δύναται και αναλόγης να απολήξη
Απού τες σέλλες σάματα, τζ' απού τα σάματα χαμαί
(1940)
Από την σέλλαν αλόγου ή το σαμάρι γαϊδάρου κατελήξαμεν να καθήμεθα χαμαί. Επί όσων περιέρχονται εις ένδειαν και ανυποληψίαν
Επήεν εις την βρύσην τζ' ήρτεν άποτος
(1940)
Δι όσους προσεπάθησαν να φθάσωσιν εις τέρμα χωρίς όμως και να επιτύχωσι
Από τολ λάκκον εις τογ κρεμμόν
(1940)
Από την Σκύλλα εις την Χάρυβδιν
Που το φύλλιν ως το ριζίν
(1940)
Όπου δώσης του κκέλη, γαίμαν εν να βκάλη
(1940)
Λέγεται δι άτομα που βρίθουσιν ελαττωμάτων
Όσοθ θέλεις παίδκηο δούλευκε, τζ' όσα θέλει ο Θεός πέμπει σου
(1940)
Η εργασία οφείλει να αφήνη και κέρδος. Η απόδοσις όμως εξαρτάται από του Θεού την ευλογίαν
Μηρ ρέξη λιός τζαί ντζίση του τζ' αέρας τζαί φυσήση του
(1940)
Επί των λλοστόργων, και μεταφορικών δια τους ευθίκτους
Λαλεί του νήλιου σβύσ' εσύ νάτζω 'γιώ
(1940)
Επί των εχόντων έκτακτον αξίαν και ίδια επό γυναικών με ακτινοβολούσαν ωραιότητα και ειρωνικώς
Καθένας τα κάρβουνα μπροστά του τα τραβά
(1940)
Ο καθένας φροντίζει δια το συμφέρον του
Εσού τα λέεις, τζ' εσού τ' ακούεις
(1940)
Επί των ομιλούντων χαμηλοφώνης είτε και δια λέγοντας εις ώτα μη ακουόντων
Σήκου εσού, να κάτσω εγιώ
(1940)
Επί των υπερβολικών και μέχρις αναιδείας απαιτητικών
Ο καθένας όσσω του εξουσιάζει
(1940)
Ερμηνεία: Ο καθένας είναι κύριος των του οίκου του
Η άδικη πέτρα τρώει το δίκαιοβ βουνόν
(1940)
Ο κακός δεν βλάπτει τον εαυτόν του μόνον αλλά αδικεί και, ζημιοί και τους περί αυτόν αγαθούς και δικαίους. Εξ αιτίας ενός αθλίου ατόμου μένουσι ανυπόληπτοι και οι μετ' αυτού συνδεόμενοι αγαθοί συγγενείς του και άξιοι πάσης ...
Έξω σούσμαν το μανίτζιν, τζ' έσσω αναγερμόν το σπίτιν
(1940)
Ερμηνεία: Διά τους πτωχαλαζόνας, οι οποίοι αγαπούσιν την επίδειξιν
Ήρτεν ένας, ήρταν δκυό, ήρτεν τζ΄ο Κουκουλιανός
(1940)
Ερμηνεία: Όταν νυστάζομεν χασμώμεθα, εως ότου κατακλιθώμεν και κουκουλωθώμεν
Έσσω μου, τζ΄έξω μου, τζ΄εις τα παναϋρκα μου
(1940)
Ερμηνεία: Ό,τι έχομεν είναι δι΄όλας τας ανάγκας μας. Επί αχρηματία
Ο καθένας έσσω του μπέης αξίζει
(1940)
Ερμηνεία: Ο καθένας είναι κύριος να πράξη ότι θέλη εις το σπίτι του. Έσω = σπίτι
Έσσω μας τζαί πουζαρόνα
(1940)
Ερμηνεία: Επί των άκρως απαιτητικών. Πουζαρόνα, ενόχλησις
Απούταν πρώτα μάειρος τζ' ύστερα γίνηγ Γούμενος οσάξερεν ο μάειρος έξερεν τα τζ' ο Γούμενος
(1940)
Δι' όσους, πολυπαθής κατά τον βίον των δεν εξαπατώνται ευκόλως
Απλώσαμεν τα ρούχα μας στον ίδιον ήλιον
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς. Δεν είναι τα επουσιώδη που συνδέουσι και υποχρεούσι
Τα ζωντανά 'κονομιούνται
(1940)
Η υγεία και η ζωή είναι το πολυτιμότερον αγαθόν. Κάθε κακόν, πλην του θανάτου, δύναται να τύχη θεραπείας
Ο Θεός μαχροημερά, μα δικαιοπκερώνει
(1940)
Ο Θεός μακροθυμών παρέχει τον καιρόν προς μετάνοιαν
Όποιος κρατεί τοθ Θεόν, έχ χάννει
(1940)
Ο πιστεύων και ελπίζων σώζεται
Ο Θεός εν έν Αρβανίτης
(1940)
Επί των κακών, τους οποίους πλήττει ατύχημα ως θεία δίκη
Τραυά τον το γαίμα
(1940)
Λέγεται α) Επί στενής συγγενείας ατόμων αγνοούντων άλληλα ως και τους δεσμούς συγγενείας των ελκομένων όμως ζωηρώς μετά τυχαίαν συνάντησιν. β) Επί δολοφόνων, τους οποίους το αίμα του θύματος των ωθεί να προδοθώσι και να ...
Πρόσωπον που εθ θωρκιέται γλήορα πολησμονιέται
(1940)
Η συχνή αναστροφή συνδέει στενότερον
Θυμός του χωρκάτη, ζημιά του πουντζιού του
(1940)
Η οργή συσκοτίζουσα την διάνοιαν, προάγει εις πράξεις επιζημίους
Θώρε με να σε θωρώ, να περνούμεν τον τζαιρόν
(1940)
Λέγεται επί των οκνηρών και αμελώς εργαζομένων