Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4301-4400 από 5068
Εν τζ' εφ φαρράς του Γεράσιμου
(1940)
Αρχικώς τοπική της Αμμοχώστου. Φαίνεται ότι τον φαρράν κάποιου Γεράσιμου σνήθιζον όλοι, χωρίς την άδειάν του, να δίδωσι εις τα ζώα των. Λέγεται δι όσους οικειοποιούνται ασυστόλως ξένην περιουσίαν
Αντάγ γεράσ' η αλουπού, περιπαίσουν την τζ' οι όρνιθες
(1940)
Όταν κανείς απωλέση την δύναμίν του δι 'ής επεβάλετο δεν είναι σεβαστός ούδ' εις αυτούς τους ασθενεστέρους
Νάμουγ γέρος τόσ σειμώνα τζαί μιτσύμ μωρόν το θέρος
(1940)
Λέγεται επί των εχόντων ανάγκην είτε επιθυμούντων ησυχίαν, περίθλαψιν
Εγέρασεν ο αλουπός τζ' εγίνην παιγνίδιν των όρνιθων
(1940)
Εκείνον που απέβη ανίσχυρος και ανυπόληπτός, ουδείς πλέον φοβείται
Είσαι γέρος τζ' εφ' φελάς μόνον τα ψουμιά χαλάς
(1940)
Ανωφελώς σιτίζεται ανίκανος ών δια καθετί
Αν αγκριστή ο γείτος σου, η ταπατζιά σου να μεναγκριστή
(1940)
Είναι προτιμότερον να ενδιαφερόμεθα δια το δικόν μας ζωτικόν συμφέρον και όχι δια του άλλου. Ταπατζιά είναι είδος μεγάλου δικτυωτού κανίστρου, πλεγμένου με φλοιόν συκαμινέας προς ένθεσιν άρτων ανηρτημένη εις το δωμάτιον
Είδες ρκάν τζ' αππήαν φούρνον; θα εν τζ' η ρκά, δα εν τζ' ο φούρνος
(1940)
Επί τον κομπαζόντων δια δήθεν επιτυχίας των
Πουλεί σε τζ΄αγοράζει σε
(1940)
Είναι έπαινος, εξυμνουμένης της επιτηδειότητος του ενός αλλά και ψόγος δι΄εκείνον προς ον απευθύνεται. Λέγεται προς πονηρούς, αλλά και αγαθούς ευκόλως εξαπατουμένους
Ελύμπισεν η ρκά στα σύκα, τζ' εν να φα τζαί τα συκόφυλλα
(1940)
Δυστυχώς αποβάλλομεν τας έξεις και συνηθειάς μας
Εγλύκανεν η ρκά στα σύκα τζ' έφαν τα τζαί παλ' εζήταν
(1940)
Παλ = η πάντ
Αγρόν ηγόρασε
(1940)
Σπανίως εν χρήσει. Δια τους αναλγήτους εις τας ανάγκας των άλλων, τους επιδεικνύοντας ζήλον και ενδιαφέρον μόνον δια την εξυπηρέτησιν των ιδικών των συμφερόντων
Αντάν εγελάστην η ρκά, ερωμάνισεν
(1940)
Αμμόχ
Εν η ρκά των Κουπέτρων
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο καθένας τα δικά του, τζ' όποιος εν εσ' ας γυρέβκει
(1940)
Να φροντίζομεν κυρίως δια τον εαυτόν μας πρώτον
Απού γυρίζει το χωρκόν, βρίσκει τίποτες τζαί τρω
(1940)
Ο ικανός και δραστήριος κερδίζει πάντοτε τα του βίου
Εγυρίσαμεν το μαουλούτζιν που την άλλην τημ μερκάν
(1940)
Επί δυσαρέσκειας και προσκαίρου αποχής ευνής
Γυρίν γυρίν του φαλκονιού, γυρίν γυρίν της φάσσας
(1940)
Ο καθείς με τη σειράν του
Το σσοινίν του χωρχάτη μονόν έφ φτάννει, τζαί διπλόν περισσεύκει
(1940)
Ο χωρικός αμαθής και άπειρος, υποπίπτει εις λάθη που σοβαρώς ζημιούσιν αυτόν. Λέγεται δια του πείσμονας τον χαρακτήρα
Αντάδ διψά το έσσω σου, έξω νερόμ μέσ σονώννεις
(1940)
Είτε ημείς είτε οι συγγενείς μας δύνανται να έχωσι ανάγκας ώστε να μη επιτρέπεται η σπατάλη
Άδκιαζέ μου την γωνιάν
(1940)
Λέγεται επί ανηλίκων, ενοχλητικών, αλλά και επί ανεπιθυμήτων. Η γωνιά προτιμάται ως πλέον θερμαίνουσα
Το αγώγι ξυπνά τον αμαξάρην
(1940)
Η δουλειά δουλειά, τζαι το φαείφ φαείν
(1940)
Κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται είς την ώραν του και με την δέουσαν προσοχήν
Απόν ειμπορεί να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμα
(1943)
Όποιος δεν δύναται να τιμωρήση τους μεγάλους και ισχυρούς που τον έβλαψαν δέρνει εκείνους που δεν του έφταιξαν
Παίζε του γαδάρου λύραν να χορεύκη βίρα βίρα
(1943)
Επί των ξένων προς την μουσικήν και καλλιτεχνείαν
Μια παδκιά του γέρου αξ'άζει σ'ίλιες του παίδκιου
(1948)
Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλειες του νέου
Το γλήορον τζ'αι το καλόν εμ πάμ μαζίν τα δκυο
(1948)
Ερμηνεία: Η καλή δουλειά δεν γίνεται βιαστικά
Ανdάσ σου διούμ, πκιάννε, τζ' ανdάθ θωρής, μεν ηζητάς
(1948)
Όταν σου δίνουνε, να παίρνης, κι άμα τα βλέπης, μη ζητάς
Με τοδ δικός σου φαε, πκιέ, τζ' αλίσ' βερίσ' μεγ κάμης
(1948)
Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς
Ο Θεός μακροτζ' αιρά τζ΄αι δικαιοπκιορώννει
(1948)
Ο Θεός σου δίνει αρκετό χρόνο, για να μετανοήσης αλλά στο τέλος σ' ανταμείβει ανάλογα με την πράξη σου
Ο Θεός μακροκαιρά και δικαιοπληρώνει
(1948)
Ο Θεός σου δίνει αρκετό χρόνο, για να μετανοήσης αλλά στο τέλος σ' ανταμείβει ανάλογα με την πράξη σου
Γλέπου, να σε γλέπη τζ' ο Θεός
(1948)
Ερμηνεία: Φυλάγου, να σε φυλάγη κι ο Θεός
Απού πονεί πά στογ γιατρόν
(1948)
Ερμηνεία: Κείνος που 'χει ανάγκη πρέπει να φροντίζη
Εν τζ' εφέραμέσ σε που τογ Γαδουράν
(1940)
Θεωρούνται άξεστοι οι κατοικούντες εις το Πελέτρι (Λεμ.) εξ ου και “εντέλεια Πέλεντρος” εις την Πιτσιλλιάν (Λευκ.), την Τηλλυρκάν (Παφ.), Τρούλλους (Λαρν.). Ο Γαδουράς χωρίον της Αμμοχώστου φέρεται ότι απεκλήθη εκ του ότι ...
Οκνιάρης γάδαρος εν πάντα βαριγομαρκάρης
(1940)
Το οκνηρό γαιδούρι είναι πάντοτε βαριφορτωμένο. Εν προκειμένω ισχύει και δια τους ανθρώπους
Με του γαδάρου η σέλλα, με του αππάρου το στρατούριν
(1940)
Καλόν είναι ότι αρμόζει εις έκαστον
Πριν εγυρεύκαμ που γενιάν. Τόρα γυρεύκομ πόσει. Μα πόσει νουν τζαί στόχασιμ, πάλε που γενιάγ γυρεύκει
(1940)
Τα χρήματα είναι επιθυμητά και συμβάλλουσιν εις την ευτυχίαν μας, καλλίτερον όμως εφόδιον είναι το χρηστόν ήθος
Πρώτα ο Χριστός τα γένεια για λόου του τάδειξεν
(1940)
Επί εγωϊστών που έχουσι την αξίωσιν να προτιμώνται των άλλων και να τυγχάνωσιν εξαιρέσεων
Άθθρωπομ που γενεάν, τζαί σσύλλον από μάντραν
(1940)
Αμφότεροι, λόγω μορφώσεως, έχουσι προτερήματα, ελαχίστας δε ελλείψεις
Εγέλασεν τζ' ο Γεννάρις
(1940)
Όταν δεν είναι συννεφώδης ως συνήθως
Αγκρίστιτζεν η γουρουνιά, τζαί πά να τημ μερώσω ένα καφίζιμ πίτερα να την ιξημερώσω
(1940)
Λέγεται χαιδευτικώς επί μικρών παιδίων, αλλά και επί φιλικών ή συγγενικών προσώπων δυηρρεστημένων που είναι υποχρεωμένα να συμφιλιωθώσι το ταχύτερον
Ο Γληόρης εγληόραν τζ' ο Μελέτης εμελέταν τζ' ο Γληόρης του επήρεν του Μελέτη τηγ γεναίκαν
(1940)
Παίγνιον κατά παρονομασίαν προς δήλωσιν ότι ο αποφασιστικός και δραστήριος επιτυγχάνει ασφαλέστερον εκείνου που είναι διστακτικός
Να σσίσης τηγ καρκιάν του γεωρκού εν νάβρης μέσα για φέτη για του τζαιρού
(1940)
Ο γεωργός τρέφεται με την ελπίδα ότι αποτυχών τον ένα χρόνον θα έχη καλήν απόδοσιν τον άλλον
Εγ κακόν αγκάθι
(1940)
Όπως το αγκάθι αγκυλώνει, και πολλάκις μολύνει ώστε να κινδυνεύωμεν ούτω πως και ο κακός ενοχλεί και βλάπτει
Τα γενόμενα δεν απογίνονται
(1940)
Λόγοι παραμυθίας δι αναπόφευκτον συμφοράν
Η γλώσσα εν έσει κουμέρτσιν
(1940)
Λέγεται δια τους επιπολαίους και φλυάρους
Όποιος φυλάει έσει, τζ όποιος γυρέβκει βρίσκει
(1940)
Ο οικονόμος και προνοητικός κατορθώνει να ασφαλίση άνετον μέλλον, και ο φιλόπονος ευρίσκει πόρον ζωής
Άθθρωπος αγράμματος ξύλον απελέτζητον
(1940)
Όπως το ξύλον είναι πλέον ευπαρουσίαστον και έχει περισσότεραν αξίαν όταν λειανθή, ούτωπως και ο άνευ μορφώσεως είναι κατώτερος του εγγραμμάτου έχοντος μείζοντα αξίαν
Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
(1940)
Ειρωνικώς προς νεωτέρους προβάλλοντας με την αξίωσιν ότι είναι περισσότερον έμπειροι
Αντάν έρκουμουμ που τοδ δάσκαλον εσού επήαινες
(1940)
Ερμηνεία: Επί νεωτέρων αξιούντων παντογνωσίαν
Το αγωγιάτικον ξυπνά τον αγωγιάτην
(1940)
Το εξ οιασδήποτε εργασίας κέρδος αποδιώκει την νωθρότητα και καθιστά τον άνθρωπον δραστηριότερον
Απόσει δέντρον έσει σσιός
(1940)
Όπως υπό την σκιάν του δένδρου προφυλαττόμεθα από τον ήλιον και δροσιζόμεθα ούτω και οι έχοντες παραστάτας ευρίσκουσιν υποστήριξιν
Δεντρόμ που λυά εν ι-σπάζει
(1940)
Το δεντρόμ που κλινίσκει, εφ φοάται να σπάση
(1940)
Ο εύκαμπτος και συμβιβαστικός επιτυγχάνει να παραμείνη άθικτος και αβλαβής
Ήρταν τα πράμματα δεξιά
(1940)
Λέγεται όταν τα καθ' ημάς εκτυλίσσονται καλώς
Εν να σε δέρω, τζ' ας εν τζ' η βέρgα μου χλωρή
(1940)
Θέλω να σε δείρω έστω και αν έχω άδικον, είτε και αν είμαι χειρότερος από εσέ
Βρέχεται ο βάτραχος;
(1940)
Ο βάτραχος είναι αμφίβιον ζώον. Ο εν ηθικώ βορβόρω ζων δεν βλάπτεται διαπράττων αξιόμεμπτόν τι ή αναστεφόμενος ανυπολήπτους
Έν να δήσης τηγ κατσέλλαν
(1940)
Έναν ανδρόγυνον οκνηρών εστοιχημάτισεν εκείνος “να δέση την κατσέλλαν” που πρώτος θα ωμιλούσε. Γενομένης ερεύνης εις την οικίαν τους συνεπεία φόνου, λόγω της σιωπής των εις ερωτήσεις της αστυνομίας, συνελήφθη ο σύζυγος. ...
Είναι το δεσμείν και το λύειν
(1940)
Επί κοινωνικώς πανισχύρων
Δός μου στήρ ρίζαν, να σου δώσω στόγ κορμόν
(1940)
Το συχνόν σκάλισμα των κουκιών ασφαλίζει άφθονον καρποφορίαν
Χωρκανός, δικός τζαι φίλος, εν η πούγκα του πλασμάτου, τζαι παρηορκά τζαι ζήση ως την ώραν του θανάτου
(1940)
Τα χρήματα θεραπεύουσι τας ανάγκαις μας εις πάσαν ώραν
Ο γάμος τζαι το τσουκάλι, θέλουβ βκιάσιμ μεγάλην
(1940)
Όπως το φαγητόν πρέπει επικαίρως να παρασκευασθή και ο γάμος δια βίου υποχρέωσις, απαιτεί με σκέψιν, όχι όμως και βραδύτητα, διότι ενδέχεται ο χρόνος να παράσχη αφορμάς ματαιώσεως
Το κόπριν του γαδάρου καρύδκια εγ γίνεται
(1940)
Εκτιμώμεθα και θέσιν καταλαμβάνομεν, ανάλογον προς την αξίαν και ικανότητά μας
Εδ δικά σου τα όρη του Κουτσοβέντη
(1940)
Βραχώδης και άδενδρος οροσειρά παρά την Κυθρέαν
Σήκωνε μιάμ πέτραμ πού το μαλίσ σου, τζ' άς έδ δουλειά δική σου
(1940)
Κάι η ελαχίστη περιποίησις εις κτήμα από τον ιδιοκτήτην είναι ωφέλιμος διότι γίνεται με ενδιαφέρον
Όπου τάβλα τάβλα της, τζ' όπου μονή δική της
(1940)
Επί όσων οικειοποιούνται ανερυθριάστης τα των άλλων
Δκυο αδέρφκια εμαλλώναν τζαί δκυο πελλοί επίστευκαν
(1940)
Είναι δυνατή η μεταξύ αδελφών δυσαρέσκεια, όχι όμως εις τον αυτόν βαθμόν και διάρκειαν, όση δύναται να σημειωθή μεταξύ ξένων. Δια τούτο τρελλός πρέπει να είναι ο αποδίδων πέραν του δέοντος σπουδαιότητα εις την δυσαρέσκειαν αδελφών
Μικρόδ δόλωμα, μεάλομ ψάριμ πκιάννει
(1940)
Επίκαιρος και επιτηφεία ενέργεια μας συμβάλλει εις την εξασφάλησιν μεγάλης επιτυχίας
Αδ δέρ ρίξης δόλομα, ψάριν έμ πιάννεις
(1940)
Η επιτυχία ασφαλίζεται με την προλείανσιν του εδάφους
Είπαν του λαφκιού, γιατ' είσαι πασύ; Γιατί κάμνω τήδ δουλειάμ μου με το σέριμ μου
(1940)
Πρβλ. Μοναχός
Έλα κάτω Φωτεινή, Ούλλοι στήδ δουλειάν τζ' ούλλοι στό φαείν
(1940)
Δικαίωμα επί της τροφής έχουσιν οι συντελούντες είς την απόκτησίν της
Τα ποζαμάδκια έγ για τζείνους πόχουδ δόγκια
(1940)
Την εύνοια της τύχης κατακτώσιν οι ικανοί
Κατύση του πλασμάτου, ποθ θωρεί τήδ δουλειάν με το σέριν του
(1940)
Είναι δυστυχής ο αναμένων τους άλλους να επιμεληθώσι των συμφερόντων του
Πωρνόσ στήδ δουλειάν τζ' ανωρίς στό σπίτιν
(1940)
Ανωρίς ή ανώρας. Βίος τακτικός και ήσυχος και την υγείαν ωφελεί και το υλικόν συμφέρον εξυπηρετεί
Μικρή δουλειά, μεγάλη βοήθεια
(1940)
Διά τους πενομένους και η ελαχίστη των εργασιών, ασφαλίζουσα τον επιούσιον άρτον, είναι μεγάλη βοήθεια, όπως και διά τον πνιγμένον από δουλειάν, ελαχίστη βοήθεια ανακουφίζει
Φαείφ φύλαε, τζαί δουλειάμ μέφ φυλάεις
(1940)
Φύλαε ή φύλαγε, φυλάεις ή φυλάγεις. Η εργασία όταν παραμελείται ούτε αποδοτική είναι ούτε και προοδεύει
Η δουλειά έμ προσευκή
(1940)
Όπως η προσευχή ούτω και η εγασία είναι ευχάριστος εις τον Θεόν
Η δουλειά εν εν αντροπή
(1940)
Διότι δι' αυτής κερδίζομεν τα του βίου
Της Παρασκευής τα γέλοια, του Σαββάτου κλάμματα = Qui rira vendredi dimanche pleura
(1940)
Κατά πρόληψιν το πολύ γέλοιον ιδία την Παρασκευήν ως ημέραν Σταυρώσεως του Ι. Χ., επακολουθεί λύπη και κλάμμα
Η δουλειά εγ γάαρος, τζαί λάμνε τον να πααίννη
(1940)
Όπως το γαϊδούριν, το οποίον αρκεί να εκκινησωμεν διά να εξακολουθήση τον δρόμον του, ούτω και αι υποθέσεις βαίνουσι κανονικώς όταν ρυθμισθώσι καλώς
Η δουλειά καταλυεί το φαείν
(1940)
Λόγω των απωλειών πού σημειούνται εις τον οργανισμόν του εργαζομένου παρίσταται ανάγκη αναλόγου τροφής. Συνεπής ο δουλεύων καταλυεί το φαείν
Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντην της
(1940)
Υπερβολική εργασία, χωρίς αναάπαυσιν και αναψυχήν, φθείρει την υγείαν μας
Χρόνον το μωρόν, τζαί χρόνον η δουλειά
(1940)
Να μή ενδιαφερόμεθα και να μή απασχολούμεθα εις πολλάς συγχρόνως εργασίας