Αναζήτηση
Αποτελέσματα 151-160 από 5068
Άψετζ' τζ' έλαβεν
(1920)
Σημαίνει: Αφταίννω (ανάπτω, οργίζομαι, εξάπτομαι)
Οπώβρεις γέρομ κρέμμα τον, τζαι ρκάφφαράβτζιζε την, τζ' οπώβρεις τζαι την όμορφην κάτσε κολάτζεβκέ την
(1940)
Εις το νησι της Αφροδίτης δεν ξενίζει η τοιαύτη προς τα νειάτα και την ομορφιάν προτίμησις
Ο καδής γαμεί τημ μάνασ σου, τζ' εσού πουν να πας ν' αγκαλέσης
(1940)
Όταν το δίκαιόν μας εξαρτάται από ισχυρότερον μας έχοντα αντίθετον συμφέρον, πως θα τύχωμεν δικαιοσύνης
Ο λόος ο καλός, βκάλλει το θερκόμ που την τρύπαν
(1940)
Ενώ ο κακός τρόπος ερεθίζει, ο καλός αφοπλίζει, μαλακώνει
Κουφή μάνα, καλόμ μωρόν (παιδί)
(1940)
Είτε διότι είναι κωφή, είτε από συκατάβασιν δεν προσέχει τον θόρυβον και την αναστάτωσιν
Τα λόγια δεν έχουν κουμέρτσι
(1919)
Κουμέρτσι = τελωνείον
Το καλομάλαον αρνίν φαίνεται που τημ μάνdραν
(1948)
Μα το καλόμαλλο αρνί φαίνεται από την μάντρα
Τα λλία στα πολλά βαρούσιν
(1948)
Ερμηνεία: Μου φέρνει στο νου εκείνο που είπεν ένας κοινωνιολόγος, ότι οι “φτωχοί γίνουνται φτωχότεροι κ' οι πλούσιοι πλουσιώτεροι”
Ο πελλός τα κότσ'ιν' αγαπά
(1948)
Ερμηνεία: Πείραγμα για κείνους που τους αρέσουν τα κόκκινα, γιατί το κόκκινο θεωρείται το κατ' εξοχήν αρεστό χρώμα στους τρελλούς