Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 3663
Με μισταρκός χρονεύκει, με πετεινός δκιετεύκει
(1940)
Είναι δύσκολον μακρόν χρόνον να μείνωσιν ευχαριστημένοι αφεντικοί και υπηρέται
Αγαπώσε σαν τοσ σκόρτον τζαι το κρομμύιν
(1940)
Αμφότερα δύσπεπτα, προ παντός δε ένεκα της κακοσμίας δεν τρώγονται παρά αραιώς. Η παροιμία ενδεικτική περιφρονήσεως και αποφυγής, λέγεται δια πρόσωπα ή πράγματα μη ευχάριστα.
Άμα κατσιαρίση ο άις Αντριάς έσει νερά
(1940)
θαλασσοταραχή περί το εξωκλήσι αϊς Αντριάς μεταξύ Καραβά και Κερηνείας, είναι προμήνυμα βροχής
Θωρείς δκυό τζ' αγαπιούνται; Έξερε τζ' εμ που τον ένα
(1940)
Την αρμονίαν, κατά την συμβίωσιν δύο ατόμων δεν εξασφαλίζει μόνον την συμφωνία αισθημάτων, φρονημάτων κλπ. αλλά προ παντός η προσαρμογή του ενός προς τον χαρακτήρα του άλλου
Τραύα, Γούμενε, τοσ σερόμυλον
(1940)
Δι' όσους επιζητούν καλυτέραν ζωήν εύρον χειροτέραν τοιάυτην.
Γιαλιάλι μέσ σπάσης ταβκά
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς δια τους άγαν προσεκτικούς τους λαμβάνοντας λεπτολόγους προφυλάξεις ως να επρόκειτο περί πολύ λεπτής τάχα εργασίας ή σοβαράς υποθέσεως,απατούσης μεγάλην προσοχήν.
Αφήναουν τζαι κανέναν να αγιάση;
(1940)
Επί όσων εκ χαρακτήρος αδυνατούσι να κάμωσι τι, και ενώ αδιαφορούσι αιτιώνται τους άλλους ως υπάιτιους
Φάκκ' αβκά στον τοίχον
(1940)
Δια τους μη κλονιζομένους από λογικά επιχειρήματα και επιμένοντας ασαλεύτως εις τας γνώμας των.
Ο αλουπός στην ανεμοζάλησ σαίρεται
(1940)
Ο τυχοδιώκτης ευχαριστείται εις τας αναστατώσεις που παρέχουσι ευκαιρίας δράσεως και κέρδους
Φήνουν τζαι κανέναν ν' αγιάση τουτ οι μούρτατοι της Αμμοχώστου;
(1940)
Φαίνεται τοπική της Αμμοχώστου. Εκ ταύτης εσχηματίσθη η προηγούμένην λαβούσα μορφήν γενικής τοιαύτης
Κόψε με αγά μου ν' αγιάσω
(1940)
Αδυνατούντες να υπεραμυνθώσι οι Κύπριοι φέρονται ως κολακεύοντες τον τούρκον δια να κινήσωσι τον οίκτον του. Υποθέτομεν ότι δεν είναι γνησίωσελ. Κυπριακή λεγομένη κατ' απομίμησιν ίσως του περί Χίου λεγομένου
Όποιος θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερίση, θέλει τζ' άσπρα να ξοδκειάση τζαι να μεν τα λοαρκάση
(1940)
Τα καλά, τα κατά τον βίον ποθητά από όλους, μόνον με κόπους και χρηματικάς θυσίας δυνάμεθα να αποκτήσωμεν
Εν ο αγάς ο γέρημος
(1940)
Εστερημένος φίλων και περιουσίας κομπάζει διότι έχει τον τίτλον του αγά. Λέγεται επί των εν απομονώσει διατελούντων και επί των δι' επουσιώδεις λόγους μεγαλοφρονούντων
Φτωχός άγιος δόξαν εν έχει
(1940)
Ο ανίσχυρος και πτωχός ούτε εκτιμάται αλλά ούτε και λαμβάνεται υπ' όψιν και όταν ακόμη έχει κάποιαν αξίαν
Του γέρου τα κανάτζια πλήξες ένι τζαι φαρμάτζια
(1940)
Το κανάτζιν με την σημασίαν του χάδι. Τα χάδια, αι τρυφερότητες του γέρου δεν ικανοποιούσι
Τ' αϊ Ντρικά αντριών η νύχτα
(1940)
Η μακροτέρα του έτους νύκτα είναι η της μνήμης του αποστόλου Ανδρέα, κοινότερον τ΄αϊ Ντρικά
Αβκόν αβκόν τσακκίζει τζ' η πέτρα το ρα(γ)ίζει
(1940)
Ούτω εσυνηθιζέτο να λέγεται κατά την εβδομάδα της Διακαινησίμου, οπότε επεκράτει η συνήθεια μικροί και μεγάλοι να τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά.Το ισχυρότερον έθραυε το ασθενέστερον.Μεταφορικώς μεταξύ ισοδύναμων κατορθώνει να ...
Εμείς παιδκιά εν είχαμεν, τζ' αγγόνιν αγγονιστήκαμεν
(1940)
Λέγεται επί όσων απερίσπαστοι από ιδικάς των υποθέσεις ενοχλούνται επιφορτιζόμενοι ξένας τοιαύτας
Εγλέπου τζ' εν να σπάσης ταβκά!
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς δι' όσουςάνευ σοβαρού λόγου κάμνουσι τι μετά πολλής βραδύτητος και προσοχής.
Σύρν' αβκά στον τοίχον
(1940)
Από το με αυγά πετροβόλημα, ο μεν τοίχος δεν θα πάθη απολύτως τίποτε,το αυγό όμως θα σπάση διότι είναι πολύ εύθραυστον.Τοιουτοτρόπως και ο συμβουέυων ισχυρογνώμονα ματαιοπονεί,ζημιούται σε ο ασθενέστερος όταν επιτίθεται ...
Εν είμαι ταβκόν
(1940)
Όπως το αυγόν, ως εύθραυστον,κινδυνεύει εις κάθε σύγκρουσιν να σπάση, ούτω και μεταξύ ανισο-δυνάμων ο αδύνατος θα ηττηθή.Αν κίνδυνος και απειλή υπάρχη, ο μέλλων να πάθη δεν θα είμαι εγώ,διότι δεν είμαι αυγόν,ανίσχυρος ...
Αγιος ποθ θαμματουρκά έν του ταιρκάζουν τα τζερκά
(1940)
Το κερί προσφέρεται λιβάνι διά να εισακούση ο άγιος την ευχήν και παράκλησίν μας. Εφόσον δεν τυγχάνομεν του ποθούμενου, διότι δεν θέλει ή αδυνατεί ο άγιος, το λιβάνισμα είναι περιττόν. Μεταφορικώς διά τούς μή εξυπηρετούντας ημάς
Ήβρες τζαι τον ά(γ)ιον ν'αψης το τζερίσ σου
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς δι' όσους που αποταθέντες προς κάποιον πιστεύουσι ότι εν τω προσώπω του επέτυχον καλόν και πειθήνιον όργανον διά τους σκοπούς των ενώ το αντίθετον συμβαίνει
Φτωχός άγιος εν έσει γιορτήν
(1940)
Ο ανίσχυρος και πτωχός ούτε εκτιμάται αλλά ούτε και λαμβάνεται υπ' όψιν και όταν ακόμη έχει κάποιαν αξίαν
Της αγιάς Μαρίνας σύκον, τ' άϊ Μηνά σταφύλιν τζαι τ' Άη Παντελεήμονα γεμάτον το κοφίνι
(1940)
Σπάνιον τον Ιούνιον το σταφύλιν, είναι άφθονον τον Ιούλιον
Αμ μεμ μ' αγαπάς, προσγέλα μου.
(1940)
Έσο ευπροσήγορος και προς όσους δεν αγαπάς
Αγάπη εν τζαι γίνεται με να της πης χαρώ σε! Έβκαλε το πουγκάτζισ σου, τζαι λίμισε, τζαι δώσε
(1940)
Τα καλά αποκτώνται όχι δωρεάν και ακόπως αλλά με θυσίας και έμπρακτον απόδειξιν ενδιαφέροντος
Αγάπη στα κόρκα ένι, τζ' αλοί του πον να ππέση
(1940)
Ο έρως είναι τυφλός, επομένως ημπορεί κανείς και παρ' αξίαν να αγαπήση, να υποφέρη συνεπώς και να δυστυχήση αδίκως. Κόρκα και κόβκα, τα, λέγεται η κόπρος των μεγάλων ζώων
Ο απόστολος Βαρνάβας ανοίγει τα παναΰρκα, τζ' ο άϊς Μηνάς βαδώννει τα
(1940)
Ένεκα της ως άνω μεταθέσεως, αλλά και διότι άλλοτε μεγάλη πανήγυρις εγίνετο την 11 Νοεμβρίου, εορτήν του αγίου Μηνά παρά την Βάλβαν (Λάρνακος), τας πανηγύρεις ελέγετο ότι έκλειεν ο άϊς Μηνάς
Πρώτα ήμουν άντζελος, τόρ' αντζελίζουν άλλοι. Στη βρύση πούπινα νερόν τόρα ποτίζουν άλλοι
(1940)
Αρχικώ ερωτικόν δίστιχον. Λέγεται επί νέων σχέσεων και προτιμήσεων επί βλάβη παλαιότερων τοιούτων
Αγάπησεν ο κολοιός τημ πεταλλίναν
(1940)
Επί ενεργειών και πράξεων υστερόβουλων
Κότσιριμ που τηγ κοπριάσ σου, τζαι σκατόμ που τα σκατά σου
(1940)
Να μη θυσιαζόμεθα παρά δια τους απολύτως ιδικούς μας
Τον αγαπάς ξητίμαζε τζ'αι τομ μισάς σ'αιρέτα
(1940)
Επιτιμών φίλον ωφελώ αυτόν, εννοούντα ότι εξ ειλικρινούς ενδιαφέροντος καυτηριάζω τα λάθη του προς διόρθωσίντου. Ευπροσηγόρως δε φερόμενος προς εχθρόν όχι μόνον δεν υποδαυλίζω το μίσος του αλλά και τον αφοπλίζω.
Τομ πρωτινόν τζαιρόν ελάλεμ μια γεναίκα. "Τον αγαπάς ξητίμαζε τζ'αι τομ μισάς σ'αιρέτα".
(1940)
Η παροιμία είναι πληρεστέρα των προηγουμένων που προέκυψαν εκ ταύτης, δια της αφαιρέσεως του πρώτου ημίσεος
Όπκοιον εν αγαπούν τα γνότα του βρομούν
(1940)
Ευκόλως εξευρίσκομεν αφορμήν και επιχείρημα να δικαιολογήσωμεν την αντιπάθειαν και αποστροφήν μας προς τινα
Πού αγαπά στραώννεται
(1940)
Πολλάκις μας αποτυφλώνει η αγάπη ώστε όχι μόνον να μην βλέπωμεν, αλλ' ακόμη να δικαιολογώμεν και να συγχωρώμεν τα ελαττώματα και τα σφάλματα του φιλουμένου προσώπου
Από του αποστόλου Αντρέα, αντρειών η μέρα
(1940)
Από της ημέρας αυτής αρχίζει να ελαττόνιται η νύκτα και να μεγαλώνει η ημέρα
Εν να μπη η αλιζαβρούα με τογ κουφον ένα;
(1940)
Οι άνθρωποι διαφέρουσι την αξίαν
Να σε φάη η κουφή του Μπάρρατζη
(1940)
Φέρεται ζώσα εις την τοποθεσίαν Μπάρρατζη παρά τον Γερόλοκκον Λευκοσίας μεγάλη κουφή
Η κρυάδα μπαίνει με το σατσίν, τζαί βκαίνει με το βελόνιν
(1940)
Κρυάδα = αρρώστεια, ελονοσία;
Κρυφός παπάς εγ γίνεται, τζ' άγ γίνη ελ λουτουρκά
(1940)
Επ άπειρον δεν μπορεί να τηρηθεί μυστικόν
Κώλος αμ μεγ καή, τόπον εν αλλάσσει
(1940)
Ερμηνεία: Όταν εκ πείρας αντιλαμβανόμεθα το σφάλμα μας
Ας σε βαστά ο κώλοσ σου
(1940)
Ερμηνεία: Επί προκλήσεως ιδία
Άσ σε κρατεί ο κώλοσ σου
(1940)
Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν λάβης
(1940)
Το γραφικόν
Τούτος παραντζέλλει του νου τζαί τάλλου, μα ποια στράτα πα' στογ κρεμμόν τζαί ποια στο περβόλιν εξ ξέρει
(1940)
Δι' όσους ενώ δεν είναι εις θέσιν τολμώσι να δώσωσι συμβουλάς
Εδώ εμ με ξέρουν, ειδεμή αλλού καθόλου
(1940)
Αστείως αλλά και δι' όσους δεν αξίζουσι τίποτε
Του φρένιμου τα χαπάρκα, οι πελλοί τα κουβαλούσιν
(1940)
Οι τρελλοί, οι μη εννοούντες την αξίαν της εχεμυθίας, λέγουσιν ό,τι γνωρίζουσι
Το μωρόν όσοφ φάει έχ χαλάλιν του, τζ' όσοφ φορήση έχ χαράμιν του
(1940)
Διότι ούτε αισθάνεται ούτε έχει ανάγκην επιδείξεως
Έχω το μέτωπομ μου ψηλά
(1940)
Δεν είναι ντροπιασμένος ώστε να κύπτω την κεφαλήν
Να θωρής τηγ κρυάδα, τζαί να μοιράζης τα ρούχα
(1940)
Κατά τας ανάγκας η τας δυνάμεις τον έκαστος να πειβαρύνεται είτε και να βοηθείται
Με τομ μαύρομ μου αναγυιώθηκα, τζαι τα κουστούμια του εν τα ξέρω;
(1940)
Μακροχρόνιος συμβίωσις φανερώνει τον πραγματικό μας χαρακτήρα. Μαύρος είναι ο σκλάβος
Της νύχτας τες δουλιές είδεν τες η ΄μέρα τζ' ενηέλασέν τες
(1940)
Την νύκτα η εργασία γίνεται υπο όρους δυσμενείς ολίγον φως κάματον νυστάραν που δεν υπάρχουν κατά την ημέραν
Ούλλοι λέσιν τζαί πολέσιν, τζ' ο φτωχός ετζεί που πόνεν
(1940)
Ο φτωχός απασχολείται με το πρόβλημα της πληρώσεως των ζωτικών του αναγκών
Που θέλει να κάψη θεμωνιές, τ' αλώνια εν τα φτάνει
(1940)
Ερμηνεία: Ο θεός προνοεί όποιος θέλει να προξενήση κακόν να συναντήση εμπόδια
Έσει τζαί μιαλήτεροχ χτηνόμ που τηγ καμήλαν
(1940)
Υπάρχει και ανώτερος από τον ικανόν και άξιον που γνωρίζομεν
Επήαμεν για μαλλίν τζ' ήρταμεγ κουρεμένοι
(1940)
Δι όσους ήλπιζον επιτυχίας και απεκόμισαν ζημίας
Η όρνιθα, εν το κοπάδιν του φτωχού
(1940)
Χωρίς έξοδα αισθητά παρέχει ωφελείας
Όνομα και μη χωρκόν!
(1940)
Ερμηνεία: Επί των λίαν εχεμύθων
Να σου ζουλέψω ναν η γεναίκα σου όμορφη, όξα το ρεσπερλίκκιχ, χρονιά σου τζαι χρονιά μου
(1940)
Ενώ η τύχη είναι ευμετάβλητος, η ομορφιά είναι σταθερά
Τα ριάλια του τζυρού μου, ισιώνουν τηγ καμούραμ μου
(1940)
Ελαττώματα της κόρης καλύπτει η πλουσία προίκα
Άμα κάμει πάγος έσει κοντά νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Η αλουπού κουδούνια φόρεν, τζ' αν τα 'φόρεν, πκοιός τα θώρεν;
(1940)
Οι πτωχοί και αφανείς όσον και αν φέρωνται επιδεικτικώς δεν επισύτουσιν την προσοχήν
Επήρεν η αλουπού τες μίξες της
(1940)
Ερμηνεία: Επί γυναικών που μετά λογομαχίαν, ελλείψει επιχειρημάτων, φεύγουσι
Σαν νάρκετουν κουρσάριν
(1940)
Ιστορική
Το λαμπρόσ στηγ Καραμανιάν τζ' εμείς δαμαί να βράζουμεν
(1940)
Όταν εκείνο που έχομεν ανάγκην δεν μας είναι πρόχειρον και δεν δυνάμεθα να επωφεληθώμεν αυτού
Μιτσύγ γαούριμ, νωπόφ φαίνεται
(1940)
Ο μικρόσωμος εκλαμβάνεται ως μικρότερος την ηλικίαν
Μιτσύγ γαούριν ούλλοδ δύναμις
(1940)
Δι' όσους τα προτερήματα των εξουδετερούσι τα ελαττώματα
Ό,τι κάμνεις βρίσκεις
(1940)
Τιμωρούμεθα ή βραβευόμεθα αναλόγως των πραξεών μας
Τζ΄ η εκκλησιά μεγάλη ένι, αμμά στήμ μιάμ μερτιάλ λειτουρκούσιν
(1940)
Το μεγάλον αν δεν είναι αναγκαίον δύναται να είναι χρήσιμον
Δεντρόν πογ κάμνει καρπόν, κόψε το για το λαμπρόν
(1940)
Το γραφικόν ρητόν
Εσύ ρωτάς για τα ρούχα μου, τζαί τα δικά σου πούντα
(1940)
Δια τους στερουμένους προσόντων μεμφαμένους δε τους άλλους δι' έλλειψιν τάχα τοιούτων
Εν το κουτσόν της αγίας Ελένης
(1940)
Η παροιμία λέγεται επί προσώπων ανησύχων αεικινήτων
Εμ μπιντοπαυλής
(1940)
Έζη κάποτε εις Λάρνακα Παυλής τις φιλάργυρος που περισυνέλεγε το καθετί και το εζεμεταλλύετο. Εκφραστική ευτελέστάτης φιλαργυρίας
Το νερόν του Οχτώβρη, αμ μπορέσης βάρ' το μέσ' στημ πότσαν
(1940)
Η βροχή του Οκτωβρίου είναι γενικώς ωφέλιμος προ παντός διά την κτηνοτροφίαν
Ο καθένας ο νους του εμ πιδκιάβλιν, τζ' όπως θέλει παίζει το
(1940)
Έκαστος πράττει κατά την δικήν του κρίσιν
Όποιος έσει μούγιαν ας κάθεται στο σιός
(1940)
Αι μυίγες αρέσκονται εις το φως και την θερμότητα. Ο έχων λόγους να φοβείται μη αποκαλυφθή ας κρύπτεται
Νηστεύκω σε, Χριστέ μου. Μαμ πον έχω Θεέ μου
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων μάμνουσι κάτι, κατ' ανάγκην και ούχι αυτοβούλως