Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3001-3100 από 3663
Τα δικά σου εσ σύκα τζαι στοιβάζονται, τα δικά μας εγ καρύδκια τζαι φακκούσιν
(1940)
Τα καρύδκια προστριβόμενα προξενούσι θόρυβον όχι όμως και τα σύκα. Επί όσων αι πράξαις κρίνονται αυστηρώς ενώ των άλλων όχι
Άμα φυσά βορκάς τζαί βρέσει πούλενε σιτάριν τζαί 'γόραζε βούδκια
(1940)
Ο βορράς σκορπίζει την βροχή. Όταν με τον “βορκάν” βρέχει, προμηνύεται πολυομβρία και μαγάλη απόδοσις, δια τούτο απαιτούνται ζώα δια μεγάλη καλλιέργειαν
Θελε μου βρέξε κάστανα τζαί σονίσε καρύδια (να συναχτούν οι κορασιές απού τα πανοθύρκα)
(1940)
Ειρωνιώς δια τους λέγοντας ψεύδη και παραδοξολογίας
Πέρα βρέσει στηγ Καραμανιάν σιονίζει
(1940)
Λέγεται δια τους αδιαφορούντας δε άσα λέγονται ή και γίνονται περί αυτούς
Ό,τι βρέξει, ας κατεβάση
(1940)
Λέγεται επί αποφάσεως ληφθείσης εν αδιαφορία, δια τα επακόλουθα
Παίζει σαν τηγ κάτταμ με τομ ποντικόν
(1940)
Λέγεται δι όσους ισχυροί και ικανοί, διασκεδάζουσι με την αδυναμίαν των άλλων, παρέχοντες ελπίδας και αμέσως αφαιρούντες αυτάς
Εγεράσαν οι κάττοι τζαί περιπαίζουν τους ποντιτζοί
(1940)
Επί των αποβαλόντων την δύναμίν των που οι ασθενέστεροι εσέβοντο
Εσύρκασεν ο κάττος τημ μίλλαν
(1940)
Ειρωνικώς δι όσους προσποιούνται ότι τάχα δεν αρέσκονται εις κάτι ενώ τους είναι ευχάριστον
Εγέννησεν η κάττα μου
(1940)
Είναι μάλλον ενοχλητική όταν έχη γατάκια. Λέγεται όταν ταράσση την ησυχίαν μας ενόχλησις από ζητήματα σοβαράς φύσεως
Έβκαλεμ μιαμ πιθαμήγ γλώσσαν
(1940)
Επί υβριστών ή σκληρώς εργαζομένων. Η εικών ελήφθη από τον βίον των σκύλλων, που κουρασμένοι, δια να ευκολύνωσι την αναπνοήν των δροσισθώσιν εκβάλλουσιν σπιθαμιαίαν γλώσσαν
Λαλεί ό,τι έρτη στηγ γλώσσαν του
(1940)
Επί των απερισκέπτως ομιλούντων γινομένων κακού πρόξενοι
Δάκκα τηγ γλώσσασ σου
(1940)
Μη κακολογής δια να μη έχης δυσάρεστα. Επίσης επί των κακά προιωνιζομένων
Όποιος εγ γυρέβκεται, ποττέ του εγ γιατρέβκεται
(1940)
Θεραπεύεται εκείνο δια το οποίον φροντίζομεν, ενώ το αμελούμενον αποτυγχάνει
Ανύπαντρος προξενητής, για λόου του γυρεύβκει
(1940)
Ο ανύπαντρος παρεξηγείται ως δι εαυτόν ενεργών, όταν κάμνει προξενιά
Πράμμαμ πόγ γυρέβκεται χάννεται
(1940)
Εκείνο που δεν μας ενδιαφέρει εμελείται και χάννεται
Εγύρευκα σε με το τζερίν
(1940)
Τόσον μου ήσο αναγκαίος ώστε σε εζήτουν με κάθε μέσον
Το αγρέλλιν να το φάς τοσ σειμώνα
(1940)
Πλήν της δια το σπαράγγι παροιμίας δια την θρεπτικήν αξίαν των τροφών, ιδία του των φυτικού βασιλείου, και την κατάλληλον εποχήν ή τρόπον καταναλώσεώς των και παρασκευής, λέγονται εν παροιμία παρατηρήσεις των χωρικών πολλού ...
Έμ που τα άγραφα
(1940)
Επί γεγονότων ανέλπιστων επισυμβαινόντων αιφνηδίως
Δεντρόμ πογ κλινίσκει, πάντ' αέρας το τσακίζει
(1940)
Ο μη συμμορφούμενος με τας περιστάσεις και εναντιούμενος κατά ισχυροτέρων ζημιούται
Δέρε τογ καλόν, να γινή καλύτερος. Δέρε τογ κακόν να γινή σειρότερος
(1940)
Η τιμωρία σωφρονίζει τον καλόν, ενώ τον κακόν εξαγριώνει
Δήσε τηβ βονιτζήν τζει που θέλει ο αφέντης της, τζ' άτζ ψοφήση εγ καλά ψοφισμένη
(1940)
Διαταγαί των προϊσταμένων πρέπει να εκτελώνται διότι πάσα ευθύνη δια τας συνεπείας αυτούς μόνον βαρύνει
Δέρε τογ καλόν να γινή καλύτερος, δέρε τομ πελλόν να πελλάνη τέλεια
(1940)
Η λέξις πελλός μάλλον με την σημασίαν του κακόβουλος
Να σου δώσ' η μούλα του Δεσπότη
(1940)
Παλαιότερον οι Μητροπολίται εξέτρεφον εκλεκτά μουλάρια, δια τας ποιμαντορικάς των υποχρεώσεις, μη υπάρχοντος άλλου μεταφορικού μέσου
Έδησεν τογ γάδαρόν του
(1940)
Έδησε, συνεπώς εξησφάλισεν. Αλλά και μετά την εργασίαν δένομεν τον γάϊδαρον, διότι δεν μας χρειάζεται. Λέγεται δι' όσους δεν έχουσι φροντίδας
Δέρνουν τον οι πάντες τζ' οι ανέμοι
(1940)
Επί φερεοίκων βασανιζομένων να εύρωσι πόρον ζωής
Έδησέν το σε ψιλόμ μαντήλιν
(1940)
Όταν γίνονται πιστευταί αναλήθεις ομιλίαι
Εδωσέν του τήμ πάνω λούραν, τζαί τήγ κάτω πασπατούραν
(1940)
Λούρα είναι στενή λωρίς χωραφιού Πασπατούρα (Α. Σακελλαρίου) σημαίνει στραβάρα. Πασπατεύ(κ)ω σημαίνει ψάχνω είς το σκότος τζηλαφών. Ειρωνικώς διά τους νυμφεύσαντας την θυγατέρα των άνευ προικός
Όποιος γάαρος μπή στηδ δουλιάν, τζ' εμείς που πάνω σάμαν
(1940)
Επί όσων ενδιαφέρονται μόνον δια την εργασίαν των και είναι ικανοί ώστε να μη φοβούνται την μεταβολήν του προσωπικού εκεί όπου εργάζονται
Θέλεις να κάμης τόγ γείτόσ σου νοικοτζύρην; Μέν του δώσης ό,τι σου ζητήση
(1940)
Ούτω πως θά εξαναγκασθή να έχει ό,τι χρήσιμον διά το σπίτι του
Δός μου, τζυρά, τον άντρα σου τζ' εσού άμε γυρευκ' άλλον
(1940)
Διά τους αναιδώς προσπαθούντας να οικειοποιηθώσι ξένα αγαθά και τους καρπούς της προσπαθείας των άλλων
Δός μου το με τα σέρκα σου, τζαί τρέσε το με τα πόδκια σου
(1940)
Εκείνο πού θά δανείσωμεν θά μας επιστραφή αφού το ζητήσωμεν πλειστάκις
Τα δίτζηα χαλούβ βολίτζια
(1940)
Το δίκαιον είναι ισχυρόν και τελικώς επικρατεί
Έδωσεν του την τύφλαν τάβλαν
(1940)
Έπκιασε την τύφλαν του
Σαν τηγ κάτταν τηβ βρεμμένην
(1940)
Η γάτα, προ παντός δε η κότα, φοβούνται το νερόν διότι τους είναι επικίνδυνον εις την υγείαν. Λέγεται επί όσων έπαθαν ψυχρολουσίαν ηθικήν
Έσ΄ ο σσύλλος βρακοζώνιν;
(1940)
Επί ανικάνων ή πτωχών μεγαλοφρονούντων από τους οποίους δεν δύναται κανείς να περιμένη τίποτε το καλόν και αξιόλογον
Επήρεν τα βρεμμένα της τζ' έφυεν
(1940)
Εκείνος που εσφάλε και επεκαλύφθη κρύβεται από την εντροπήν του
Αντάγ γεωρκάς μεσ σαίρεσαι, τζ' αντάσ' στοχάς μεμ πλήσσεις
(1940)
Να μη εγκαταλειπόμεθα άνευ μέτρου εις την χαράν ή την λύπν διότι τα ανθρώπινα είναι ευμετάβλητα
Εν τζ' εφ φαρράς του Γεράσιμου
(1940)
Αρχικώς τοπική της Αμμοχώστου. Φαίνεται ότι τον φαρράν κάποιου Γεράσιμου σνήθιζον όλοι, χωρίς την άδειάν του, να δίδωσι εις τα ζώα των. Λέγεται δι όσους οικειοποιούνται ασυστόλως ξένην περιουσίαν
Αντάγ γεράσ' η αλουπού, περιπαίσουν την τζ' οι όρνιθες
(1940)
Όταν κανείς απωλέση την δύναμίν του δι 'ής επεβάλετο δεν είναι σεβαστός ούδ' εις αυτούς τους ασθενεστέρους
Νάμουγ γέρος τόσ σειμώνα τζαί μιτσύμ μωρόν το θέρος
(1940)
Λέγεται επί των εχόντων ανάγκην είτε επιθυμούντων ησυχίαν, περίθλαψιν
Εγέρασεν ο αλουπός τζ' εγίνην παιγνίδιν των όρνιθων
(1940)
Εκείνον που απέβη ανίσχυρος και ανυπόληπτός, ουδείς πλέον φοβείται
Είσαι γέρος τζ' εφ' φελάς μόνον τα ψουμιά χαλάς
(1940)
Ανωφελώς σιτίζεται ανίκανος ών δια καθετί
Αν αγκριστή ο γείτος σου, η ταπατζιά σου να μεναγκριστή
(1940)
Είναι προτιμότερον να ενδιαφερόμεθα δια το δικόν μας ζωτικόν συμφέρον και όχι δια του άλλου. Ταπατζιά είναι είδος μεγάλου δικτυωτού κανίστρου, πλεγμένου με φλοιόν συκαμινέας προς ένθεσιν άρτων ανηρτημένη εις το δωμάτιον
Είδες ρκάν τζ' αππήαν φούρνον; θα εν τζ' η ρκά, δα εν τζ' ο φούρνος
(1940)
Επί τον κομπαζόντων δια δήθεν επιτυχίας των
Πουλεί σε τζ΄αγοράζει σε
(1940)
Είναι έπαινος, εξυμνουμένης της επιτηδειότητος του ενός αλλά και ψόγος δι΄εκείνον προς ον απευθύνεται. Λέγεται προς πονηρούς, αλλά και αγαθούς ευκόλως εξαπατουμένους
Ελύμπισεν η ρκά στα σύκα, τζ' εν να φα τζαί τα συκόφυλλα
(1940)
Δυστυχώς αποβάλλομεν τας έξεις και συνηθειάς μας
Εγλύκανεν η ρκά στα σύκα τζ' έφαν τα τζαί παλ' εζήταν
(1940)
Παλ = η πάντ
Αγρόν ηγόρασε
(1940)
Σπανίως εν χρήσει. Δια τους αναλγήτους εις τας ανάγκας των άλλων, τους επιδεικνύοντας ζήλον και ενδιαφέρον μόνον δια την εξυπηρέτησιν των ιδικών των συμφερόντων
Αντάν εγελάστην η ρκά, ερωμάνισεν
(1940)
Αμμόχ
Εν η ρκά των Κουπέτρων
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο καθένας τα δικά του, τζ' όποιος εν εσ' ας γυρέβκει
(1940)
Να φροντίζομεν κυρίως δια τον εαυτόν μας πρώτον
Απού γυρίζει το χωρκόν, βρίσκει τίποτες τζαί τρω
(1940)
Ο ικανός και δραστήριος κερδίζει πάντοτε τα του βίου
Εγυρίσαμεν το μαουλούτζιν που την άλλην τημ μερκάν
(1940)
Επί δυσαρέσκειας και προσκαίρου αποχής ευνής
Γυρίν γυρίν του φαλκονιού, γυρίν γυρίν της φάσσας
(1940)
Ο καθείς με τη σειράν του
Το σσοινίν του χωρχάτη μονόν έφ φτάννει, τζαί διπλόν περισσεύκει
(1940)
Ο χωρικός αμαθής και άπειρος, υποπίπτει εις λάθη που σοβαρώς ζημιούσιν αυτόν. Λέγεται δια του πείσμονας τον χαρακτήρα
Αντάδ διψά το έσσω σου, έξω νερόμ μέσ σονώννεις
(1940)
Είτε ημείς είτε οι συγγενείς μας δύνανται να έχωσι ανάγκας ώστε να μη επιτρέπεται η σπατάλη
Άδκιαζέ μου την γωνιάν
(1940)
Λέγεται επί ανηλίκων, ενοχλητικών, αλλά και επί ανεπιθυμήτων. Η γωνιά προτιμάται ως πλέον θερμαίνουσα
Το αγώγι ξυπνά τον αμαξάρην
(1940)
Η δουλειά δουλειά, τζαι το φαείφ φαείν
(1940)
Κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται είς την ώραν του και με την δέουσαν προσοχήν
Εν τζ' εφέραμέσ σε που τογ Γαδουράν
(1940)
Θεωρούνται άξεστοι οι κατοικούντες εις το Πελέτρι (Λεμ.) εξ ου και “εντέλεια Πέλεντρος” εις την Πιτσιλλιάν (Λευκ.), την Τηλλυρκάν (Παφ.), Τρούλλους (Λαρν.). Ο Γαδουράς χωρίον της Αμμοχώστου φέρεται ότι απεκλήθη εκ του ότι ...
Οκνιάρης γάδαρος εν πάντα βαριγομαρκάρης
(1940)
Το οκνηρό γαιδούρι είναι πάντοτε βαριφορτωμένο. Εν προκειμένω ισχύει και δια τους ανθρώπους
Με του γαδάρου η σέλλα, με του αππάρου το στρατούριν
(1940)
Καλόν είναι ότι αρμόζει εις έκαστον
Πριν εγυρεύκαμ που γενιάν. Τόρα γυρεύκομ πόσει. Μα πόσει νουν τζαί στόχασιμ, πάλε που γενιάγ γυρεύκει
(1940)
Τα χρήματα είναι επιθυμητά και συμβάλλουσιν εις την ευτυχίαν μας, καλλίτερον όμως εφόδιον είναι το χρηστόν ήθος
Πρώτα ο Χριστός τα γένεια για λόου του τάδειξεν
(1940)
Επί εγωϊστών που έχουσι την αξίωσιν να προτιμώνται των άλλων και να τυγχάνωσιν εξαιρέσεων
Άθθρωπομ που γενεάν, τζαί σσύλλον από μάντραν
(1940)
Αμφότεροι, λόγω μορφώσεως, έχουσι προτερήματα, ελαχίστας δε ελλείψεις
Εγέλασεν τζ' ο Γεννάρις
(1940)
Όταν δεν είναι συννεφώδης ως συνήθως
Αγκρίστιτζεν η γουρουνιά, τζαί πά να τημ μερώσω ένα καφίζιμ πίτερα να την ιξημερώσω
(1940)
Λέγεται χαιδευτικώς επί μικρών παιδίων, αλλά και επί φιλικών ή συγγενικών προσώπων δυηρρεστημένων που είναι υποχρεωμένα να συμφιλιωθώσι το ταχύτερον
Ο Γληόρης εγληόραν τζ' ο Μελέτης εμελέταν τζ' ο Γληόρης του επήρεν του Μελέτη τηγ γεναίκαν
(1940)
Παίγνιον κατά παρονομασίαν προς δήλωσιν ότι ο αποφασιστικός και δραστήριος επιτυγχάνει ασφαλέστερον εκείνου που είναι διστακτικός
Να σσίσης τηγ καρκιάν του γεωρκού εν νάβρης μέσα για φέτη για του τζαιρού
(1940)
Ο γεωργός τρέφεται με την ελπίδα ότι αποτυχών τον ένα χρόνον θα έχη καλήν απόδοσιν τον άλλον
Εγ κακόν αγκάθι
(1940)
Όπως το αγκάθι αγκυλώνει, και πολλάκις μολύνει ώστε να κινδυνεύωμεν ούτω πως και ο κακός ενοχλεί και βλάπτει
Τα γενόμενα δεν απογίνονται
(1940)
Λόγοι παραμυθίας δι αναπόφευκτον συμφοράν
Η γλώσσα εν έσει κουμέρτσιν
(1940)
Λέγεται δια τους επιπολαίους και φλυάρους
Ο άθθρωπος με το γομάριν τζ΄ η γεναίκα με το κουτάλιν
(1940)
Τοπική Λευκονοίκου
Όποιος φυλάει έσει, τζ όποιος γυρέβκει βρίσκει
(1940)
Ο οικονόμος και προνοητικός κατορθώνει να ασφαλίση άνετον μέλλον, και ο φιλόπονος ευρίσκει πόρον ζωής
Άθθρωπος αγράμματος ξύλον απελέτζητον
(1940)
Όπως το ξύλον είναι πλέον ευπαρουσίαστον και έχει περισσότεραν αξίαν όταν λειανθή, ούτωπως και ο άνευ μορφώσεως είναι κατώτερος του εγγραμμάτου έχοντος μείζοντα αξίαν
Έλα παππού μου να σου δείξω τ' αμπέλια σου
(1940)
Ειρωνικώς προς νεωτέρους προβάλλοντας με την αξίωσιν ότι είναι περισσότερον έμπειροι
Αντάν έρκουμουμ που τοδ δάσκαλον εσού επήαινες
(1940)
Ερμηνεία: Επί νεωτέρων αξιούντων παντογνωσίαν