Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2701-2800 από 3663
Το πουργούριν επήεμ πέρα τζ' ήρτεν τζ' εν εκρύανε
(1940)
Συγκρατεί πολλήν ώραν την θερμότητά του
Το ρεσπερλίκκιθ θέλει άρκοντα για πελλόν
(1940)
Η καλή καλλιέργεια είναι μάλλον αποδοτική
Πέτρα που τζυλά, μαλλίν εμ πιάννει
(1940)
Ο μη εργαζόμενος που μονίμως δεν δύναται να δημιουργήση εργασίαν και οίκον
Έκαμεν η γεναίκα παλληκάριν, τζ εν έδησε βρατζίν
(1940)
Επειδή παίζοντα και δυσαρεστούμενα με το τίποτε βωμωλοχούσιν εις βάρος της μητρός των
Όσες φορούσιν τσεμπέριν εγ γεναίτζες ;
(1940)
Συνηθίζεται εις την Πάφον να φορούσιν αι γραίαι μεγάλην μανδήλαν
Εξέβημ που τον Άδηφ φώς
(1940)
Διά τους εις μάτην αναμένοντας κάτι από εκείνους που ασφαλώς δεν θα συμμορφωθώσι ποτέ με την επιθυμίαν των
Όμορφη γεναίκα, δειάολος του χωριού
(1940)
Δια την αντιζηλίαν μεταξύ των θαυμαστών της
Ό,τι γυρέβκεις εν το βρίσκεις
(1940)
Ευρίσκομεν το ζητούμενον αν μη βιαζόμενοι ψάχνομεν εποπολαίως
Πόθεν να σ΄ αθθυμηθώ αντρούλη μου; Που το μάρμαροσ σαπούνιν, για που το πετσίν χρηάς
(1940)
Επί των φειδωλευομένων, των ακαταστάτων ή και παλαβών. Κατά μύθον τσιγγούνης σύζυγος έφερε εις την μισότρελλην γυναίκα του επίτηδες μάρμαρον αντί σάπωνος και πετσίν αντί κρέατος
Ήρταν τα πράμματα αναπάπουλλα
(1940)
Έμειναν άνευ καθοδηγήσεως και έγενοντο άνω κάτω
Εν εν η κοπριά του Σιλιγκούρα
(1940)
Ερμηνεία: Επί περιουσίας που ο καθένας προσπαθεί να υφαρπάση, φαίνεται ότι ο Σιλιγκούρας άφηνε να πέρνουν την κοπριάν του χανιού του ελεύθερα
Θεέ, μεδ δώσης του παιδκιού, όσ' αφορκιέτ' η μάνα
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αντάν ν' ασπρίσουν οι κολοιοί
(1940)
Επειδή τούτο είναι αδύνατον η παροιμία είναι εκφραστική τελείας αρνήσεως
Άρπαξες τολ λόον που το στόμαμ μου
(1940)
Ερμηνεία: Επί των λεγόντων όσα ο άλλος θα έλεγε
Ο κολοιός εν ασπρίζει
(1940)
Είναι φύσει μαύρου χρώματος
Τόρα που 'γαμήθηκεν η ρκά, εμαντάλωσεν
(1940)
Συνετός είναι ο προβλέπων τον κίνδυνον και λαμβάνων τας απαιτούμενας προφυλάξεις εγκαίρως και όχι κατόθιν εορτής
Η γεναίκα εγ κοπριά
(1940)
Όπως η κοπριά απλώνει ούτω και η κόρη, από το 14ον έτος αρχίζει, να υπερβάλλει τον άρρενα, να αναπτύσσεται και να είναι εντός ολίγου γεναίκα ώριμος
Κακά εν τα γεράματα
(1940)
Λέγεται δια τα επακολουθούντα το γήρας κακά, κατά το κακόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον
Ακόμα εν εβκήκεμ που ταβκόν
(1940)
Λέγεται δι' όσους ζώσιν απομακρυσμένοι του κόσμου,οι οποίοι επομένως δεν είδον και δεν εγνώρισαν τον κόσμον,ειρωνικώς δε δια τους μικρούς την ηλικίαν και τους άνευ πείρας των του κόσμου που επιτηδεύονται τους παντογνώστας ...
Καλά που βαστά ο Θεός τα τζέραμιδκια ξηκάρφωτα
(1940)
Τα σπίτια αντί με λάσπην εστεγάζοντο βραδύτερον με εγχώρια κεραμύδια. Δι' όσους λέγουσι παράδοξα και απίθανα, είτε και υπερβολικά ψεύδη
Τηγ κουφήθ θωρείς την, τζαι τημ μαλαήζ ζητάς;
(1940)
Δι' όσα είναι χειροπιαστά, αποδείξεις παρέλκουσι. Μαλαή είναι το αποτύπωμα ποδός λαγωού
Ο Θεός ένασ σηκώνει, τζ΄ άλλον καθίσκει
(1940)
Τα του κόσμου είναι ασταθή. Ο πλούσιος γίνεται πτωχός και τάνάπαλιν
Καθαρός ουρανός αστραπές εφ φοάται
(1940)
Ο αθώος δεν φοάται την κατηγορίαν και τον θόρυβον περί το όνομά του
Το σσοινίν του χωρχάτη, μονόν έφ φτάνει, διπλόμ περισσεύκει
(1940)
Ο χωρικός αμαθής και πεισματάρης, αγνοών πως να εξυπηρετήση το συμφέρον του, ζημιούται
Ο παπάς τα 'μπρός του εν εθώρεν, τζαί τα πίσω τ' ανηέλαν
(1940)
Τα δικά μας ελαττώματα που καλώς γνωρίζομεν και όχι τα των άλλων να κρίνωμεν
Του κόσμου τάνα(γ)έλαστον, του κόσμου ανα(γελά του
(1940)
Λέγεται επί των αξίων κοροϊδίας όσοι σκώπτουσι άλλους δι' ανάξια γέλωτος ελαττώματα
Οι τοίσοι έχουν φκιά, τζαι οι φραμοί αμμάδκια
(1940)
Οταν πρόκειται περί σοβαράς εκμυστηρεύσεως,κάθε προφύλαξις δεν είναι περιιττή.
Αμαρτία ξημολοημένη, έμ μισοσυχχωρημένη
(1940)
Ανομολόγησις κακής πράξεως προάγει είς επιείκειαν. Επίσης και όταν ελευθέρως ζητούμεν χάριν
Εγ γιά τές αμαρτίες μου
(1940)
Επί δυσπραγούντων ή και αντιμετοπιζόντων δυσκολίας κατά την βιοπάλην
Ο κλέφτης τζ' αδ δεγ κλέψη πκοιόν τόνομαν πούσεν έσει το
(1940)
Υστέρα μετάνοια και καλή συμπεριφορά ελάχιστα συμβάλλει να λησμονηθή προτέρα κακή φήμη
Αντάν κλέφτουν, μεν κλέφτεις τζ' αντάν κρεμμάζουν μεφ φοάσαι
(1940)
Δεν φοβήται καμμίαν τιμωρίαν όστις δεν κλέπτει
Φωνάζει ο κλέφτης, να φοηθή ο νοικοτζύρης
(1940)
Δι όσους θορυβούσι περί τας πράξεις των, δια να διασκεδασθή η κακή περί αυτών γνώμη των
Ξέρει να κλέψη, εξ ξέρει να χώση
(1940)
Είναι δυσκολώτερον του κλεπταποδόχου το έργον παρά το του κλέπτου
Ο κλέφτης εν έσει καρτσιλλίκκιν
(1940)
Διότι φοβείται πως συλλαμβανόμενος θα τιμωρηθή
Κόντραν είχα τζ' έβκαλά την τζαι του γείτου μ' έβαλά την
(1940)
Δι όσους ενύμφευσαν την θυγατέρα τους
Ο άθθρωπος εγ γυαλλί, η γεναίκα εν τσακρόκαττα τζ΄ όσον να της τζίσης πέφτει
(1940)
Με ΄σοην ευκολίαν κλείει μία παγίς, με άλλην τόσην μπορεί και η γυναίκα να ξεγελασθη
Όσες φορούσι φουστάνιν εγ γεναίτζες ;
(1940)
Δεν είναι το ένδυμα ή το κατάλυμμα που χαρακτηρίζει το άτομον ή τον τίμιον
Η νύφφη μας εζύμωνεν, τζαι τα γουρούνια σαίρουνταν
(1940)
Δι όσους αγνοούντες να εργασθώσι, γίνονται παραίτιοι να ωφεληθώσιν άλλοι
Νύφφη τζ' αντραδέλφισσα, ζευgάριν του δαιμόνου
(1940)
Η τελευταία πιστεύεται ότι ζηλεύει περισσότερον και από την πενθεράν την νύμφην της
Η νύφφη κατακόβκετουν, τζ' ο γαμπρός χαπάριν εν είδεν
(1940)
Δι όσους ζωηρώς επιθυμούσι κάτι και αναμένουσιν ελπίζοντες
Άλλος εχάσσησεν, τζ' άλλος εμετάλαβεν
(1940)
Οι κοινωνούντες ανοίγουσι το στόμα δια να εντεθή η Μετάληψις. Μεταφορικώς δια τους καρπουμένους ό,τι δικαιωματικώς ανήκεν εις άλλους
Βουλλωμένον κολοκούδιν, ξέρεις ειντάση μέσα;
(1940)
Ερμηνεία: Του αγνώστου εις ημάς δεν γνωρίζομεν τον χαρακτήρα
Αντάχ χαρτώννουμεν, πιννιά σου τζαί πιννιά μου τζ' αντάν αρμάζουμεν ππουνιά σου τζαί ππουνιά μου
(1940)
Διαρκούσης της μνηστείας, όλοι είμεθα μέλι – γάλα, όταν όμως πλησιάζει η ώρα του γάμου, το συμφέρον εκατέρωθεν οξύνει τας διαφοράς και οδηγεί εις ακρότητας
Στες τρείς σου τραχανάν, τζ' εις τες ενιά σου ρέσιν τζ' εις τα ποσαραντώματα, οπόβρω τζαί μ' αρέσει
(1940)
Επί εγωιστών που αδιαφορούσι δι όλους. Ο τραχανάς γίνεται με χοντραλεσμένον σιτάσιν, γάλα και αρωματικά εις ζωμόν κρέατος
Με την αράδα σον να πάς, ας είσαι τζαί παπάς
(1940)
Η κοινωνική θέσις και το αξίωμα δεν πρέπει να δημιουργώσι προτιμήσεις άνευ λόγου
Σία, τζ' αράξαμεν
(1940)
Ναυτική εικών. Εφθάσαμεν εις λιμένα προς αγκυροβολίαν δηλαδή απετύχαμεν τον σκοπόν μας. Επίσης λέγεται ειρωνικώς όταν εννοούμεν το αντίθετον, την πλήρη αποτυχίαν μας
Άμα φυσούν το καλοτζαίριλ λιβασιές, έρκετ' ο χρόνος καλός
(1940)
Όταν επί πολλάς ημέρας πνέει το καλοκαίρι δροσερός αέρας η χρονιά είναι δι όλους καλή
Ταύρα με τζ' ας κλαίω, τζ' αγ κλαίω, είντα που σου κάμω;
(1940)
Λέγεται δι όσους επιθυμούσι ζωηρώς κάτι, προσποιούνται όμως ότι δεν τους ενδιαφέρει
Τζει που πήεν η κούνια, ας πα τζαι το μανίτζιν
(1940)
Όταν χαθή το πολυτιμώτερον μας αγαθόν, η απώλεια του επουσιώδους δεν μας είναι αισθητή
Τα φαρτομάνικα εγ καλά, μα φορούν τα τζ' οι παπάδες
(1940)
Τα λούσα είναι καλά δια τας ανωτέρας τάξεις
Συνάφερε όνομα, τζαι δε κορμίν
(1940)
Πιστεύεται ότι αν αναφέρομεν κάποιον αυτός πταρνίζεται ή έρχεται τυχαίως, ότε λέγουσιν “εν εμ παστάρτος”
Η πολλή καλωσύνη εχ χαντοσύνη
(1940)
Η υπερβολή δεν είναι καλή αλλ' ούτε και ωφέλιμος
Η πρώτη μου γεναίκα δούλα μου, τζ΄ η δεύτερη τζυρά μου
(1940)
Δια την εκ των υστέρων εκτίμησιν των υπηρεσιών της πρώτης είναι τρυφερότερος ως εξ ου η δευτέρα σύζυγος αποβαίναι απαιτητική
Άλλοι σπέρνουν τζαί θερίζουν, τζ' άλλοι τρων τζαί βορτωνίζουν
(1940)
Κατά τον βίον άλλοι εργάζονται και κοπιάζουσιν, άλλοι διασκεδάζουσιν σαν βορτώνιν φερόμενοι, διότι η τύχη άφθονα παρέχει τα αγαθά εις τους μεν, μετά φειδούς και κόπου εις τους δε
Η καμήλα την τζύμπην της εν εθώρεν, τζ' ανηέλαν του καμηλιού της
(1940)
Τζήμπη=η κύμβη του βωδιού
Αντάν έτρωες τηγ γρούταν, νείεν τα θυμάσουν τούτα
(1940)
Οφείλομεν να σκεφθώμεν τα επακόλουθα της πράξεώς μας. Συνοδεύεται από κείμενο...ΙΙ
Έκαμεν την ανάγκην φιλοτιμίαν
(1940)
Κατά το “ανάκγα και Θεοί πείθνοται”. Την αδυναμίαν μας με τον προσφορώτερον τρόπον δικαιολογούμεν
Φάε αππίδιν ακαθάριστον, τζαι μήλογ καθαρισμένον
(1940)
Κρίνονται ούτω πλέον εύγεστα και ωφέλιμα εις την υγείαν
Ο γλήορος που το φαείν του φαίνεται
(1940)
Ο γλήγορος εις την εργασίαν του είναι και εις το φαγητόν του
Μήτε όρνιθες έχω, με την αλουπούφ φοούμαι
(1940)
Δεν έχω τίποτε που δύναται να με κάμη να κινδυνεύσω
Τζοιλιά όφτζαιρη εν ι – στέκεται, γιομάτη εδ διπλώνεται
(1940)
Δι οκνηρούς ζητούντας αφορμήν δια να αποφύγωσι εργασίαν
Ο μεγαλήτερός μας σκούντρος εν η τζοιλιά μας
(1940)
Αφορμή της βιοπάλης είναι η ανάγκη πληρώσεως της γαστρός
Άδε κώλομ πούρτεν να κλέψη ταρτσίδκια
(1940)
Ερμηνεία: Επί αναλαμβανόντων έργα ανώτερα των δυνάμεών του
Είντα σε κόφτει, που τοβ βουν του Γιακουμή
(1940)
Να μη αναμιγνυόμεθα εις ξένας υποθέσεις
Η τζοιλιά παραθύρκα εν έσει
(1940)
Η πλήρωσις του στομάχου είναι αναπόφευκτος ανάγκη δια πλουσίους και πτωχούς
Έφτασεν η θηλειά στογ κόμπον
(1940)
Όταν κάτι φτάννει εις το απροχώρητον
Έδωσέν του κόκκαλον να γλύφη
(1940)
Λέγεται ιδία επί δωροδοκίας
Εμείναμεσ στα κρύα του λουτρού
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Έξη του Γεννάρι Φώτα τζ' όποιοθ θέλεις λάμν' ερώτα
(1940)
Δια πράγματα πασίγνωστα που δεν χωρεί αμφισβήτησις
Το γdίν τζαί το γdοσέριν
(1940)
Επί εκείνων που δεν λησμονούσιν ότι θέλουσι, και επιμένουσι εις τας απαιτήσεις των.
Εγdαρέν τον ζωντανόν
(1940)
Επί των τοκογλύφων που είναι άπληστοι και επί των σκληρώς μεταχειριζομένους τινά
Να φάμεν εμείς εν έχουμεν, τζαί της αγαπώ εν να δώσουμεν
(1940)
Εφόσον ημείς αυτοί στερούμεθα των αγαθών του βίου, πως θα προσφέρωμεν τοιαύτα εις άλλους;
Μαριού τζουμιά έν είσεν, τζαί χαλουβάμ παζάρευκεν
(1940)
Δι΄ όσους, ενώ στερούνται των κυριωτέρων διά την ζωήν, ενδιαφέρονται διά τα περιττά και αδιάφορα
Ούλλοι ώσπου θέλουν, τζ΄ εμείς ώσπου έχουμεν
(1940)
Ο πτωχός θα φάγη ό,τι και όσον ηδυνήθη να έχη, ενώ ο πλούσιος όσον θέλει
Πόμπρός αθθρωπεύκει, τζ' αποπίσω γαδουρεύκει
(1940)
Επί τών ευγενώς φερομένων ενώ κατά βάθος είναι δύστροποι
Όποιος έσει γάδαρον, ας τον τρέσει
(1940)
Οι έχοντες συμφέροντα και ωφελείας, ας έχουσι και τας ευθύνας και τας ανησυχίας διά την εκμετάλλευσίν των
Δάκκα ψύλλε τογ κάμηλον για νάβρη αφορμήν
(1940)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς διά τους κακούς τον χαρακτήρα που η ελάχιστη αφορμή αρκεί να παραφέρη εις βιαιοπραγίαν