Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2201-2300 από 3663
Λούλλα Λούλλα, επήαν ούλλα
(1940)
Ερμηνεία: Επί των οικονομικώς καταστρεφομένων, διότι αμελούντες τας υποθέσεις των διεσκέδαζον
Επήεν να χαρτωθή τζ' αρμάστην
(1940)
Ερμηνεία: Επί των βραδυνόντων να επιτελέσωσιν εργασίαν τινά
Άλογον κλάννει
(1940)
Όπως δεν προσέχομεν το ζώον που πέρδεται, ως μη λογικευόμενον ούτω και τους αναιδείς τους υστερούντας εις ανθρωπισμόν
Πέρνει σε τζαι φέρνει σε στηβ βρύσιν άποτον
(1940)
Δια πονηρούς και επιτηδείους οι οποίοι έχοντες πειθώ επιτυγχάνουσι και τα πλέον δύσκολα
Απου νηστέψη Σάββατον ναναι καταραμένος, μόνον το μέγα Σάββατομ πον απηγορεμμένος
(1940)
Παρ' ορθοδόξοις μόνον το μέγα Σαββατον νηστεύεται
Την εδdομάδα πον έσει Σάββατον
(1940)
Δηλαδή ποτέ, διότι δεν υπάρχει εβδομάς χωρίς Σάββατον
Αν είσ' εσού καλός, εν τζ' οι αθθρώποι
(1940)
Ανάλογος προς την συμπεριφοράν μας είναι και η των άλλων
Καλομελέτα τζ' έρκεται
(1940)
Η αισιοδοξία τονούσα τας δυνάμεις μας, υποβοηθεί την προσπάθειαν μας προς επιτυχίας
Σκάζ' ο δκιάολος αντάν να κλάννουν οι πεθαμμένοι
(1940)
Όταν οι δειλοί προβάλλουσιν απειλητικοί οι γνωρίζοντες την αξίαν των εξοργίζονται
Άκουε πολλά, τζαι πίστευκε λλία
(1940)
Επειδή κυκλοφορούντες ειδήσεις αναληθείς δυνατόν να έχωμεν συνεπείας, είναι φρόνιμον να μη πιστεύωμεν ανεξελέγκτως
Αμ μεν κλάψη το παιδίν, εδ δκιά η μάνα το βυζίν
(1940)
Χωρίς να προσκλαυθώμεν, ουδείς μας βοηθεί
Κάμν' ο κλέφτης αλοχήν να βοηθή που χάση
(1940)
Όπως οι κλέπται θορυβούν δια να συσκοτίσωσι τα πράγματα
Κώλος που κλάννει, γιατρόν εφ φοάται
(1940)
Η πορdή και το πτάρνισμα θεωρείται ένδειξις βελτιώσεως του πάσχοντος
Το κκισμέτιθ θέλει τζαι καϊρέττιν
(1940)
Ό,τι είναι προωρισμένον να γίνη αλλ' ασφαλέστερον αν συμβάλομεν και ημείς
Εν το πουττίν το κλαμένον
(1940)
Λέγεται δι όσους παραπονούνται εκ χαρακτήρος
Δε μάναν τζ' έπαρε κόρην
(1940)
Τον χαρακτήρα των τέκνων μορφώνει ιδίως η μητέρα. Αν αυτή υπήρξεν άψογος, και η κόρη θα είναι τοιαύτη
Τηγ κουφήν αδ δεν τημ πειράξεις εδ δακκάνει
(1940)
Οι κακοί αν δεν τους δώσωμεν αφορμήν, δεν μας βλάπτουσι
Αλοί στ' αντζειόμ πον να ρα(γ)ή
(1940)
Θα αισθανθή ζωηρώς το κακόν εκείνος που θα πάθη
Η καμήλα ανάγυιωσε το καμηλίν της, τζ' εφορτώννετουν τζαι το γομάριν του
(1940)
Λέγεται δι όσους αντί βοηθείας επιβαρύνονται την συντήρησιν συγγενών των
Εδάκκασέ σε ο κάμηλος, καπνίστου το μαλλίν του
(1940)
Όπως ο ορός εχίδνης είναι ιαματικός, κατά το: “Ο τρώσας ιάσεται”
Επήαμεν να κάμουμεμ μαλλιά, τζ' εκάμαμελ λύκους
(1940)
Δι όσους αντί κέρδους που επεδίωξαν μόνον ζημίαν εσημείωσαν
Εν η καμήλα του Πάση Πάση
(1940)
Αμφότεραι ονομασταί δια την ιδιοτροπίαν των. Λέγεται επί κορασίδων ιδιοτρόπων και φλυάρων. Η καμήλα του πάση πάση φέρεται ως υψηλή και παχειά συγχρόνως
Εκαλέσαν τηγ καμήλαν για ξύλα, για νερόν
(1940)
Δι όσους περιποιούμεθα δια να μας παράσχωσιν υπηρεσίας
Εν ο κάμηλος ο κατζιάρης
(1940)
Η καμήλα θεωρείται πολύ πεισματάρα, καιροφυλακτούσα να εκδικηθή
Η μάνα εν ταγιά
(1940)
Ανατρέφει τα τέκνα τα οποία απομακρύνονται αυτής ξενητευόμενα ή νυμφευόμενα
Θώρε γούγιαν τζ' αγόραζε παννί. Δε μάναν τζ' έπαιρνε παιδίν
(1940)
Δια γάμον συμφέρει να ερευνηθή ο βιος των γονέων δια λόγους κληρονομικότητος
Απόσει νύσια κνήθεται, τζ' απόσει χτένια χτενίζεται
(1940)
Ο πλούσιος δύναται να ικανοποιεί κάθε ανάγκην και ιδιοτροπίαν των
Το πουττίμ μ' εγιώ τ' ορίζω, τζ' όπου θέλω το δανείζω
(1940)
Δικαίωμά μας και τα πολυτιμώτερά μας να διαθέσωμεν όπως μας αρέση
Έσει φλαντζίν του καμήλου
(1940)
Δια τους λίαν υπομονετικούς
Κυβαλεί σαν το λιμπούριν
(1940)
Ερμηνεία: Επί των προνοητικών και οικονόμων που αποταμιεύουσι
Λόγια άκακα εν ι βλάφτουν
(1940)
Δεν θίγουσι ανυστερόβουλα λόγια
Ρωμάνιζε τημ πόρτασ σου, για να μεν ι – βκάλλεις τογ γείτοσ σου κλέφτην
(1940)
Παθόντες δι αφροντισίαν μας αιτιόμεθα άλλους
Ο προκομμένος είντα θέλει το μάλινς Τζ' ο απρόκοπος είντα το θέλει;
(1940)
Ο πρώτος δύναται να αποκτήση, ο δεύτερος και έχων το χάνει
Κατά το κορμίμ μανίτζιν, τζαι κατά το μπόϊν πόδιν
(1940)
Κατά την κοινωνικήν εκάστου θέσιν είναι ανάλογος η εκτίμησις των άλλων
Εμώρισεσ σαν τηγ γλωσσαρκάσ σταβκά
(1940)
Η γλωσσαρκά αφιερούται εις το έργον της αδιαφορούσα με ό,τι συμβαίνει πέριξ της
Πο τζειν' το πλευρόν να τζοιμηθής
(1940)
Ειρωνικώς, μείνε ήσυχος, μ' αυτήν την ελπίδα
Ήρτεν του σαν το πελάφιν
(1940)
Δι όσους εκέρδισαν πολλά χωρίς κόπον και δαπάνην
Του ππιντή ταβκόν κρόκον εν έσει
(1940)
Πιντής = ακριβός, τσιγγούνης
Ψιλόχ χοντρόν κατέβαζε, τζ' εσύ ροδάνι γέμωνε
(1940)
Ας γίνεται οπωσδήποτε η εργασία, έστω και μη επιμελημένη
Έκαμεν τα πικρά γλυτζειά
(1940)
Πολλάκις ό,τι δεν μας αρέση κατ' ανάγκην ανεχόμεθα
Ξένα σέρκα σ' αναπαύκουν, τζαι τηγ καρκιάσ σου κάβκουν
(1940)
Δι όσους συνεπεία ενδείας, περιθάλπουσι ξένοι
Τοξ ξένον τζήπομ πότιζε, νάθκει πάντ' ο δικός σου
(1940)
Ο ευεργετών ευλογείται από τον Θεόν και ευτυχεί
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
(1940)
Εσυνηθίζετο να δίδεται εις τα βρέφη “μασσίν” τροφή μασημένη
Ο ξένος τζ' ο φτωχός, εμ που τοθ Θεόν
(1940)
Αμφότεροι είναι άξιοι οίκτου και βοηθείας
Εν να σε κάτσω στημ μανάσσαν
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τταβάν τζ' οφτόν, αντρέα μου
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων η τύχη μένει πάντοτε η αυτή
Είμεθα συγγενείς. Η μάννα σου τζ' η μάνα μου εγ γεναίτζες
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς
Εν το κλειδίν τσαι τ' αννοιχτάριν
(1940)
Ερμηνεία: Επί πλουσίων και ισχυόντων, οι οποίοι είναι το δεσμείν και το λύειν
Ελ λινοπάμπακος
(1940)
Αποκαλούνται οι δουλεύοντες εις δυο κυρίους όπως με δυο είδη κλωστής είναι συνυφασμένον το λινοπάμπακον ύφασμα
Εγινήκαν τα πικρά γλυτζειά
(1940)
Δι όσους, δυσηρεστημένοι εν αρχή δι' ιδιαιτέρους λόγους, συμφιλιούνται
Με κασσίδην τζαι σπανόν, allis veris μεγ κάμεις
(1940)
Αμφότεροι ως σημαδκιασμένοι του Θεού, θεωρούνται δύστροποι, κακοί, απατεώνες
Όπκοιος κοπρίζει, κερτίζει, όπκοιος κλαδεύβκει, δυναμώνει
(1940)
Το λίπασμα βοηθεί την καρποφορίαν των δένδρων, όπως και το καλόν κλάδευμα της αμπέλου
Εππέσαμ πάνω μου σαν τους λιμπούρους
(1940)
Ερμηνεία: Επί πλουσίων γενναιοδώρων που τους περικυκλούσιν οι πτωχοί
Του παιδκιού μου το παιδίν σγιον το μέλιν εν γλυτζίν
(1940)
Τα εγγονακια μας αγαπώμεν διότι σπανίως τα βλέπομεν και δεν ενοχλούμεθα από τας ιδιοτροπίας των
Παίζει τ' αππάριν του
(1940)
Δι' αήθη και ασυμβίβαστα
Κολοκούδκια στο πατερό
(1940)
Ερμηνεία: Επί εξεζητημένης δικαιολογίας
Μεγάλοβ βούκκοφ φάε, μεγάλολ λόομ μεμ πης
(1940)
Ούτε πνίγεται αλλ' ούτε και κινδυνεύει κανείς από μεγάλην μπουκιάν, όσον περιέρχεται εις δύσκολον θέσιν καυχησιολογιών
Επή(γ)εν να σέση τζ' εβόλλησεν
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων ανέλαβον υποχρέωσίν τινα και βραδύνουσι να την επιτελέσωσι
Εμ πον είδες αρτσίφκια καλογήρου
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τζαι τοβ βασιλέα πίσω του υβρίζουν τον
(1940)
Εάν πρόσωπον αξιοσέβαστον υβρίζεται, κοινός θνητός δεν πρέπει να απορή υβριζόμενος
Τζείνος που σ' αγαπά κάμνεις σε τζαι κλαίεις
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Όποιος κλέφτει, τομ μισόν τζαιρόμ πεινά τον
(1940)
Εφόσον δεν θα ευρίσκη συχνά ευκαιρίας δια να κλέψη
Να φοάσαι τοβ βουμ που μπροστά, τημ μούλαν από πίσω, τζαι τογ καλόηρομ που ούλλες τες πάντες
(1940)
Ο βους μας κτυπά με τα κέρατα και η μούλα μας κλωτσά
Απ' αππηά πολλά παλλούτζια, μπαίνει τζαι κανένα στογ κώλον του
(1940)
Οι τολμηροί κάποτε αποτυγχάνουσι και σοβαρώς ζημιούνται
Πόσει μέλιβ, βάλλει τζ' εις το γάλαν τ' όξινον
(1940)
Οι πλούσιοι ιδιότροποι, επιζητούσι τρόπους μεγαλητέρας δαπάνης
Έκαψα τα ρούχα μου να μεφ φοούμαι τους ποντικούς
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται προς κολασμόν λύπης, επελθούσης εκ σοβαράς ζημίας
Το κάστρος που μέσα πέρνεται
(1940)
Οι συγγενείς, γνωρίζοντες τα καθ' ημάς δύνανται να μας βλάψωσι
Κάτι λάκκον εσ η φάβα
(1940)
Δια πράξεις οπισθοβούλους είτε πλήρεις μυστηρίου
Αλοί τοδ δέρνουν εκατόν, τζ' άλλον τοδ δέρν' ο νους του
(1940)
Υπάρχουσιν, οι ευσυνειδήτως επιτελούντες το καθήκον των και οι ασυνειδήτως
Ο λόος εν τσακριά
(1940)
Όπως ο ήχος μεταδίδεται αμέσως και ταχέως παντού
Ο μακρύς τρώει σύκα, τζ' ο κοντός συκόφυλλα
(1940)
Ο πτωχός αδυνατεί να έχη όσα και ο πλούσιος
Το καντήλιν του λουλουπίζει
(1940)
Ερμηνεία: Επί μελλοθανάτου που η ζωή του σαν το φως τρεμοσβύνει
Του κλέφτη το καντήλιν, το μισόν τζαιρόν αφταίνει
(1940)
Όσον επιτήδειος και αν είναι θα έλθη η στιγμή να πεινάση είτε και να συλληφθή
Κλέφτης αμολόητος, μπέην αξίζει
(1940)
Αναποδείκτως δεν δυνάμεθα να κατηγορήσωμεν κανένα
Όπκοιος σ' αγαπά, κάμνει σε τζαι κλαίεις, όπκοιος σε μισά, κάμνει σε τζαι γελάς
(1940)
Ο αγαπών τινα επιπλήττει αυτόν σφάλλοντα δια να διορθωθή, ενώ ο μισών ωθεί τούτον εις το κακόν ενθαρρύνων αυτόν παρεκτρεπόμενον