Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1901-2000 από 3663
Η πείνα την εβκενιτζήν πρβκενιτζήν τηγ κάμνει
(1940)
Η πενία και η στέρησις ωθεί εις ολισθήματα εξ απογνώσεως
Πειράζει τον το σακκόδημμα
(1940)
Προήλθεν από τα παραμύθκια της παπαδκιάς (ΚΚ “ ΙΑ 113)
Ο πεινασμένος πιστεύκει τομ πεινασμένον
(1940)
Διότι γνωρίζει την δοκιμασίαν του και συμπονεί τους εν δυστυχία
Το φεγγάριν τογ Γεννάριν, άλλο λλίον νάταμ μέρα
(1940)
Κατά τον Ιανουάριον η ατμοσφαίρα είναι πολύ διαυγής συνεπώς και η σεληνοφώτιστος βραδυά είναι σαν ημέρα
Του γέρου τα λόγια, χτίζουν κατώγεια τζ' ανώγεια
(1940)
Ο εν ηλικία ήδη απέκτησε πείραν και δύναται να μας καθοδηγήση ώστε να ευδοκήσωμεν
Πάρε που γενιάς, τζ' έννοιαμ μεν έσεις
(1940)
Καλή κοινωνική θέσις μιας οικογενείας αποκτάται δια μακράς προσπαθείας, συνακολουθείται δε απο ανωτερότητα χαρακτήρος
Για του βάθους, για του ψήλου
(1940)
Λέγεται δι' όσους διακινδυνεύουσιν όλα δι' όλα
Πού τόν αέραν ήρταν, εις τόν αέραμ πάσιν
(1940)
Όταν τα κέρδη μας δεν είναι ανάλογα με την εμπορικήν μας ικανότητα και δραστηριότητα, αλλά με τα αδικίας δι' ών επραγματοποιήσαμεν αυτά, εξανεμίζονται και ως κατηραμένα πιστεύεται ότι δεν θα έχουσι καλόν τέλος
Αέραγ κουπανίζεις
(1940)
Τον αέρα δέν δυνάμεθα να κοπανίσωμεν
Πίτταν έσεις, τζ΄ έννοιαν έσεις;
(1940)
Όταν έχομεν τα απαραίτητα να μη στεναχορούμεθα διά τα επουσιώδη
Έσει εις τα τέσσερα όρη
(1940)
Δηλαδή : ουδεμίαν έχει κτηματικήν περιουσίαν
Ακριβός θαρρεί τζερταίνει τζ' άστοχα τζάι εν το ξέρει
(1940)
Ερμηνεία: Ο προτιμών τα ευθηνά, όθεν κακής ποιότητος, ζημιούται όπως και ο μη δαπανών προς βελτίωσιν των όρων υφ' ούς αι εργασίαι του διατελούσιν. Την παροιμίαν αναγράφει και ο Σακελλάριος Σ.Β. 591 λήμμα κερδαίνω, αλλά ο ...
Ανάθεμα τα δόγκια που κρατούν τηγ γλώσσαν
(1940)
Πολλάκις αναγκαζόμεθα να μη λέγομεν όσα σκεπτόμεθα
Όποιος λάμνει γλήγορα, αρκεί να πάη
(1940)
Ο πολύ βιαζόμενος υποπίπτει εις λάθη που παρέχουσιν κωλύματα
Απού τσικνίθα βκαίνει βασιλιτσιά, τζ' από βασιλιτσιάν τσικνίθα
(1940)
Από γονείς αξιολόγους γεννώνται πολλάκις ανάξια τέκνα και τανάπαλιν
Ακόμη εν τον ίδαμεν τζαί Γιάννην το εβκάλαμεν
(1940)
Δι' όσους ενδιαφέρονται και εκφέρουσι γνώμην επί μελλόντων γεγονότων, είτε και κάμνουσι σχέδια δια πράγματα εν νεφελώδει καταστάσει.
Πού πάντα πολλά βιάζεται γλήορα πεθανίσκει
(1940)
Ο συνήθως πολύ βιαστικός, είναι ευαίσθητος καί νευρικός, ώς εκ τούτου καί μάλλον βραχύβιος
Αμ μεβ βρέξ' ο ουρανός, χόρτον εβ βλαστά
(1940)
Τίποτε δεν ευοδούται αν δεν συμβάλκη κάτι ή κάποιος
Τα προιτζιά της Παντελούς μας, ούλλομ μέσκια τζαι παπουτσια
(1940)
Λέγεται ιδία επί προσώπων που δεν έχουσι να επιδείξωσι κανέναν προσόν άξιον λόγου. Μέσκια είναι υποδήματα εκ πολύ λεπτου Δερματος, συνήθως κόκκινα
Η πουτάνα, αντάν εμ μπορεί να γαμηθή, κάμνει πεζεβεγκλίκκιν
(1940)
Δι' όσους, χωρίς συμφέρον, βοηθούσι τους άλλους να πράξωσι πλημμελήματα
Κατύση του σπιδκιού, που κράζ' η όρνιθα τζαι σιωπά ο πετεινός
(1940)
Όταν ο σύζυγος δεν κυριαρχεί, τα οίκου του δεν δύνανται να βαίνωσι καλώς
Κάτσε πέτρα, τζει που σε θέλουν
(1940)
Δι όσους πράττουσι ό,τι ευαρεστεί τους άλλους δια να μη έχουσι ευθύνας
Πούστε τζείνες, πούστε τούτες, πούστ' οι δώδεκ' ανεράδες
(1940)
Ερμηνεία: Επί νοικοκυράς πολυασχόλου ή οκνηρού
Ο κακός ο σσύλλος ψόφον εν έσει
(1940)
Ποθούντες να απαλλαγώμεν από κακόν άνθρωπον νομίζομεν ότι ο χρόνος της ζωής του διαρκεί πολύ
Εν το κουτσόν της Παληαφικάρας
(1940)
Ερμηνεία: Επί προσώπων ανησύχων αεικινήτων
Μεν το πης μήτε του παπά
(1940)
Πρέπει να είμεθα πολύ εχέμυθοι
Μια παδκιά του γερόβουδου αξίζει εκατόν του νηού
(1940)
Έχει περισσοτέραν βαρύτητα η γνώμη και η συμβουλή του γεροντοτέρου, διότι έχει πείραν της ζωής
Ο τράος αντάν τραεφτεί, τζαι πάει των τζερράτων τους γίλους της γεναίκας του, πέρνει τους τζαι τζερνά τους
(1940)
Δι όσους έχασαν κάθε αίσθημα τιμής
Οι γονιοί οι προκομμένοι, κάμνουσι παιδκιά γουρσούζικα
(1940)
Πολλάκις καλοί γονείς έχουσι τέκνα ανάξια των.
Αγόρασέν τα τοις μετρητοίς
(1940)
Όπως οι ψωνίζοντες πέρνουσιν ό,τι χρειάζονται και ευχαριστημένοι πληρώνουσι, τοιουτοτρόπως και οι αγαθοί
Οτούρτουρας εμήνυσε, τ' άι Μηνά πως έρχεται, αδ δεν έρτη τ΄άι Μηνά – τ' άι Φιλίππου έρχεται
(1940)
Του απ. Φιλίππου η μνήμη είναι κατά την 14 Νοεμβρίου
Πκιάσ' τογ κκέλην, τζ' έβκαρ' τα μαλλιά του
(1940)
Από τον πενόμενον δεν έχομεν τίποτε να καρποθώμεν
Τα ζαβά τα τζουμιά ο μάντζιπας τα τρώει
(1940)
Το λάθος δίκαιον είναι να επιβαρύνη εκείνον που το διέπραξε
Αφρίζει, έν αφρίζει, τομ παράμ μου έδωσα τον
(1940)
Ερμηνεία: Κάποτε αρβανίτης ηγόρασε για τυρί σαπούνι, που όταν εδοκίμασε να το φάγη άφριζε, έκαμνε σαπουνάδα. Δία τους φιλάργυρους που χρησιμοποιούσι και τα πλέον ακατάλληλα διά να μη ζημιωθώσι
Άρπαξέ με τζαί να σ' αρπάξω
(1940)
Δια τον ήλιον του χειμώνος
Αφορμή μου κλούθα μου
(1940)
Ερμηνεία: Ο δύστροπος ευρίσκει αφορμήν να δικαιολογήση κακήν του πράξιν
Αθ θέλης να κάμης νύφφην, πάαιννε έσσω την Σάββατον
(1940)
Την ημέρα αυτήν γίνεται καθαριότης
Του πουλιού ο νους, εμ πάντα στο τζεχρί
(1940)
Ο κοιλιόδουλος σκέπτεται την πλήρωσιν των ορέξεών του
Δος του ρουθουνιού σ' αέραν
(1940)
Εσπευσμένη φυγή προκαλεί ταχείαν την αναπνοήν
Πίννει νερόν
(1940)
Δι' όσους είναι δόλιοι, ή και εξαγοράζονται, και συνεπής είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης
Κάθε πέρσι τζαι καλύτερα
(1940)
Τα παρόντα κακά, είναι πρόσφατα και φαίνονται αφόρητα, ενώ τα παλαιά είναι ανώδυνα διότι ελησμονήθησαν
Ο παπάς κρατεί τ' ασσίν, τζ' η παπαδκιά τ' ασσόδεμαν
(1940)
Ερμηνεία: Δι' όσους φαίνονται διευθύνοντες τας υποθέσεις των, ενώ πράγματι άλλοι διευθύνουσι
Παράδες τζαι κολότζιν, τζαι κρασίμ πολύν
(1940)
Ερμηνεία: Όταν διαθέτομεν τα μέσα είναι εύκολος η απόκτησις του ποθουμένου
Τόσομ πράμμαν έσει το τζ΄η παπαδκιά
(1940)
Ερμηνεία: Εις περιπτώσεις μειώσεως της υπολήψεως και της τιμής άλλων
Με τομ παράμ μου, γαμώ την τζυράμ μου
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα διαφθείρει ευκόλως τας συνειδήσεις
Παράν εγ κρατείς; Παράν εν αχρήζεις
(1940)
Ερμηνεία: Ο πτωχός δεν εκτιμάται έστω και αν έχει προτερήματα
Τα σκατά όσον τα ανακατώνεις βρωμούν
(1940)
Όσον ψυχολογούμεν ανυπόληπτα άτομα τόσον και απεχθέστεροι μας φαίνονται
Τρων οι σσύλλοι που πάνω της
(1940)
Δια τους πολύ ακαθάρτους
Έγιν' τ' Ανάστα ο Κύριος
(1940)
Εικών εκ της οχλαγωγίας κατά την λειτουργίαν της Αναστάσεως, όταν ψάλλεται ο ''καλός λόος''
Θωρείς νύφφησ στολισμένην, τζ' αρωτάς αν εγ γαριλλιασμένη;
(1940)
Εκείνο που φαίνεται δύναται να εξελεγχθή ταχύτατα
Καλώς τομ μαντατάρην. Κατά που έφερεν να πάρη
(1940)
Ερμηνεία: Ο φέρων μαντάτα λαμβάνει φώρον ανάλογον προς το ευχάριστον της ειδήσεως
Την τζερκατζήν, φόρησ' τάσπροσ σου βρατζίν
(1940)
Το άσπρον βρακίν, ενδυμασία των παλαιοτέρων, ήτο κάποτε επίσημον εορτινόν φόρεμα. Ανάλογος προς τα πρόσωπα και τας περιστάσεις πρέπει να είναι και η συμπεριφορά μας
Να βλέπης το κρασί πρίχ χαλάση τζαί σενωστή
(1940)
Πρέπει να είμεθα προμηθείς δι΄ όλα και να προλαμβάνωμεν επικείμενον κακόν
Κάμε το καλόν, τζαι ρίξε το στογ γιαλόν
(1940)
Κάμε το καλόν χωρίς να αποβλέπης προς ανταπόδοσιν
Εγ κατεβαίνει που το κάππα τζαι κάτω
(1940)
Δι υπερφιάλους μη συμβιβαστικούς
Ρώτα μάνα, τζ' έπαιρνε κόρην
(1940)
Λόγοι παραδειγματισμού δύνανται να επηρεάσωσι το ηθικόν της
Η καρκιά της μάνας, σαν τηθ θάλασσαν ι – μοιάζει που μήτε στηφ φουρτούναμ μήτε στημ πουνάτσαμ πνάζει
(1940)
Η ψυχή της μάνας ανησυχεί δια την ζωήν και ευτυχίαν των τέκνων της
Αλουπός κούντουρος, μα η τζοιλιά του εγ γιομάτη
(1940)
Επουσιώδες ελάττωμα είναι ουδέν, όταν αντισταθμίζεται από ουσιώδες προτέρημα
Πιάσ' τον τίτσιρον τζ' έβκαρ' τα ρούχα του (βρατζίν του)
(1940)
Από πάμπτωχον δεν έχομεν τίποτε να ωφεληθούμεν
Πιάννει τα πουλιά με το στόμαν του
(1940)
Δια τους φημιζομένους ως επιτηδείους και ικανούς
Αγγονίστην τζ' η πελλομαρού μιλλόπιτταν
(1940)
Επί ανικάνων πολύ τυχηρών όμως, με την σημασίαν ο ανεπιτήδειος εβοηθήθη από την τύχην να έχη ευχάριστον απόκτημα. Και αλλαχού της Κύπρου προ παντός όμως εις την επαρχίαν της Καρπαθίας κατασκευάζονται πολύ εύγεστοι μιλόπιττες ...
Αγκονίστης σσύλλοβ βρε Σαλλούμη;
(1940)
Λέγεται μετ΄ειρωνείας προς πτωχούς κομπάζοντας και επιδεικνυομένους διότι απέκτησαν τι ανάξιον λόγου
Έναχ χρόνοδ δάσκαλος, σαράντα χρόνους πελλός
(1940)
Ο περιορισμένος κύκλος εργασίας και η μακρά μετά μικρών διαβίωσις επιδρά επί την ψυχικήν του διδασκάλου διάθεσιν
Πού τόμ παρπέρην αγοράζεις σαπούνιν;
(1940)
Ο καθένας έχει καθωρισμένον κύκλον εργασίας και ειδικότητος ώστε να αποβαίνη τελείως παράλογον να μας ζητούνται πράγματα εκτός κύκλου της ειδικότητος, της ικανότητός μας
Ο δκιάολος εμ' μακρυά, μα το σέριν του φτάνει παντού
(1940)
Ερμηνεία: Διά τους φύσει σκανδαλοποιούς, τους πάντα τολμώντας διά τους σκοπούς των
Δός μου στό τζεφάλιν, να σου δώσω στό πιθάριν
(1940)
Καλόν κλάδευμα εξασφαλίζει καλήν καρποφορίαν της αμπέλου
Έμπην ο Δετζέβρις; Δίκαιος πόσπειρε
(1940)
Η πρώϊμος σπορά θεωρείται πλέον εψησφαλισμένη από την όψιμον
Απόσει τες όρπίδες του εις τον Θεόν τον ένα, τρώει τζαί πίννει ήσυχα, τζαί πέφτεθ νεπαμένα
(1940)
Η πίστις επί τον Θεόν ενισχύει ώστε να ευδοκιμήσωμεν
Θαρκιέσαι πως τάβκ' αλωνέβκουν τα τζαί τες πίττες λουτουρκούντες;
(1940)
Ειρωνικώς προς τους εκφράζοντας ανόητον γνώμην ή προς τους επιχειρούντας να επιτελέσωσι κάτι χωρίς να έχωσι την προς τούτο δύναμιν, ειδικότητα ή ικανότητα.
Ακόμα με αβκά, με πουλιά
(1940)
Τα πουλιά βγαίνουν από τα αυγά,επομένως δια να έχωμεν πουλιά πρέπει πρώτον να έχωμεν αυγά.Δεν είναι δυνατόν να έχωμεν κέρδη,χωρίς πρώτον να επιχειρήσωμεν τι το επικερδές, ούτε και να έχωμεν αποτέλεσμα αν δεν προηγηθεί ...
Τζει που κατουρούν οι στραβοί, οι μπλεπούμενοι εθ θωρούν;
(1940)
Όταν ο κουτός επιζητεί να γελάση τον ευφυή, ούτος δεν το αντιλαμβάνεται;
Ο Θεός εν τζαί πκερώννει Σαββαδκιάτικα
(1940)
Ενθυμείται και τιμωρεί την ώραν που πρέπει
Τραύα τζει τζ' εκάηκα
(1940)
Ερμηνεία: Οκνηροί, αντί να φύγωσι από καναπέν καιόμενον, εσπρώχνοντο δια να μη είναι πλησίον του καιομένου
Η δουλειά η καλή, κάθε έξη μήνες γίνεται
(1940)
Η εργασία πού γίνεται μετά της δεούσης προσοχής απαιτεί χρόνον τινά
Η ρκά έτσι κατασείμονα τ' αγγούριν αθθυμήθην
(1940)
Επί ακαίρου και παραλόγου επιθυμίαας ίδια επί παρηλίτου εποζητούντων να έλθωσιν εις γάμον κοινωνίαν
Η νεβκά ναγ καλά, τζαι βολίτζια μπαίνουν άλλα
(1940)
Ο κύριος παράγων, ως στυλοβάται της οικογένειας πατήρ και μήτηρ
Η ορκή του Θεού που τα τζεραμύδκια κατεβαίνει
(1940)
Το κακόν αφνηδίως απερχόμενον, είναι ως Θεόυ κατάρα
Ήβρες φαείφ φάε. Είδες δουλειάφ φύε
(1940)
Λέγεται υπό αστειότητος, όταν ευρίσκομέν τινα τρώγοντα ή εργαζόμενον
Κότσινα νέφη, μαύρη πείνα
(1940)
Όταν έχη κόκκινα νέφη δεν βρέχει συνήθως