Αναζήτηση
Αποτελέσματα 181-190 από 797
Κουρέμματα του κοτσιφού όντε μαδεί η γι' όρα του
(1920)
Κουρέμματα = Εκ του κείρω, κουρεύω, κουρεύματα
Κακό 'τανε το κλήμα κ' εφαέ το και το χτήμα
(1920)
Χτήμα = ίππος, όνος, μουλάρι (κτήμα)