Αναζήτηση
Αποτελέσματα 701-710 από 802
Άνδρας μαντατεμένος είναι σπαθί ακονισμένο
(1921)
μαντατεύω= καταγγέλω, προδίδω, μαντατεμένος= κατηγγελμένος, προδομένος
Εσύ κακό χειρόβολο κι' εγώ κακό δεμάτι
(1920)
Χειρόβολο = δέμα σίτου ή κριθής κλπ (μάτσο)