Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3801-3900 από 4029
Ήπιασε το Θεό από τον πόδα!
(1949)
Ως σε θωρούνε, σε γράφουνε
(1949)
Το φεγγάρι του Γεννάρη, παρα λίγο, νάναι μέρα
(1949)
Το φεγγάρι είναι πάντα όμορφο και συμπαθητικό, αλλά, “το φεγγάρι του Γεννάρη, παρά λίγο, νάναι μέρα
Να, κασάπη, παράδες και δώσε μου κρέας!
(1949)
Επί ατόμων, τα οποία δεν ψωνίζουν προσεκτικά
Απού ντρέπεται, κακά ζη
(1949)
Το σπίτι σου ζεμπέρωνε, το γείτονά σου μην κακοφοράσαι
(1949)
Ζεμπέρωνε=κλείδωνε, κακοφοράσαι=υποπτεύεσαι (κακοφορούμαι)
Φάε, γούννα μου, πιλάφι!
(1949)
Δηλοί ότι τα φορέματα ελκύουν ταν σεβασμόν.
Πιο πολύ καιρό περνα κια είς με το παλαιό παρά με το καινούργιο
(1891)
Κια εις = κανείς
Δεν είν' άξιος να του γυαλίση τα παπουτσια του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν ότι είναι τις κατά πολύ υποδεέστερος του άλλου
Επήρε ούλη την παπάρα
(1892)
Σημείωση: Pappare (ιταλική)= υβρίζω
Αμμόλλαρε τον πόρο τση σακκούλας
(1892)
Σημείωση: Ammolate (Ιταλικά)= τρέχω, κάμπτω
Έπεσε στα παλάγεια του
(1892)
Σημείωση: Palanca (Ιταλική) = περιχαράκωμα
Ερώτησε τον μπάρμπα μου το χιλιοψωματάρη
(1892)
Ερμηνεία: Απευθύνεται ειρωνικώς περί του ψεύδου του επικαλουμένον των επιβεβαίωσιν ετέρον ψευδολόγου
Μαλώνουν σαν τση σκύλους
(1892)
Ερμηνεία: Επί των διαπληκτιζομένων, μεταφορικώς από των κυνών, οι οποίοι συρρέοντες εις τας πλατείαις γαυγίζουν αδιακόπως
Δεν τα βγάνει στ' ανοιχτά
(1892)
Ερμηνεία: Επί ανίκανων να φέρωσιν εις πέρας υπόθεσιν επιχείρησιν
Βαστά το κεφάλι του αποκάτω από την μασκάλη του
(1892)
Ερμηνεία: Περίφρασις αλληγορία, αντί του διατρέχει κίνδυνον η ζωή του
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλαις να 'χει ο πεθερός
(1893)
Παροιμία αναφερομένη εις τον δι' αρπαγής γάμον
Οντέ κοιμάται, δε θωρεί
(1949)
Ερμηνεία: Επί επαιρομένων για την εξυπνάδα των, ενώ είναι κουτοί
Επεράσαν τα κεράσα!
(1949)
Ερμηνεία: Επί χαμένης ευκαιρίας
Το κουτό κοντορνιθάκι πάντα δείχνει πουλαδάκι
(1920)
Κοντορνιθάκι = μικρού αναστήματος όρνιθα, κόττα
Επήγα να ξεβατώσω κ' εγώ εσιοβάτωσα
(1920)
Ξεβατόνω = εξάγω τινα ή εμαυτόν, ξεμπλέκω από τας βάτοις
Του συντέκνου μου ο σκύλος συντεκνός μου είναι κι εκείνος.
(1923)
Η σχέσις του ενός των συζύγων προς τους συγγενείς του ετέρου παν άλλο η σχέσις συγγένειας λογίζεται, ου ένεκα και εκ ταύτης εμορφώθη παροιμία λεγομένη κατά παρέκτασιν εις ειρωνίαν παντός ονομάζοντος συγγενή του τινά, μη ...
Έβγα που το σπίτι σου, να ξεγιβεντιστης κι έμπα στο σπίτι σου να ποσορευτής.
(1949)
Δηλοί ότι πρέπει να αποφεύγουμε τα δανεικά πράγματα.
Απού δε κτίσει σπήτι, απού δε φυτέψει αμπέλι, κι απού δε κάμει κοπέλι, δε κατέει ο κόσμος ίντα 'ναι.
(1920)
(βλ. και παντρεύω;)
Σερνάμενοι, κουνάμενοι και κουρνολαγαράτοι
(1949)
Λέγεται όταν πάη κάπου μαζεμένη όλη η οικογένεια
Έπεσε το σπήτι και με πλάκωσε.
(1918)
Φερ. Μεταφ. επί απροσδοκήτω δυσαρέστω ακούσματι.
Ευρήτε τον τη σφαγαρά του
(1923)
Η σφαγίτης φλετζ. μεταφ. το ασθενές το τρωτόν μέρος (ο σφυγμός).
Συφάμελος, συγκούρμουλον
(1923)
Οικογενειακώς, εκ μεταφ. από της κουρμούλας= κτήμα με τους κλώνους του.
Πιάνεις λόγο Σφακιανέ; Πιάνω. Κάτσε. Ας στέκω κιόλας
(1923)
Κυρίως απεικονίζει τον αμετάτρεπτον χαρακτήρα των Σφακιανών. Εκ μεταφ. Φέρεται επί των αθετούντων υποσχέσεων και των ισχυρογνωμόνων.
Σφάκα που τη θέλεις!
(1928)
Ξύλο που θέλεις
Τόνε σέρνει στην κούρτη ντου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία προσκολλώνται σε πρόσωπα επίσημα.
Σφάκα είναι τα χείλη μου
(1923)
Είμαι σφόδρα λυπημένος
- Κατέχεις να σφυρίζης; Λέει όϊ - Αι, κι ίντα τα θες τα πρόβατα;
(1949)
Δια να δηλώση ότι έκαστος πρέπει ν' ασχολήται με την ειδικότητα του.
Σώσον ελέησον
(1914)
Κοινόν. Εν ονόματι του θεού σώσον με. Σώσον ελέησε. Εκ του εν τη εκκλησία Σώσον, ελέησον και διαφύλαξον...
Ο κόσμος το χει τούμπανο
(1914)
(βλ. κρυφός)
Ήπεσε το σφουγγάρι και τον επλάκωσε
(1949)
Επί ατόμων επισφαλούς υγείας.
Τάζ' αυγά με τα καλάθια και λαγούς με πετραχήλια
(1923)
Φέρ επί των παρεχόντων ξενάς ή δυσπληρώτους υποσχέσεις.
Το στεφάνι για φιλά τα, για χαλά τα.
(1938)
δηλαδή τα μαλλιά.
Τον ήβαλε στα κακά στενά.
(1949)
Του ΄καμε ένα τακίμι
(1923)
Εις μεταφορά, τον έδειρε
Έγινε το μάλε βράσε
Κρήτη το στη βράση της μαλκάς. Το συνθέτον μαλιοβράσι θα προήλθεν εκ της συχνής συνεκφοράς των δύο λέξεων. Εκ τον κρητικόν φαφλατάν (φυλ) 285 σελ. 4 (1913), λέγεται “σ' αυτό το μάλλεβράσι'. Εκ του μαλιοβράσι ή μαλαβράση προήλθε και το μάλε- βράσε (οπότε...
Ψωμί κι αλάτι εφάγαμε μαζί
(1890)
Υπενθυμίζεται δι αυτής η παλαιά φιλία εις όλην την Ελλάδα είναι δι' λείψανον των περί φιλοξενίας δοξασιών των Ελλήνων. Οι παλαιοί Έλληνες τόσον ιερά εθέωρων την φιλοξενίαν ώστε και μετά παρέλευσιν μακρού χρόνου αναγνωριζόμενοι ...
Σα γκάμη ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα ξίζουν και σε τα λούρα σου τ' ασημοκουκλωμένα
Σημείωση: Μια φορά τον ένας βασιλιάς κ΄επήε κ΄ήκαμε νιόλουρα χρυσά κ΄ύστερα εμάζωξ΄όλους τους ζευγάδες και ρώτα ένα ένα πόνο κάνουνε τα νιόλουρα. Δώσ΄δώσ΄του δεν ηύρηκε κιανένα να του πή πόσο κάνουνε. Ύστερα ήρθε ένας και ...
Έχει κι' αγάπη 'νιούς ριαλιού (νόμισμασ) κι έχει και δυό 'ς τό 'ριάλι
(1920)
Ριάλι= νόμισμα τουρκικόν. Άλλως γρόσι