Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3501-3600 από 4029
Η αμπελοκουτσούρα τα φταίει
(1892)
Είναι δίστιχο, που παλαιότερα το τραγουδούσαν. Δηλαδή οι πλούσιοι, επειδή έχουν την ευχέρεια να πίνουν απεριορίστως, είναι δυνατόν να γίνουν μέθυσοι και να καταστραφούν. Οι φτωχοί πίνοντας κρασί γίνονται κατά φαντασίαν πλούσιοι
Σε χίλιαις όρθαις αητός νικά
(1920)
Απ' αρπάξη και ξεσκίση!
(1949)
Εις περιπτώσεις καθ' ας διασπαθίζεται η περιουσία τινός ένεκα αδιαφορίας του
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κ' επάθιες τα χαλίκια, κ' εδά που καλυκόθηκες ζητάς και σκουλαρίκια
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 155, Καλύκωμα=υπόδεσις, παπούτσωμα
Μήτε τα μικρά μου κλαίνε μηδέ τα μεγάλα μου
(1892)
Ερμηνεία: Εις ένδειξιν αδιαφορίας
Έκαμε την κεφαλή του αμώνι
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί αφόρητου φλυαρίας κατά παρομοίωσιν προς τον άκμωνα, ο οποίος δέχεται όλους τους κτύπους
Το καλό παπούτσι κάνει και καλό χλαμπούτσι
(1920)
Χλαμπούτσι = μεταχειρισμένον, πεπαλαιωμένον υπόδημα, αλλιώς κλάτσαρα
Το πράγμα κάνει τον κλέφτη
(1920)
Από κεια, που δε πηδήξ' η γι – αίγα, πηδά και το ριφάκι
(1940)
Δηλαδή ό,τι κάνει η μάννα, θα κάμη κι η κόρη
Όποιος παντρεύγεται από ξένο χωριό, ξεκοπρίζει έναν ξέν' αχίρι
(1940)
Αχίρι = στάβλος
Όντε λιάζει, παίρνει το γαμπά σου, όντε βρέχει, ξάσου
(1949)
Γαμπά = χωριάτικο παλτό
Αφερί μου,γεια σου φχιού σου!
(1949)
Λέγεται ειρωνικώς στη θέση του μπράβο
Να κάμω θέλω τα πρικιά γλυκειά, τ' άγρια μερωμένα
(1949)
Δηλοί ότι πρέπει να συμμορφούται τις με τας περιστάσεις
Δένε κόμπο, κεδιά μη χάσης!
(1949)
Δηλοί ότι πρέπει να εξασφαλίζεται τις
Τό ξύλο δέν κόβγεται μέ μιά μαναρέ
(1920)
Μαναρέ = η μετά τό κτύπημα τής μανάρας (τσικουριού ή μπαλτά) εγκοπή τού ξύλου
Το ινάτι βγάν' αμμάτι
(1920)
Το Σκουντί από μητάτο, κι' άνθρωπος από γενειά
(1893)
Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκουντί και σκουδί=κύων
Σ' επήρα για βασιλικό κ' εβγήκες ατσικνίδα
(1893)
Εν λεξιλ., σελ. 148. Ατσικνίδα ή φυτόν, ή κνίδη, κνίδα
Ο γάιδαρος 'ς τη σέλα
(1920)
Ψιλής όρθας αυγό
(1920)
Σαν είν' από γενιά άνθρωπος κι από μεγάλη σκλέτη, ούλο το βίο σου ξόδιαζε και κάνε του ραέτι
(1936)
Σημείωση : Συνήθως διαλέγουν το έτερον ήμισυ να είναι από οικογένεια. Κρήτης
Νά ΄ρθη θέλει και καιρός να΄ναι κάδιο το νερό
(1920)
Κάδιο = κρυσταλλωμένη (άχαρις, ζαηχαρωτόν γλυκό)
Μαντατοφόρου κεφαλή δεν κόβγιεται
(1921)
Μαντατοφόρος = αγγελιαφόρος (εκ του ιτ. Μαντάτο)
Μοιρασμένο ψωμί ανάπαψι των αδοντιώ
(1921)
Αδοντιώ = Οδόντων, αδόντια και αντόδια
Κατά τα ρούχα μοιράζεις
(1921)
Εγούγια ντου, που δείχνει σκουτελικόν απ' όξω
(1949)
Σκουτελικόν = Είναι ένα πιατάκι φαγητό, που δίνουν ζεστό – ζεστό στη γειτονισσα, για να δοκιμάση. Εδώ ευνοεί ότι ο καθείς πρέπει να φροντίζη για τον εαυτό του
Στο ράφι που θα κάτσης, κούνιε και τα πόδια σου
(1949)
Ερμηνεία: Επί νεανίδων
Δε σηκώνει το ρύζι μου νέρο
(1949)
Δηλοί ότι τις έχει φθάσει εις το έσχατον σημείον αντοχής
Την έχει την πετρά
(1949)
Έχει μια αλαφράδα στο μυαλό
Το πείσμα φέρνει πρήσμα
(1949)
Απού 'ναι γέρως κουζουλός απού τα νειατά του 'ναι
(1926)
Α δ' αν μάθη τις, ταύτα σώζεσθαι φιλεί προς το γήρας
Όποιος παντρευτή το Μάη, κακοποδομένα πάει
(1920)
Κακοποδομένοι = των οποίων το τέλος αποβαίνει κακόν