Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3301-3400 από 4029
Τα βαλε κουκούλα
(1892)
Σημείωση: Cuculus (λατινική) κάλυμμα της κεφαλής
Απήλωτα τάβαλε
(1888)
Δηλαδή, εχέσθη
Ήκαμες με κολόπανο
(1888)
Ουδενός άξιον
Το πολύ κρομμύδι τσεί και το λίγο δεν αρκεί
(1888)
Τσεί = τσούζει
Εβγήκε λαμπάντε
(1892)
Ερμηνεία: Η φράσις σημαίνει ανάδειξιν της αθωότητος τινος
Επήρε τη λαπάντσα
(1892)
Σημείωση: La pancia = η κοιλιά
Κρίμα, μιστό στο λαιμό σου
(1892)
Ερμηνεία: Τη πιέσει άλλου πράττων τι απευθύνει την φράσιν ταύτην προς τον εξαναγκάζοντα αυτόν
Του 'πεν ό,τι σέρν' η παρασύρα
(1892)
Ερμηνεία: Τα εξ αμάξης
Αρβανίτης
(1888)
Βλάξ, κουτός
Πρωΐ 'δενε των ασκιανάδατου, μα να τη δη και μεσημέρι!
(1949)
Επί φαντασμένων ατόμων. Γνωστόν ότι η σκιά του ανθρώπου το πρωί είναι μεγάλη
Καλό σου θέλω, γείτονα. Ότι καλό μου θές, να 'χης!
(1949)
Παλαιός χαιρετισμός
Τα 'καμε χουμά κουτάλια
(1919)
Ανέμειξε, διετάραξε
Ρεπάδι δεν τ' αφήνει (και ρουπάδικαι ροπάδι)
(1914)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων μεγίστην ομοιότητα
Μην πιστεύης άνθρωπον που 'χει δυό αρθούνια
(1892)
Ερμηνεία: Ουδενί εμπιστεύσου
Ρεμέντιο δεν έχεις
(1888)
Ερμηνεία: Δεν δύναται τη να σε ηχυχάση, να σε βάλη εις τάξην
Πλιά πολύ ψωμί τρώεται με το μέλι παρά με το ξείδι
(1937)
Ερμηνεία: Με τον ειρηνικό δρόμο λύονται καλύτερα τα ζητήματα
Τον Αράπη κι αν ασπρίζης 'ς τον αέρα σπήθια σιάζεις
(1920)
Σιάζω = κατασκευάζω, διορθώνω
Του κόσμου τ' αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα
(1920)
Αναγέλασμα=εμπαιγμός, περίπαιγμα (σκώμμα)
Απ' αφουκράζεται πολλώ τονε καλούνε λωλό
(1920)
Αφρουκάζομαι = ακούω, άκρουδμαι (υπακούω), λωλός = ανόητος, βλαξ, τρελλός
Άλλοι πεθυμούν τα γένεια κι' άλλοι φθυούν και ρίχνουν τα
(1920)
Φθυώ = πτύω
Αέρα κοπανίζεις
(1920)
Απρίλης Μάης κοντά το θέρος
(1930)
Τ' Άδελε, Πηγή και Λούτρα και στη μέση Μαρούλας
(1937)
Παρα Ρούσσου Κουντουράκη, ετών 50 εκ χώρας Σφακίων.
Του ζήτουλα δώσε ψωμί και μη του δείχνης πόρταις
(1920)
Ζήτουλας ή ζηθιάνος=επαίτης
Με το μεσκίνη φάει, πιέ, μα κοιμητέ μη κάνης
(1921)
Μεσκίνης = λεπρός, λώβος (λέξις τουρκική)
Απής δε ξέρεις να 'φάνης, τα μασούρια τι τα βάνεις;
(1920)
Μασούρια = μικρόν καλάμιον, ένθα τυλίσσεται νήμα
Ανάθεμά τα τα κούτουλα αγρίμια
(1920)
Κούτουλα αγρίμια = αγριέλαφος ή αίγαγρος άνευ κεράτων
Έχ΄ αμμάθια κ΄ εις τον καφά
(1920)
Καφάς = ο σβέρκος, ο αυχήν (λέξις τουρκική)
Μαχαίρι δώσης, μαχαίρι λάβης
(1920)
Άλλα 'ν' τα μάθια του λαγού κ' άλλα της λαγουδίνας
(1930)
Κ = κι
Από σειρά πάει το βασιλίκι
(1930)
Σαν είν' λακκουδοπήγουνη [η γυναίκα] μη την ρωτάς για κάλλη, μα 'κείνη εδιαπέρασεν από τον Ιορδάνη
(1893)
Εν λεξικ. σελ. 152
Έκαμε κομμάθια τ' άχερα
(1920)
Έχει του Σολομού το νου
Είναι σοφός ως ο προφήτης Σολομών
Ο κακός γυρεύγει αντίκακο
(1949)
Η μοίρα ντου και του καβρού
(1940)
Λένε ειρωνικά γι' αυτούς που 'χουνε κακή μοίρα
Γροίκα πολλά και λέγε λίγα
(1930)
Γύρευε πολλά να βρης λίγα
(1930)
Τα 'ριγάλια παν κ' το διάολο κι' η ανθρωπία απομένει
(1920)
Ανθρωπία=τιμή, υπόληψις, δόξα
Στην αδυνατώ τα χέρια στριφοκόλια δε χωρούνε
(1920)
Αδυνατώ = των δυνατών, των ισχυρών
Έκαμε καμίνι
(1927)
Ερμηνεία: Επί παιδίου αποφεύγοντος να μεταβή εις το σχολείον. Η φράσις σχετίζεται με το μεσαιωνικόν λατινικόν Caminus και το ιταλικόν camino = δρόμος, ως δεικνύει και το συνώνυμον εν τη Δυτ. Κρήτη καμίναρε (caminare)
Απού τον έχεις απορριξιμίο πρώτος εις τον λιμνιώνα
(1920)
Απορριξιμός = απορρίξιμος, απόβλητος, άτιμος
Δούδε και να δούδω
(1920)
Άνδρας μαντατεμένος είναι σπαθί ακονισμένο
(1921)
μαντατεύω= καταγγέλω, προδίδω, μαντατεμένος= κατηγγελμένος, προδομένος
Εσύ κακό χειρόβολο κι' εγώ κακό δεμάτι
(1920)
Χειρόβολο = δέμα σίτου ή κριθής κλπ (μάτσο)