Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3101-3200 από 4029
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάη
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις ελεεινογίαν των νηστευόντων κατά τας τεσσαρακοστάς ούχι ευσεβείας ένεκεν άλλ' ελείψει πόρων
Άμα είναι όξω από την ποδιά μου ας είναι κι' η αμπλά μου
(1930)
Aμπλά= γεράνι
Οτι πατεί του βουγιού ο πόδας
(1930)
Σέλινο. Δεν τρώνε τ' Άη Γιάννη στις 29 τ' Αυγούστου
Τον έκαμε σιόπαστο στο ξύλο
(1914)
Ίδιο πρόσωπο, ίδιο μαντάτο
(1920)
Καθείς τον παύλον του παυλούδαρο τον έχει
(1920)
Πάυλος και παυλούδαρος = επιμήκης άρτος ή λεγόμενη σαϊτα
Κουρέμματάν του απού δεν έχει ανύχια να ξυστή
(1920)
Κουρέμματάν του = αλλοιμονόν του (επί του κουρεύω)
Όντεν είνε τού 'νιους τ' αυθιά κομμένα, τ' αλλού είναι καμμένα
(1920)
Καμμένα = έχουν καή
Ο δικός μπορεί να πη μα ν' ακούση δεμ μπορεί
(1920)
Δικός = ιδικός, συγγενής
Ούλ' οι σκύλλοι μια γενιά
(1920)
Ανάψαν οι ποδιές του
(1892)
Ερμηνεία: Εις ένδειξιν υπερβολικής χαράς, ταυτόσημος της φράσης “Γελούν και τ' αυτιά του”
Απίδια με περικαλούν κι αχλάδια θε να φάω αγάδες κι αγαδόπουλα και σένα θε να πάρω;
(1930)
Απίδια – αχλάδια. Σέλινο
Απού φάει ταϋτέρου και γοργοπαντρευτεί, δεν το μεταγνώθει
(1920)
Ταϋτέρου=το πρωί, το ταχύ. Γοργοπαντρεύομαι=υπανδρεύομαι γρήγορα.
Αλωπού τα πέρα 'θώριε, μα τα πόδια δεν εθώριε
(1920)
Θωρώ=θεωρώ, βλέπω, κυττάζω
Εγύρισε το φύλλο
(1920)
Δε βρίσκεις την άκρα του
(1892)
Ερμηνεία: Είναι ατελείωτον.Εκ μεταφοράς φέρεται περί εκείνων, είν' αδύνατον να κατανοηθώσιν αι πραγματικάς ιδέας και διαθέσεις.
Όντε θα 'δης τη γκάψα, το γαμπά σου βάστα
(1891)
Γαμπά = μάλλινον επανωφόριον με επίκρανον
Από γεννιάς πάει το βασιλίκι
(1920)
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι' άλλοι τρων και καβαδίζουν
(1888)
Καβαδίζουν = ευφραίνονται, χορταίνουν
Αντήλιο κάνω να σε ιδώ
(1888)
Επιθυμώ να σε δώ . Αντηλιο : Όταν η χείρ τιθεμένη επί του μετώπου σχημάτιζει εξέστων διευκολύνοντα την όρασιν του βλέποντος, κατά αποτρέπην άλλας φωτειναίς ακτίνας από του τα προσβάλωνος τους οφθαλμούς
Κάλλιο λάχανα με ρήνια παρά ζάχαρι με γρήνια
(1920)
Ρήνια = με ειρήνη, αγάπην
Καλός κακός ο χοίρος μας κι εβγήκε χαλαζάρης
(1949)
Ερμηνεία: Επί γαμβρών πολυπαινεμένων, οι οποίοι μετά τον γάμον φαίνονται ποίοι είναι στην πραγματικότητα
Όπου δης βουρλιά και βάττο κάτεχε νερό ποκάτω
(1888)
Βούρλο = Χόρτον φυόμνου πάντοτε εις τους λειμνώνας και εις αγρούς τόπους
Απ' όdα θα γεννηθή η νύφη τση πεθεράς της μοιάζει
(1926)
Ομοία τη: Α δε μοιάση δε συμπεθερεύει
Δεν το κουράρει
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν μετριότητος, καλλονής ιδίως
Στη Μάλτα κόβει πλάκες
(1938)
Λέγεται για τους πεθαμένους και τους ετοιμοθανατους, επειδή άλλοτε σκέπαζαν τους τάφους μέ Μαλτέζικες πλάκες
Ανάκσελα σηκώθηκα
(1892)
Ερμηνεία: Εκ τούτου φέρφετ. Η φρ. Επί των παρουσιαζομένων προσκομμάτων. Σημείωση: Εκ προλήψεως, όταν σηκωθή τις την πρωΐαν ύπτιος προσκόπτει καθ' όλην την ημέρα εις τας υποθέσεις του
Μ' επήε πέντε πέντε
(1919)
Μ' επήε ριωιτί η τρίτη και τετάρτι
Η γριά δεν τώλπιζε να παντρευτή κι απανωπρούκια γύρευε
Περβόλια. Απληστία
Αντρογεμίσματα, κι ας είναι και βάτου τρούλες!
(1920)
Τρούλες = αι κορυφαί του βάτου
Άθρωπος από θωργιά παίρνει σκιάς παρηγοριά
(1920)
Σκιάς = τουλάχιστον
Θέλ' η γρά και παίζ' ο γέρως
(1920)
Όποιος δεν ακούει γονιούς παραγωνιάς καθίζει
(1920)
Παραγωνιά=εις το άκρον, παρά την γωνίαν, ξεχωριστά (δηλαδή περιφρονημένο)
Να κουκκιά και δος μου φάβα
(1920)
Όπου κι αν του βαρούσι του βουγιού, εις τη προβιά του δούδει
(1920)
Βαρώ = κτυπώ
Που θέλει να 'ναι βασιλιάς, το νουν του θέλει νά 'χη
(1920)
Μπούφος=πτηνόν, βυάς
Όφκαιρη σακκούλα ορθή δε στένεται
(1920)
Εύκαιρος = άδειος
Τσουρί πάει
(1888)
Ερμηνεία: Τρέχει ελεύθερος
Πιλάτος
(1888)
Λέγεται ο βασαβιστής, ο σκληρός
Απού δε θέλει χτύπους 'ς το χαλκιδείο δε πάει
(1920)
Χαλκιδείο = κατάστημα ένθα κατεργάζονται τον χχαλκόν και ορείχαλκον, μπρουτζάδικο
Όπου δε βολεί του διαόλου να πάη, μπέμπει μια γρά
(1920)
Δεν έχει ευκαιρίαν