Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3001-3100 από 4029
Το κοψε βελόνι
(1927)
Έφυγε
Του κλωτσούν τα μουλάρια μέσα του
(1924)
Δια τους μεθύοντας, επειφή είναι ευερέθιστος ο μεθύων
Σα δεν κάμη η πέτρα πολύν καιρό 'ςτο νερό δεν αβρυώνει
(1925)
Αρχαία βρυόω
Κάλλιο μιαν ώρα πετεινός παρά τρακόσιαις όρθα
(1920)
Όρθα = όρνιθα, κόττα
Η πέτρα, αν δεν κάτση 'ς τον ποταμό δεν οβρυά
(1920)
Δηλαδή κάνει τα καλούμενα αβρυά
Όλοι φοβούνται το Θεό, κι οι Θραψανιώτες τον τοίχο
(1949)
Θραψανός είναι ένα χωριό αγγειοπλαστών. Για να μεταφέρουν τα προϊόντα των τα φορτώνουν στα ζώα. Αλλοίμονο τους εάν το ζώο περάση σύντουχα, τα σταμνιά θα σπάσουν όλα στον τοίχο
Κάλλια να κλαίη το παιδί, παρά να κλαίη η μάννα!
(1949)
Για να δηλώση ότι τα παιδιά πρέπει να τιμωρούνται
Κατά που θωρώ τη φλάσκα μηδ' εφέτος Λαμπρή μηδέ του καιρού Πάσκα
(1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Τά κάμανε πλακάκια
(1892)
Σημείωση: Τα πλακάκια χαρτοπαίγνιον παιζόμενον με σκεπαστά χαρτιά ως επιδεκτικόν δολιότητος
Του μαθαίνει τα γράμματα
(1892)
Ερμηνεία: Λέγεται δι εκείνους, οι οποίοι βραδύνουσι να παραδώσιν αντικεόμενόν τι, όπερ ώφειλον να παραδώσιν ενωρίτερον
Κάλια μπουκα μου παρά παιδί μου
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται περί των επιδιωκόντων μόνο το ίδιον συμφέρον
Ο μακρύς, ξεροκαλάμης, κ' η μακριά, ξυλοκαντάρα
(1893)
Εν λεξιολ. σελ. 170: Ξυλοκαντάρα = είδος ξυλίνου στατήρος εκ δοκών, επί του οποίου ζυγίζουν τα μεγάλα βάρη
Όποιος περπατεί, μαζώνει κι΄όποιος κάθεται, μαργώνει
(1926)
Ερμηνεία: Η αξία της εργασίας
Κοσκινόγυρους να βρέξ' ο Θιός, δε θα περάση ένας από το λαιμό μου!
(1949)
Για να καταδείξη την ατυχίαν ατόμου τινός
Δε δένουνε τα μπεγίργια, μόνο τσι φοράδες!
(1949)
μπεγίρι=άλογο
Ραβδί του κάττη να μολογά τα μπράτη!
(1958)
Ξύλο για να σου πουν την αλήθεια
Τον όφι θωρεί και το συρμό γυρεύγει
(1949)
Λέγεται επί εντελώς εξωφθάλμου υποθέσεως
Δεν έκαμε λάγιαση
(1892)
Ερμηνεία: Δεν ησύχασε
Επί ξύλου κρεμάμενος
(1914)
Σταυροθεοτόκίον του Εσπερινού: Ιδών σε ο ήλιος και η σελήνη, Φιλάνθρωπε, επί ξύλου κρεμάμενον, ακτίνας απέκρυψαν ...
Να δώση θέλει των αμαθιών του
(1949)
Θα φύγη απελπισμένος, κι όπου φτάση
Μουδέ μιλεί, μουδέ λαλεί, μουδέ την οράν του σει
(1949)
Ερμηνεία: Επί ηπίου χαρακτήρος
Αυτός κατέχει την Μπάντοβα
(1949)
Μπάντοβα = πόλις της Ιταλίας γνωστή για το Πανεπιστήμιο της
Μαγάρι ως λες, κι' όχι ως θες
(1949)
Ερμηνεία: Επί ατόμων τα οποία άλλα έχουν στ' αχείλι κι' άλλα στην καρδιά
Ας πάη με δικό ντου σακκί στο μύλο
(1949)
Αναφέρεται στα παιδιά, μέχρις ότου ενηλικιωθούν και αναλάβουν οικογένειαν δι' εξόδων των
Πάει σαν τη μύγα μέσ' στο γάλα
(1949)
Ερμηνεία: Επί ατόμων, τα οποία δεν έχουν θέσιν εις μιαν συναναστροφήν
Ηύρενε το μήνα που θρέφει τσ' έντεκα
(1949)
Βρήκε τον καιρό της ευφορία
Και του μελιτάκου την ανάγκη λαβαίνει ο άνθρωπος
(1949)
Μελίτακας = μυρμήκι
Ο γέρος κι' αν αντρειεύεται στο ρίζωμα στειρεύεται
(1889)
Στερεύεται=υστερώ
Κάνει λάκκο
(1917)
Εις Βιάννο, Ι. Κονδυλάκη = κάμνει έρωτα, εργολαβεί, πιθανώς κατά τον Κονδυλάκην εκ la corte
Όλοι γυρεύαν το σεισμό κι΄ ο μαραγκός γυναίκα
(1889)
Επί των εν κουνή συμφορά επιδιωκόντνων ιδίαν ευτυχίαν
Χάμαι θωρώ και λέω το
(1892)
Ερμηνεία: Ο λαλών περιφρονητικώς ή υβριστικώς περί τρίτου προσώπου, λέγει την φράσιν ταύτην απευθυνόμενος προς τον συνδιαλεγόμενον, δια να νοηθή καλώς, ότι πρόκειται περί του απόντος τρίτου προσώπου
Και καλή το κ' εκανέ τα και καλή κ' απόσιαζέ τα
Ερμηνεία: Περί των παρεκτρεπομένων αλλ΄ειδότων να περικαλύπτουν τας παρεκτροπάς των
Αμπελικός και κηπουρός τρείς μήνες η χαρά του
(1891)
Αμπελικός = φύλαξ αμπέλιν όταν έχωσι σταφυλάς, λαμβάνων εις αμοιβήν ποσά τι γλείκους
Λυσσόκακο σ' έπιασε
(1888)
Ερμηνεία: Κατέστης μανιώδης ως κύων
Σαν τη Ζαφορά κίτρινος
(1888)
Ζαφορά = είδος εγρίου χειμερινού χόρτου εκ του οποίου τα άνθη κατασκευάζεται κίτρινη βάφη, όθεν και λαμβάνεται ως σύμβολον της ωχρότητος
Από ένα ωζό δυό προβιαίς
(1920)
Έπαθα του λιναριού τα πάθη
(1891)
Ερμηνεία: Διότι ο λίνος απαιτεί πολλάς προπαρασκευάς μέχρις οι καταστή χρήσιμος προς ύφασιν
Έχεις γρόσια στο σεντούκι, δούδε για να πέρνης μούρκι
(1920)
Μούρκι= κτήμα, μετόχι (λέξη τουρκ.)
Καλλιά' ναι δυό κακούριδες παρ' έναν αντρειωμένα
(1920)
Κακουρίδες = κακοί
Να κουκιά και δος μου φάβα
(1920)
Σα βρέχ ετσά ποτές του μην ευγιάση
(1892)
Ερμηνεία: όταν έρχηται ως η βροχή αφθόνως η ευτυχία δέεται ο ευτυχών να μη διακοπή αυτή βροχή αιωνίως
Απ' αναγυρίζει τα πηλά ς' τη μέση πέφτει και βουλά
(1920)
Αναγυρίζω=ανακατεύω, σκαλίζω. Πηλά=λάσπαις και πηλός
Γλήγορος είνε 'σαν το κατωχειρόμυλο
(1920)
Κατωχειρόμυλος = μύλος της χειρός εκ των δυο πετρών, δι ου οι χωρικοί αλέθουν τον σίτον εν ανάγκη
Κουζουλού κοιλιά κάραβος κι απού κρατεί γάϊδαρος
(1889)
Σημείωση: Κάραβος = οχετός
Δε σ΄ είχα ΄ς το σκαπέτι μου
(1920)
Σκαπέτι = σκαπάνη, σκαλίδα
Άκουγε το και συ καημένε αχερομυλοκκουμπισμένε
(1938)
Λέγεται με την έννοια “τι περιμένεις έπειτα απ' όσα ακούς,συ που βρίσκεσαι σε κατώτερη μοίρα;”
Δε βάφει τη σκαλίδα τζη
(1938)
Δηλαδή, δεν της καίγεται καρφί