Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2801-2900 από 4029
Γυναίκα γοργοκάμουσα αμμ' όχι γοργοφαίνουσα
Η γυνή είναι άξια, ήτις εν ταις εεγασίας αυτής είναι ταχεία,ουχί μόνον εν τω υφαίνειν.
Ο νους του είναι όλος στο κεχρί
(1892)
Ερμηνεία: Σημαίνει ότι πάντοτε διανοείται αισχρότητας
Τον νου σου να κάμουν οι σταράδες
(1892)
Ερμηνεία: Επί των προβαινόντων τις άτοπα
Πάει στα νερά μου
(1892)
Ερμηνεία: Κλείνει υπέρ των σκέψεων η ενεργειών μου, εκ μεταφοράς από των ναυτικών, οι οποίοι λέγουσι “νερά” τα βάθη της θαλάσσεως
Το ρίζι μου δε σηκώνει νερό
(1892)
Ερμηνεία: Δεν είμαι επιδεκτικός αντιδράσεως ή ειρωνίας
Μουδέ πρικύς και ρίξου σε, γλυκύς και φάσουσί σε
(1949)
Συνώνυμον προς το: Παν μέτρον άριστον
Οι κατάρες είναι πετρές
(1949)
Ρίχνεις μια πέτρε δηλαδή και δεν πάει εκεί που την προορίζεις ακριβώς, ρίχνεις δεύτερη τα ίδια ρίχνεις τρίτη, θα πάη
Τον κόκκινο Μάη
(1949)
Η φράσις δηλοί ότι μια υπόθεσις δεν προκείται να τελειώση ποτέ
Ποιός είδε διάκ' απαλαγό, δεσπότ' αγαστρωμένο, αυτός είδε άσπρο μέρμιγγα κουτσούργια φορτωμένο
(1888)
Απαλαγός=κυνοφόρος
Των ακριβώ τα πράματα οι χαροκόποι τρών τα
(1888)
Δηλαδή των φυλάργυρων
Βούϊ σελάτ' αγόραζε, καί γάϊδαρο καμπούρη, γυναίκα λιανοκάμωτη (ή λιχνοκάμωτη) καί χοίρο μακρομούρη
(1939)
Είς τά Μεσκλά Κυδωνίας υπάρχει τό κατωτέρω συντακτικόν... γιά κείνον πού θέλει νά εκλέξη ζώα καί… γυναίκα. Γιά τήν εκλογή γυναίκας καί τήν αγοράν ζώων
Οντέ διψά η αυλή σου, νερό μη χύνης όξω
(1926)
Λόγος 1886. Έγγιον γόνυ κνήμης
Πως ξέρεις τον κόσμο; σαν και ...
(1892)
Ερμηνεία: Την φράση ταύτην λέγει ο γινόμενος θύμα εμπιστοσύνης
Κουρέματά τζη που σ' αλάτιζε
(1914)
Ρος άνθρωπον ανίκανον ή μωρόν
Όπου κάνει του κώλου του φέδε χέζει τη βράκα του
(1914)
Φέδε = πίστις
Η όρνιθα το γέννησε κι' αυγό δεν έν κρασμένο
Στάθης Β', 198
Το μμάτι μου έγεινε γαρείδα να περιμένω
(1892)
Ερμηνεία: Επί προσδοκίας
Από του διαόλου το μιτάτο, μούτε τυρί, μούτε μυζήθρα
(1937)
Ερμηνεία: Μην έχεις οιαδήποτε σχέση με τον κακό, γιατί θα βγής ζημιωμένος
Έχει πολλαίς δίπλαις η κοιλιά του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρετ' επί των υποκριτών
Η ξέναις έγνοιες εψάρρηναν τη κεφαλή του
(1920)
Ψαρραίνω = γίνομαι πολιός (λευκύθριξ γέρων με ψαράδαις
Ο κουζουλός τα θωρεί και τα δε θωρεί γελά
(1937)
Ερμηνεία: Το λέν σ' όσους γελούν χωρίς αφορμή
Ποπανωθώς του κερά ξυλιές του βγαίνουν ευκόλας
(1919)
Ποπανωθώς = επιπλέον, επί επιμέτρου
Όποιος 'μπορεί κ' απάνω του
(1892)
Ερμηνεία: Δηλαδή έκαστος οφείλει να διευθετή τας υποθέσεις του μη προσδοκών υποστήριξιν άλλων
Τού παιξε την μπατάγια
(1892)
Σημείωση: Battaglia (ιταλική) = μάχη, επίθεσις κατά πολεμίων
Ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φάτο
Με αρκεί ο καλός σου λόγος
Του ΄ρθε σαν του σκύλου το βραστό νερό
(1892)
Φέρεται όταν απροόπως υβρισθή ή περιφρονηθή
Βαστά το Χριστό από τα γένεια
(1892)
Ερμηνεία: Επί θρησκομανών
Όνειρον βλέπεις που δε θα σου διαλύση
(1892)
Ερμηνεία: Πολλάκις ο άνθρωπος προσπαθεί να επιτύχει τα αδύνατα
Έκατσε σαν την αποζυμώστρα
(1892)
Ερμηνεία : Αποζυμώτρα λέγεται η οικοκυρά όταν αποζυμώση και καθίση ν' αναπαυθή
Ανάποδα, τ' ασκιά στο λάδι
(1892)
Ερμηνεία: Φερ. Όταν λέγη τις όλως το αντίθετον του πραγματικού, ωσεί θα έλεγε να βάλη τους ασκούς εις το έλαιον, αντί το έλαιον εις τους ασκούς
Μου κόλλησε σαν τση μάνας μου το γάλα
(1892)
Ερμηνεία: Εις δήλωσιν της ηδονής επιθυμητής απολαύσεως
Τού βρασε μιά που αξίζει δεκαεννιά
(1892)
Φέρετ' επί δολιότητος και απάτης
Του Μαρταπρίλη τα νερά πηλά και χώματα νε
(1919)
Νερά = Βροχαί
Μουρά να δώσης και σκατούλα να πλακώσης
Η απάντηση εκείνου προς ον κατώτερος και μη οικείος απευθύνεται με το “μικρό”
Στον ουρανό σ' εγύρευα και στη γη σ' ηύρηκα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί ανελπίστου συναντήσεως
Δεν είπενε ο γεις τ' αλλού και μαύρα ματιάχεις
(1926)
Τόσην αγάπην είχον, ώστε ούτε κατ' ελάχιστον δεν έθιξαν ο εις τον άλλον
Με το μεγαλύτερό σου σκόρδα να μη φυτεύης
(1926)
Με τον ανώτερόν σου μην τα βάνης
Πόσα παράδικια θωρεί ο ήλιος την ημέρα και το φεγγάρι την αυγή και τ' άστρο από σπέρας
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν γίνονται άδικα και ατιάριαστα πράματα
Ανέ σου 'ργιστούν οι ανθρώποι, πήγαινε, ανέ σου 'οργιστή ο Θεός κάθον
(1937)
Ερμηνεία: την ανθρώπινη τιμωρία μπορείς να την ξεφύγης, τη θεική όμως όχι, όπου και να πας ο Θεός σε βλέπει
Βγάινει (ή στέκει) στο λόγο του
(1892)
Ερμηνεία: Επί των εκπληρούντων τα συμπεφωνημένα ή υποσχόμενα
Ότι να καή ο φούρνος, κλαίει ο κάθα εις τον παυλό του
Παυλό του = φραντζόλα, ψωμάκι μακρουλόν
Ήδωκέ σου πάλι το μπουρού
(1888)
Ερμηνεία: Επί των αιφνιδίως μεταβαλλομένων
Μπλάστρι τούρθε
(1888)
Ακριβώς προσηρμώσθη εις αυτόν
Κλείδωνε το σπήτι σου να μη κακαφοράσαι το γείτονά σου
(1920)
Καταφορούμαι = υποπτεύω – ομαι, κακώς φέρω
Η ξέναις έγνοιες γερνούν τον κάτην
(1920)
Κάτης = γάτος (άρρην), κάττα ή κατσούλα (θηλ.)
Ξένο ψωμί δικό του μαχαίρι
(1920)
Λόγια τ' αέρα
(1920)
Τα μυαλά σου και του μπογιατζή ο κόπανος
(1892)
Ερμηνεία: Περιφρονητική έκφρασις, δηλαδή οι σκέψεις που αξίζουν όσον το κόπανον του βαφέως
Να πέσ' η μύτη του δεν την πιάνει
(1892)
Ερμηνεία: Επί των υπερηφανευομένων
Ο κλασμένος γνοιασμένος
(1920)
Αδικιά τη γράψ' αφέντη, κ' αδικιά τον του καϋμένου
(1892)
Λέγεται περί των αδίκως καταδιωκομένων
Δεν πάς να 'δής αν έρχωμαι;
(1892)
Ερμηνεία : Απευθύνεται προς τον προσπαθούντα να εξαπατήση τινα περί οφθαλμοφανών αντικειμένων
Είδες μαύρο; μουδέ μαύρο μουδέ γαλανό
(1892)
Ερμηνεία: Εις δηλ. ότι δεν πρέπει να λέγη τις όσα βλέπη
Από τα μμάθια δεν έφεξα κ' από τση κουφάλαις θα φέξω;
(1892)
Σημείωση: Κουφάλα, η οφθαλμική κόγχη
Μαυάζει ΄σαν το χωράφι
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί των μελαχροινών λίαν σκοτεινών αντικειμένων εκ της επικρατούσης δυξασίας ότι ο χάρων είναι μαύρος
Χτύπα την κεφαλή σου όπου 'ναι μεγαλύτερο χαράκι
(1892)
Ερμηνεία: Απαιτεί να νουθετή τινά ο μη εισακουνόμενος λέγει την φράσιν ταύτην
Τον έγλυψεν ως το κόκκαλο
(1892)
Ερμηνεία: Επί των κολακειών ή άλλων αθεμίτων μέσων απορροφώντων την περιουσίαν τινός
Τα μυαλά σου και του Ευθυμάκη τα χάπια
(1892)
Σημείωση: Παπαδούλης και Ευθυμάκης ήσαν αμαθείς πρακτικοί ιατροί
Τον έφερε σε κακό μπερεσέ
(1892)
Σημείωση: μπερέ=μώλωψ
Σαρακηνός
(1888)
Ερμηνεία: Η αποτρόπαιος αυτή λέξις, ήτις τρόνον κ' έκπληξιν εις την φαντασίαν του λαού, παρέμεινεν ως εκφόβητρον από της κυριαρχίας των Μαύρων εως της νήσου, ένεκα της ωμότητος κ' αγρίας αυτώ μορφής
Ο πίρης του τούπε
(1888)
Ο δαίμων του, η τύχη του, ο φύλαξ και αρωγός Θεός του
Μ' ενεγκολλήθηκες σαν τη σταρόψειρα
(1888)
Ερμηνεία: Επί των φορτικώς συνακολουθούντων ή αυτοκτονούντων τι
Η κοιλιά δεν έχει παραθύρια
(1920)
Από κάτω απού τ' άχερα περνά το νερό
(1937)
Ερμηνεία: Είναι μεγάλος απατεών
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος και πεντοταχυνάρης
(1919)
Πεντοταχυνάρης, ο μην Μάρτιος, ου αι ημέραι φαίνονται μήκισται εις τους νηστεύοντας χωρικούς, Ζωγραφάκης
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψης τα παρούτια
(1926)
Παρούτια= τα φτερά του αλετριού